Macro

Με τόλμη αλλά και επίγνωση των προκλήσεων και των περιορισμών

Αναμφίβολα η «καθαρή» έξοδος από τα μνημόνια και τα μέτρα διασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους αποτελούν σταθμό και ορόσημο στην εξέλιξη της ελληνικής Μεγάλης Ύφεσης. Συνιστούν σταθμό, γιατί βγαίνουμε από το καθεστώς επιτροπείας που επέβαλαν από το 2010 στις εκλεγμένες κυβερνήσεις οι δανειστές. Αποτελούν ορόσημο, γιατί το τέλος των αλλεπάλληλων αξιολογήσεων, το πλαφόν στο κόστος εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους και η εγγύηση της αναχρηματοδότησής του από τις «αγορές» την επόμενη διετία δημιουργούν συνθήκες ασφάλειας και σταθερότητας για την πραγματοποίηση επενδύσεων, αναγκαία προϋπόθεση για την παραγωγική ανασυγκρότηση και την ταχεία αποκλιμάκωση της ανεργίας.

Τα κύρια ερωτήματα που τίθενται στις νέες συνθήκες από τη σκοπιά της δικής μας Αριστεράς είναι δύο: Αφενός πώς, με την έξοδο από την επιτροπεία, θα αξιοποιηθεί η ανάκτηση βαθμών ελευθερίας στην άσκηση κυβερνητικής πολιτικής προς όφελος των λαϊκών τάξεων και των κοινωνικών ομάδων που βρίσκονται στη χειρότερη θέση, αφετέρου πώς θα συνδεθούν οι πολιτικές με «κοινωνικό πρόσημο» με τον κοινωνικό μετασχηματισμό, που αποτελεί καταστατική επιδίωξη της ριζοσπαστικής Αριστεράς, και προϋποθέτει κινητοποίηση ευρύτερων κοινωνικών δυνάμεων για δομικές αλλαγές με «αξιακό πρόσημο» που, εντέλει, διευρύνουν τη δημοκρατία, τα δικαιώματα και αλλάζουν τις κοινωνικές σχέσεις.

Όπως βέβαια οδυνηρά μάθαμε από τον συμβιβασμό του 2015, πάντοτε «κάνουμε πολιτική» σε συνθήκες που δεν διαμορφώνουμε οι ίδιοι/ες και η λανθασμένη εκτίμηση των εξωτερικών καταναγκασμών και δυσκολιών οδηγεί σε ήττες. Έτσι και σήμερα οφείλουμε να μην αποδράσουμε από την πραγματικότητα. Αυξάνονται οι βαθμοί ελευθερίας της κυβερνητικής πολιτικής, αλλά η ενισχυμένη εποπτεία διατηρείται και το ΔΝΤ παραμένει στο παιχνίδι. Η ανάκαμψη εδραιώνεται και η ανεργία μειώνεται με γρήγορους ρυθμούς τα τελευταία χρόνια, αλλά η κρίση δεν έχει τελειώσει. Το γνωρίζουν καλά οι άνεργοι και οι χαμηλοσυνταξιούχοι, τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις, οι νέοι που συνεχίζουν να εγκαταλείπουν τη χώρα ή υποαπασχολούνται με μισθούς κάτω από το όριο της αυτόνομης επιβίωσης, τα υπερφορολογούμενα στρώματα και τόσοι άλλοι. Ο ρυθμός αύξησης των επενδύσεων, αν και αξιοσημείωτος πέρυσι, δεν έχει ακόμα σταθεροποιηθεί και οι επενδύσεις δεν έχουν προς το παρόν αυξήσει την παραγωγικότητα της εργασίας που επιδεικνύει στασιμότητα. Η ιδιωτική κατανάλωση παραμένει καθηλωμένη, παρά την αισθητή αύξηση της απασχόλησης. Οι εξαγωγές αυξάνονται σημαντικά, αλλά η μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών συνεχίζει να εξαρτάται από την εξέλιξη των εισαγωγών, των οποίων ο ρυθμός αναμένεται να αυξηθεί, όταν η οικονομία μπει σε φάση ταχύτερης ανάπτυξης.

Οι παραπάνω επισημάνσεις δεν υποτιμούν ούτε τον άθλο και την σημασία της εξόδου από τα μνημόνια ούτε τις σημαντικές μεταρρυθμίσεις και πρωτοβουλίες των προηγούμενων ετών σε όλα τα πεδία πολιτικής, που έθεσαν τις βάσεις για την εξυγίανση και την ενδυνάμωση πολλών θεσμών και εργαλείων οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, καθώς και τη δημιουργία των βάσεων ανάπτυξης ενός κοινωνικού κράτους με το πρόσημο της Αριστεράς, υπό συνθήκες μνημονιακών καταναγκασμών και διαπραγμάτευσης με τους θεσμούς, που οπωσδήποτε περιλάμβαναν συμβιβασμούς και υποχωρήσεις σε άλλα πεδία (συντάξεις, αφορολόγητο, ιδιωτικοποιήσεις κλπ). Οι επισημάνσεις έχουν σκοπό να καταδείξουν τις προκλήσεις που έχουμε να αντιμετωπίσουμε στη μεταμνημονιακή εποχή, οπότε οι προηγούμενες και επόμενες πολιτικές θα κριθούν με βάση τα απτά αποτελέσματα που θα παράγουν για τους πολίτες και τα χειμαζόμενα κοινωνικά στρώματα και την ικανότητά τους να επιφέρουν ποιοτικές αλλαγές στο αναπτυξιακό και κοινωνικό πρότυπο.

