Στις 21 Αυγούστου, λοιπόν, η Ελλάδα βγαίνει από το καθεστώς των μνημονίων, αλλά θα βρίσκεται υπό αυστηρή εποπτεία –δηλαδή όχι τη συνήθη εποπτεία στην οποία υπάγονται όλα τα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ούτε την αυστηρότερη στην οποία υπάγονται όλα τα κράτη που οφείλουν στο Μηχανισμό Σταθερότητας, αλλά σε ακόμα αυστηρότερη με τρίμηνους ελέγχους. Η ελληνική κυβέρνηση θα είναι υποχρεωμένη να εκπληρώνει στόχους, δημοσιονομικούς (δηλαδή τα πλεονάσματα), αλλά και άλλους και θα χρειαστεί να διαπραγματεύεται για ορισμένες από τις κινήσεις που θέλει η ίδια να κάνει και αφορούν δεσμεύσεις που έχει αναλάβει –π.χ. το ύψος των συντάξεων και το ύψος του αφορολόγητου. Επιπλέον, αφού θα αναχρηματοδοτεί το δημόσιο χρέος με δάνεια από τις αγορές χρήματος, θα έχει σε λίγα χρόνια αυξημένες υποχρεώσεις για την εξυπηρέτηση του χρέους της στο μέτρο που αυτό «ωριμάζει». Όλα αυτά δυσχεραίνουν τη λύση του κύριου προβλήματος, δηλαδή το πρόβλημα της οικονομικής μεγέθυνσης. Η μεγαλύτερη ευχέρεια κινήσεων σε σύγκριση με το μνημονικό καθεστώς αφορά προπάντων την κατανομή των πόρων και τη διαμόρφωση του θεσμικού πλαισίου –κι αυτό δεν είναι λίγο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ και η κυβέρνηση έλυσαν το δίπολο μνημόνιο-αντιμνημόνιο, που σφράγισε την πενταετία 2010-2014 και καθοδήγησε την πολιτεία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ-Οικολόγων την τριετία 2015-2018, δια της μεθόδου του Σβέικ: αφού η αντιμνημονιακή κοινοβουλευτική πλειοψηφία του 1ου εξαμήνου του 2015 δεν μπόρεσε να νικήσει στην κατά μέτωπο σύγκρουση με τους δανειστές, αναδιπλώθηκε, διαπραγματεύτηκε νέους όρους, αρκετά ευνοϊκότερους από τους όρους που είχε αποδεχτεί η προηγούμενη κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ (και μόνο η μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων από 4,5% σε 3,5% και 2,2% αρκεί για να καταλάβουμε τη σημασία του δημοψηφίσματος) και τους εφάρμοσε με συνέπεια και κοινωνική μεροληψία –η 13η σύνταξη, το κοινωνικό μέρισμα, η καθολική ιατροφαρμακευτική κάλυψη, η αναδιαμόρφωση του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος σε Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης με σημαντικές αλλαγές, η προστασία του παιδιού, η αναβάθμιση της Επιθεώρησης Εργασίας, η βελτίωση της προστασίας της εργασίας κ.λπ.) –τους εφάρμοσε με συνέπεια και εξήλθε επιτυχώς με σημαντική ελάφρυνση του χρέους, αν και χωρίς κούρεμα.
Ήτανε σωστή αυτή η επιλογή; Συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις λένε πως αυτό θα το κρίνει ο ιστορικός του μέλλοντος, αλλά πρόκειται για υπεκφυγή: με δεδομένο το συσχετισμό δυνάμεων, δεν υπήρχε άλλη ρεαλιστική δυνατότητα, εκτός από την έξοδο από την ευρωζώνη, η οποία όμως, για να μην καταρρεύσει οικονομικά η Ελλάδα και να αναγκαστεί να επαναδιαπραγματευτεί από ασθενέστερη θέση, χρειαζόταν δύο προϋποθέσεις: σταθερή ισοτιμία του νέου νομίσματος και σταθερό, ή τέλος πάντων λογικό εγγυημένο, επιτόκιο αναχρηματοδότησης. Και οι δύο αυτές προϋποθέσεις είναι εκτός πραγματικότητας, επειδή η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει τα μέσα να τις επιβάλει. Επομένως, η επιλογή ήταν σωστή.
