Micro

Το υπόδειγμα του Νίκου Πουλαντζά

Κι αν οι ποιητές -απαντώντας στο ερώτημα του Χέλντερλιν- δεν χρειάζονται σε μικρόψυχους καιρούς, οι διανοούμενοι φαίνεται πως είναι κάτι χειρότερο από άχρηστοι κι αχρείαστοι: είναι επικίνδυνοι. Προς τούτο και το σύστημα, θωπεύοντας τους, τους ενσωματώνει ή, συχνότατα, τους εκβράζει. Κυρίως εκείνους των οποίων ο στοχασμός ξεπερνά τα όρια της διαρκώς αυτοϊκανοποιούμενης ακαδημαϊκής καμαρίλας, οπότε και ο βαθμός της επικινδυνότητάς τους φαίνεται πως αυξάνεται.

Για τους στοχαστές, αυτούς που την εμπλοκή τους σε ό,τι ονομάζουμε αληθινή ζωή τη νιώθουν σαν βαθιά οφειλή στον συν-άνθρωπο και, ως εκ τούτου, συνδέονται πλέον οργανικά με τα κοινωνικά κινήματα, τα πράγματα δεν είναι καθόλου εύκολα. Ο μετασχηματισμός που κάνει τον θεωρητικό, πρακτικό επαναστάτη είναι μια διαδικασία επώδυνη. Χρειάζεται «φωτιά και μαχαίρι», ειδική πολιτική και ηθική στάση, για να απεκδυθεί κανείς το αστικό μοντέλο του διανοούμενου και να συστρατευθεί. Η υπέρβαση των χαρακωμάτων μεταξύ ακαδημαϊσμού και πεζοδρομίων (έστω κι αν στο πεζοδρόμιο κατεβαίνει κανείς δια του λόγου) είναι μάχη εσωτερική: ο βολεμένος εαυτός εναντίον του ακτιβιστικού εαυτού. Είναι προφανές πως αν η επικράτηση του δεύτερου ήταν αυτονόητη, η ιστορία θα γραφόταν διαφορετικά.

Αλλά και στην περίπτωση που κερδίζει κανείς τη μάχη της υπέρβασης, ακόμα κι όταν στοχάζεται ουρλιάζοντας, πόσο πρόθυμη είναι η κοινωνία, σε μικρόψυχους καιρούς, να ακούσει τις οιμωγές; «Αυτός ο κόσμος δεν θα τελειώσει ούτε μ’ ένα βρόντο ούτε μ’ ένα λυγμό, αλλά μ’ έναν τίτλο εφημερίδας, μ’ ένα σλόγκαν, μ’ ένα μυθιστόρημα της πεντάρας πιο χοντρό κι από κέδρο του Λιβάνου», γράφει ο Στάινερ. Η λησμονιά του υποδείγματος του διανοούμενου στη στράτευση του κοινωνικού μετασχηματισμού έρχεται σαν φυσικό επόμενο. Στη μνήμη μένουν οι προσαρμοσμένοι, με τις περγαμηνές της «αριστείας» του συστήματος. Στην εποχή της τηλοψίας, πόσο ταιριάζει ο εξεγερτικός Λόγος στους δέκτες –ή, έστω, στο εξάστηλο μιας εφημερίδας;

Ο Νίκος Πουλαντζάς ήταν από τα πνεύματα εκείνα που επηρέασαν βαθιά τη νεώτερη ευρωπαϊκή σκέψη. Από τους συνεπέστερους, μαζί με τον Λουί Αλτουσέρ, νεομαρξιστές, διεύρυνε την προβληματική της πολιτικής επιστήμης και επανασυνέδεσε την πολιτική θεωρία με την πράξη και την πρακτική. Ένας «οργανικός διανοούμενος του προλεταριάτου», στα πρότυπα του ορισμού του Γκράμσι, να τι υπήρξε ο Πουλαντζάς. Κατά τη δεκαετία του ’60, την περίφημη δεκαετία των κινημάτων, «είπε και έκανε τα σωστά ή τα λάθη, ποτέ όμως από το σπίτι του, ποτέ από πίσω. Κι έτσι διέπραξε όλα τα σωστά κι όλα τα λάθη του μαχητή. Ποτέ του παρατηρητή»*. Η συνεισφορά του στη θεωρία του κράτους παραμένει καταλυτική για την ιστορία της επιστημονικής σκέψης. Στρατευμένος έως θανάτου, μέλος του ΚΚΕ και αργότερα του ΚΚΕεσωτ., στα δύσκολα χρόνια της ελληνικής χούντας, με το «Φασισμός και δικτατορία», έδωσε άλλη, τη σωστή, διάσταση στον «μπαμπούλα», θεωρώντας τον μια φάση κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος: «όταν κανένα τμήμα της κυρίαρχης τάξης δεν μπορεί να επιβάλει την ηγεσία του στο «συνασπισμό της εξουσίας», τότε το φασιστικό κράτος αντικαθιστά το δημοκρατικό κοινοβουλευτικό πολίτευμα, ως λύση στην κρίση της καπιταλιστικής κοινωνίας, η οποία απειλείται από την οργανωμένη εργατική τάξη»…

«Ο σοσιαλισμός», έλεγε, «ή θα είναι δημοκρατικός ή δεν θα υπάρξει»: άδεια λόγια της ακαδημαϊκής πολιτικολογούσας βαβούρας; Εκλάμψεις που γεννήθηκαν στο κενό και έπεσαν στο κενό; Προφανώς όχι, για όσους πορεύονται προς τα αριστερά. Αλλά στη βάρβαρη κοινωνία, της απατηλής βεβαιότητας, η προσαρμογή –βλέπε ΚΙΝΑΛ- ή η εσχατολογική προσέγγιση –βλέπε ΚΚΕ- είναι μια κάποια, άλλη, λύση.

Ο Νίκος Πουλαντζάς δραπέτευσε από το μάταιο τούτο κόσμο, σαν σήμερα, 3 του Οκτώβρη, του ’79. Αυτοκτονώντας.

* Αγγελος Ελεφάντης, Αυγή, 7 Οκτωβρίου

Κατέ Καζάντη

Πηγή: Left