Για παράδειγμα, όσον αφορά τις προκλήσεις στο πεδίο της αγοράς εργασίας, η αύξηση του κατώτατου μισθού, μαζί με την καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας είναι κομβικής σημασίας για την καταπολέμηση της φτώχειας των χαμηλόμισθων εργαζομένων, αλλά θα πρέπει να συνδεθεί με το σύστημα συλλογικών διαπραγματεύσεων για τους βασικούς μισθούς ανά κλάδο και επάγγελμα και τις αντίστοιχες συλλογικές συμβάσεις εργασίας, ώστε να διαμορφωθεί μια ορθολογική και δίκαιη κλίμακα αμοιβών στην οικονομία. Η επαναφορά της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης και της επεκτασιμότητας των συλλογικών συμβάσεων είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για την «νεκρανάσταση» του θεσμού των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Όμως θα πρέπει να συνδυαστούν με την αναζωογόνηση του συνδικαλιστικού κινήματος και των συνδικαλιστικών οργανώσεων σε πρωτοβάθμιο και δευτεροβάθμιο επίπεδο για να αποδώσουν τους αναμενόμενους καρπούς.

Η φυγή επιστημόνων δεν συνδέεται μόνο με την ανεργία, αλλά και τους χαμηλούς μισθούς. Η κατάργηση του υποκατώτατου μισθού για τους νέους δεν κερδήθηκε κατά τη διαπραγμάτευση σε αυτή τη φάση και παραμένει στοίχημα για τη μεταμνημονιακή εποχή. Παρόμοιο στοίχημα είναι και ο περιορισμός της υποδηλωμένης εργασίας, που είναι δυσκολότερο να καταπολεμηθεί σε σχέση με την αδήλωτη και γι’ αυτό έχει εξαπλωθεί σε μεγάλη έκταση.

Η επαναρρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και η ενίσχυση της μισθωτής εργασίας αποτελούν βασική προτεραιότητα της κυβέρνησης και της σημερινής πολιτικής ηγεσίας του Υπ. Εργασίας για την μεταμνημονιακή εποχή. Η τελευταία δεν περίμενε την έξοδο από το τρίτο μνημόνιο για να αναλάβει πέρυσι και φέτος νομοθετικές πρωτοβουλίες σε αυτό το πεδίο, ξεκινώντας από τους πιο ευάλωτους εργαζόμενους (εγκλωβισμένοι, εργαζόμενοι σε εργολάβους κλπ.). Στην ίδια σειρά προτεραιότητας βρίσκεται και η καταπολέμηση της ανεργίας, που στη μεταμνημονιακή εποχή πρέπει και πρόκειται να δώσει ιδιαίτερη έμφαση στη συγκράτηση της φυγής των μορφωμένων νέων στο εξωτερικό, καθώς και στην εκπαίδευση και κατάρτιση και εργασιακή ένταξη των λιγότερο εκπαιδευμένων και μακροχρόνια ανέργων, προς αποφυγή του κοινωνικού αποκλεισμού. Δύσκολο, σύνθετο και μεγάλο στοίχημα της μεταμνημονιακής εποχής είναι και η εργασιακή και επαγγελματική ένταξη των προσφύγων, ένα πεδίο όπου τώρα δρομολογούνται οι πρώτες παρεμβάσεις, που θα προετοιμάσουν τις καθ’ αυτό δράσεις.

Η Αναπτυξιακή Στρατηγική της κυβέρνησης μπορεί να αξιοποιηθεί από τα κοινωνικά κινήματα ως βάση για τη διεκδίκηση και υλοποίηση θετικών μέτρων και πολιτικών για τον κόσμο της εργασίας και την κοινωνία ευρύτερα. Αποτελεί ταυτόχρονα για την κυβέρνηση και την ριζοσπαστική Αριστερά αφετηρία για την περαιτέρω επεξεργασία και υλοποίηση μέτρων και πολιτικών που θα συμβάλουν στον παραγωγικό και κοινωνικό μετασχηματισμό. Αυτός προϋποθέτει όραμα και αξίες, αλλά και τη διαμόρφωση των κοινωνικών υποκειμένων που θα παλέψουν για αυτόν. Η έλλειψη τέτοιων υποκειμένων, παρακαταθήκη δεκαετιών νεοφιλελευθερισμού, εξατομίκευσης και του οδοστρωτήρα τριών μνημονίων, αποτελεί σημαντικότατο περιοριστικό παράγοντα για τέτοιου είδους μετασχηματισμό, μέσα σε μια διεθνή και ευρωπαϊκή συγκυρία που από μόνη της αποτελεί τροχοπέδη, αλλά και πρόκληση για συσπείρωση των προοδευτικών δυνάμεων σε εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Τίποτα δεν προεξοφλεί ότι ο σημερινός συσχετισμός θα παραμείνει ο ίδιος τα επόμενα χρόνια. Ένα είναι σίγουρο, ότι στη μεταμνημονιακή εποχή δεν θα πλήξουμε.

H Μαρία Καραμεσίνη είναι καθηγήτρια Οικονομικών της Εργασίας και της Κοινωνικής Πολιτικής, Πάντειο Πανεπιστήμιο, πρόεδρος και διοικήτρια ΟΑΕΔ

Πηγή: Η Αυγή