Το νοθευμένο δίπολο «μνημόνιο-αντιμνημόνιο»
Όμως, το δίπολο «μνημόνιο-αντιμνημόνιο», όσο σωστό και αν ήταν πολιτικά, παρέβλεπε, αν και το υπονοούσε, το κοινωνικό δίπολο, δηλαδή «φτωχοί και πλούσιοι». Διευκόλυνε έτσι τη σύγχυση μεταξύ Αριστεράς και Ακροδεξιάς και τη νόθευση της πολιτικής της Αριστεράς με εθνικιστικά στοιχεία μέχρι βαθιά στο εσωτερικό της (τα μνημόνια ως σύγκρουση μεταξύ εθνών αντί μεταξύ τάξεων, η μνημονιακή πολιτική ως κατάργηση της εθνικής κυριαρχίας προς όφελος άλλων εθνών, η «γερμανική μπότα» κ.λπ.). Αυτή η νόθευση επηρεάζει σήμερα και τη συζήτηση για το Μακεδονικό και τις ελληνοαλβανικές σχέσεις και διευκολύνει τη Νεα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ να διεισδύσουν με εθνικιστικά συνθήματα σε λαϊκά στρώματα. Στη σημερινή συγκυρία, λοιπόν, το δίπολο: «φτωχοί και πλούσιοι» είναι ακριβέστερο από το δίπολο «μισθωτοί εργάτες και καπιταλιστές», στο οποίο αναφερόμαστε οι κομμουνιστές και αναφέρονταν μέχρι πριν από λίγες δεκαετίες και οι σοσιαλδημοκράτες, καθώς οι δεκαετίες του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού έχουν διαμορφώσει μια κοινωνία με μεγάλο χάσμα μεταξύ φτωχών και πλουσίων και έχουν αυξήσει εκπληκτικά τον αριθμό των φτωχών. Το «μισθωτοί εργάτες και καπιταλιστές» εξηγεί βέβαια με ακρίβεια την καπιταλιστική εκμετάλλευση και την αστική εξουσία και αναδεικνύει την ιδιωτική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής σε κομβικό παράγοντα του κοινωνικού ζητήματος. Για τούτο η αναφορά σε αυτό είναι θεμελιώδης για το πρόγραμμα της Αριστεράς –είναι η επιστημονική του θεμελίωση. Επίσης, η αναφορά σε αυτό είναι αναγκαία για την ανάπτυξη του εργατικού συνδικαλισμού. Η Αριστερά, λοιπόν, δεν μπορεί να το εγκαταλείψει -κάθε άλλο. Πολιτικά, όμως, για την κινητοποίηση μεγάλων μαζών, η κρίσιμη αναφορά σήμερα είναι η αναφορά στα φτωχά στρώματα του πληθυσμού.
Αν δούμε την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ το 2014-2015, ιδίως τη λαϊκή κινητοποίηση που οδήγησε στις νίκες του δημοψηφίσματος και των εκλογών του Σεπτεμβρίου 2015, θα διαπιστώσουμε ότι αυτές οι νίκες οφείλονται προπάντων σε φτωχά λαϊκά στρώματα που είχαν πειστεί ότι με τους άλλους δεν υπάρχει χαΐρι. Πρόκειται για τον «αόρατο λαό», που το 2015 βγήκε, για πρώτη φορά μετά το 1958, στο πολιτικό προσκήνιο. Η αλήθεια είναι ότι η κυβερνητική πολιτική εξαρχής, με τον πρώτο κιόλας νόμο για την καταπολέμηση της ανθρωπιστικής κρίσης, αλλά και στη συνέχεια, έδειξε ιδιαίτερη έγνοια για τα φτωχά λαϊκά στρώματα. Εδώ, όμως, εννοώ την πολιτική και την καθημερινή πρακτική του κόμματος.
Το ζητούμενο του πληβειακού προσανατολισμού
Συχνά σε ομιλίες του ο Μπάμπης Δρακόπουλος, γραμματέας τότε του ΚΚΕ εσωτερικού, επισήμαινε τη ζωτική, όπως έλεγε, ανάγκη να «διαφυλάξουμε τον πληβειακό χαρακτήρα του κόμματος». Πρόκειται για κάτι διαφορετικό και ευρύτερο από την ταξική-εργατική φυσιογνωμία: η αίσθηση των φτωχών ανθρώπων ότι το αριστερό κόμμα, δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν είναι απλώς «δίπλα τους», δεν τους «εκπροσωπεί» μονάχα, αλλά βρίσκεται ανάμεσά τους, ότι είναι το «κόμμα τους», ότι συνδιαμορφώνει μαζί τους την καθημερινότητά τους, αποτελεί ζωτική προϋπόθεση της ύπαρξής του ως αριστερού κόμματος και η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν φαίνεται να καλλιεργεί αυτόν τον προσανατολισμό, δεν στρέφει το κόμμα προς τα εκεί.
Η καλλιέργεια αυτού του προσανατολισμού στο κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ αποκτά μεγαλύτερη σημασία, αν σκεφτούμε ότι η οικονομική πολιτική και η πολιτική απασχόλησης θα σχεδιάζονται στο ορατό μέλλον και θα εφαρμόζονται σε καπιταλιστικό και μάλιστα νεοφιλελεύθερο περιβάλλον. Θα ήταν ουτοπικό να φανταστεί ο ΣΥΡΙΖΑ ότι, ακόμα και αν του δοθεί μεγάλο χρονικό περιθώριο –δηλαδή πέραν της νεας τετραετίας– να κυβερνήσει και δεν υπάρξουν μεγάλες αλλαγές στην Ευρώπη πρώτα, η Ελλάδα θα μπορεί να αποτελέσει σοσιαλιστική νησίδα σε ένα καπιταλιστικό πέλαγος. Αυτό σημαίνει ότι για την οικονομική ανάπτυξη, για τη φορολογία, για την εισοδηματική πολιτική, για τις εργασιακές σχέσεις θα πρέπει να υπολογίζονται οι κερδοσκοπικές βλέψεις των καπιταλιστών, διότι μιλάμε για καπιταλιστική ανάπτυξη, που σημαίνει καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, καπιταλιστικές εργασιακές σχέσεις, κερδοφορία του κεφαλαίου.
Και τότε τι διαφορά υπάρχει με την πολιτική των αστικών κομμάτων; Οι διαφορές είναι δύο. Πρώτον, η προγραμματική δέσμευση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν βολεύεται με αυτή την κατάσταση και επιδιώκει την ανατροπή του καπιταλισμού ως τρόπου παραγωγής και ως συστήματος εξουσίας και η διαρκής καλλιέργεια αυτής της δέσμευσης και η επεξεργασία των συνεπειών της. Δεύτερον, ο πληβειακός-εργατικός χαρακτήρας του κόμματος με όσα συνεπάγεται αυτός για την οργάνωση και την καθημερινή πολιτική του στις σημερινές συνθήκες της καπιταλιστικής κοινωνίας του 21ου αιώνα. Μόνο με αυτά τα δύο στοιχεία μπορεί να υπάρξει σχετική βεβαιότητα ότι και η κυβερνητική πολιτική θα έχει τη συνεχή έγνοια, όχι μόνο για τη βελτίωση της ζωής του φτωχού κόσμου, αλλά και για την παρουσία του «αόρατου λαού» στο πολιτικό προσκήνιο –όχι με μια έκρηξη, όπως στα 2014-2015, αλλά διαρκώς και με θεσμικές εξασφαλίσεις. Και ακόμα κατ’ αυτόν τον τρόπο θα μπορέσουν να οικοδομηθούν συλλογικά αποκτήματα των λαϊκών τάξεων που οι άνθρωποι, και με άλλη κυβέρνηση, θα πουν: «Αυτά δεν μας τα παίρνεις πίσω!», αποκτήματα δηλαδή που βρίσκονται στον αντίποδα της ιδιοτέλειας που καλλιεργεί ο καπιταλισμός και αποτελεί το ιδεολογικό του υπόβαθρο.
Τα δύο στοιχεία, το προγραμματικό και το φυσιογνωμικό, πάνε μαζί και δεν χωρίζονται. Εάν υπάρχει μόνο το πρώτο, θα παραμείνει κενό γράμμα, λίγες ωραίες παράγραφοι στην προγραμματική διακήρυξη και για αριστερούς διανοούμενους ενδιαφέρουσες θεωρητικές επεξεργασίες με φθίνουσα πορεία. Εάν υπάρχει μόνο το δεύτερο, τότε καραδοκεί ο κίνδυνος να μετατραπεί ο ΣΥΡΙΖΑ σε ένα λαϊκιστικό αστικό κόμμα, με λαϊκή βάση, ίσως, και με αλλοπρόσαλλο και καιροσκοπικό προγραμματικό λόγο και πολιτική. Ακόμα πιθανότερη προοπτική είναι, εάν λείπουν αυτά τα δύο στοιχεία, να μετεξελιχθεί ο ΣΥΡΙΖΑ σε «κανονικό» κόμμα, δηλαδή σε κόμμα σαν τη Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ με τις μετεξελίξεις του.
Η διπλή στρατηγική του αστισμού
Αυτή η προοπτική είναι πιθανότερη, επειδή ήδη, όπως σε όλα τα καπιταλιστικά κράτη με κόμματα σαν τον ΣΥΡΙΖΑ, έχει μπει σε εφαρμογή η «διπλή στρατηγική» του αστισμού: η απώθηση στη περιθώριο και η ενσωμάτωση. Αυτή η «διπλή στρατηγική» είχε εκπληκτική επιτυχία στην περίπτωση του κόμματος των Πράσινων στη Γερμανία. Εάν συγκρίνουμε τη στάση του γερμανικού συγκροτήματος εξουσίας απέναντι στους αρχικά αριστερούς ριζοσπάστες Πράσινους από τη δεκαετία του 1970 μέχρι τη μετατροπή τους σε κόμμα της λιτότητας και των στρατιωτικών επεμβάσεων στο Αφγανιστάν και τη Γιουγκοσλαβία θα διαπιστώσουμε μεγάλη ομοιότητα με την εναλλασσόμενη στάση του δικού μας συγκροτήματος εξουσίας (αλλά και του εν τω μεταξύ διαμορφωμένου ευρωπαϊκού συστήματος αστικής εξουσίας) απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ. Τη «διπλή στρατηγική» την βοηθούν εξαιρετικά οι ανάγκες διαχείρισης, όταν αριστερά κόμματα ασκούν εξουσία ή επιδιώκουν να ασκήσουν εξουσία στο καπιταλιστικό πλαίσιο: αυτές οι ανάγκες, ο τρόπος διαχείρισης, τα εκάστοτε μέτρα και τα αποτελέσματά τους επιδρούν ιδεολογικά, προπάντων στα στελέχη του κόμματος, που από οποιεσδήποτε θέσεις συμμετέχουν στη διαχείριση της εξουσίας ή στην προετοιμασία, ακόμα και στην αντιπολίτευση, αλλά και σε ολόκληρο το κόμμα, χωρίς τις περισσότερες φορές να υπάρχει ο χρόνος του αναστοχασμού.
Φυσικά, υπάρχει πάντα η απλή και εύκολη λύση που την εφαρμόζει, επίσης με εκπληκτική επιτυχία, το ΚΚΕ: το κόμμα παραιτείται από όλα αυτά τα επικίνδυνα και μένει αμόλυντο. Είναι σαν το εγγλέζικο γνωμικό: «Τα καράβια στο λιμάνι είναι ασφαλή. Αλλά δεν είναι αυτός ο σκοπός για τον οποίο τα φτιάχνουμε».
Ασφαλής τρόπος να αντιμετωπιστούν τέτοιοι κίνδυνοι δεν υπάρχει. Ωστόσο, εάν το κόμμα αναστοχάζεται συλλογικά την πορεία του –εννοώ με επεξεργασίες των επιστημονικών του υπηρεσιών (δηλαδή του ινστιτούτου του), με εσωκομματικές (και προπάντων) δημόσιες διαβουλεύσεις και με συνέδρια που παίρνουν σχετικές αποφάσεις, τότε θα αποκτά περισσότερα εφόδια, ώστε να παίρνει μέτρα για την αντιμετώπιση τέτοιων κινδύνων, όπου το τελευταίο: να παίρνει μέτρα, είναι το κρίσιμο.
Θόδωρος Παρασκευόπουλος
Πηγή: Η Εποχή