Την Τρίτη 12 Οκτωβρίου κυκλοφόρησε στην Ιταλία το γκράφικ νόβελ «Sono ancora vivo» (Είμαι ακόμη ζωντανός) του Ρομπέρτο Σαβιάνο, με εικονογράφηση του ισραηλινού Ασάφ Χανούκα, δημιουργού του αυτοβιογραφικού κόμικ «The Realist» και συνεργάτη της ταινίας «Το βαλς με τον Μπασίρ». To βιβλίο εξιστορεί την προσωπική περιπέτεια του ναπολιτάνου συγγραφέα, τα πρώτα χρόνια που ακολούθησαν την έκδοση της Γκομόρα*, όταν αναγκάστηκε τα στερηθεί την ελευθερία του εξαιτίας των απειλών κατά της ζωής του.
Αργότερα, σε τηλεφωνική συνέντευξή του από το κρησφύγετό του, τότε με την προστασία της αστυνομίας, είχε αναφερθεί στις απειλές θανάτου που είχε δεχτεί από τη Μαφία. «Ήμουν οργισμένος, ήθελα να εκδικηθώ» είχε πει. Όταν η Γκομόρα εκδόθηκε, το 2006, καταρχάς, κανένας δεν είχε ενοχληθεί. Αντίθετα, το βιβλίο είχε κυκλοφορήσει ανάμεσα στα μέλη της Καμόρα που το δώριζαν ο ένας στον άλλον, καμαρώνοντας. Τα βιβλία με θέμα τη Μαφία δεν πουλούσαν παραπάνω από 10.000 αντίτυπα ενώ, πολλά από αυτά, προωθούσαν μια μυθολογία που τους κολάκευε. Όμως η επιτυχία της Γκομόρα, όταν γρήγορα ξεπέρασε τα 100.000 αντίτυπα, τους τρομοκράτησε: πολλές χώρες αγόρασαν τα δικαιώματα και οι εφημερίδες, η τηλεόραση, το ραδιόφωνο, την ανέδειξαν. Όπως είχε επισημάνει τότε ο Σαβιάνο, η σημαντική διαφορά με τον Σαλμάν Ρούσντι ήταν ακριβώς ότι ο Χομεϊνί με τη φάτβα, το θρησκευτικό διάταγμα, είχε καταδικάσει σε θάνατο τον ινδό συγγραφέα, εξαρχής, επειδή έγραψε τους Σατανικούς Στίχους, ανεξάρτητα αν θα πουλούσαν 1 αντίτυπο ή 50 εκατομμύρια. «Στη δική μου όμως, περίπτωση, δεν φοβήθηκαν εμένα αλλά τους αναγνώστες μου», είχε πει.
Όταν ένα φυλακισμένο μέλος της Καμόρα έγινε πληροφοριοδότης και γνωστοποίησε στην αστυνομία ότι το κλαν των Casalesi, μία από τις πιο ισχυρές εγκληματικές οργανώσεις, είχε δώσει εντολή να δολοφονηθεί ο Σαβιάνο, αλλά κι όταν δύο bosses, στην απολογία τους στο δικαστήριο, είχαν αποδώσει τη φυλάκισή τους σε αυτόν, δηλώνοντας έτσι έμμεσα ότι, αν καταδικαστούν, θα τον στοχοποιήσουν, η προστασία της ζωής του ήταν επιβεβλημένη. Ένας ακόμα boss πρόδωσε τη χρονική περίοδο (Χριστούγεννα) και την πόλη (Καζέρτα) που θα τον δολοφονούσαν. «Ένα μεγάλο μέρος των κατοίκων τη Νάπολης με μισούσε» εξομολογείται ο Σαβιάνο, αν και τότε ο ίδιος δεν πίστευε ότι η ομηρεία του θα διαρκούσε χρόνια.
Η ταινία μετά το βιβλίο
Έχει ενδιαφέρον που η ταινία, όταν γυρίστηκε αργότερα, βρήκε μεγάλη ανταπόκριση και βραβεύτηκε στην Ευρώπη αλλά όχι στην Αμερική. Εκεί, από τη δεκαετία του ’70, ήταν ισχυρό το μοντέλο του Μάικλ Κορλεόνε και του Νονού του Μάριο Πούζο, ενώ στην Ιταλία, παρότι η κινηματογραφική μεταφορά της Γκομόρα από τον Ματέο Γκαρόνε διέφερε αρκετά από το βιβλίο, είχε γυριστεί με τη νεορεαλιστική οπτική, έξω από τα στούντιο, στα φυσικά τοπία, εκεί που συμβαίνουν όλα αυτά, με ηθοποιούς/παιδιά που έμεναν σ’ εκείνους τους δρόμους. Το βιβλίο είναι συγκερασμός των παιδικών ανακλήσεων του συγγραφέα, μυθοπλασίας, αλλά και πενταετούς σχολαστικής δημοσιογραφικής έρευνας που αποκάλυψε και νέα πεδία επιχειρηματικής δράσης της Καμόρα όπως, για παράδειγμα, την κάλυψη των εκπομπών μεθανίου που προέρχονται από τα γεωργικό τομέα και τα απόβλητα. Επίσης, αν οι εργασιακές συνθήκες που έχουν επιβάλλει οι εταιρείες της «γρήγορης» μόδας στην Άπω Ανατολή αποκαλύφθηκαν με το πολύνεκρο ατύχημα στο Μπαγκλαντές, το 2013, λόγω έλλειψης ασφαλείας, οι συνθήκες των εργαζομένων στην υψηλή ραπτική στην Ευρώπη είναι μάλλον άγνωστες στους περισσότερους. Οι εικόνες με τις ράφτρες και κεντήστρες που φωτογραφίζονταν παρουσιάζοντας με υπερηφάνεια τα «εργόχειρά» τους, στα ατελιέ, μάλλον αποτελούν καρτ ποστάλ.
Το σκηνικό
Στην Γκομόρα, ο Πασκουάλε είναι ένας μεσήλικας ταλαντούχος ράφτης που δημιουργεί ρούχα υψηλής ραπτικής στα υπόγεια της Καμόρα για πενταροδεκάρες. Θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει τη δουλειά του όταν οι ιταλοί μαφιόζοι εργοδότες του ανακαλύπτουν ότι το ταλέντο του το εκτιμούν και το αμείβουν ανάλογα οι κινέζοι νεοφερμένοι στην παράνομη πιάτσα. Όταν, μετά από μια απόπειρα δολοφονίας του, αναγκάζεται να εργαστεί πια ως οδηγός νταλίκας, σε μια στάση στον αυτοκινητόδρομο, στην τηλεόραση, που μεταδίδει το Φεστιβάλ Βενετίας, με πίκρα, θα δει την Αντζελίνα Τζολί (στην ταινία παρουσιάζεται η Σκάρλετ Γιόχανσον) να φορά την κεντητή τουαλέτα που ο ίδιος έραβε για μέρες.
Η ιστορία εκτυλίσσεται κατά κύριο λόγο στην Σκάμπια (Scampia), μια περιοχή της Νάπολης με το μεγαλύτερο ποσοστό ανεργίας, στις Vele, ένα σύμπλεγμα κτιρίων που σχηματίζουν τρίγωνο, όπως τα πανιά στα ιστιοφόρα, κι από ’κει πήραν τ’ όνομά τους. Το σύμπλεγμα, έργο του εμπνευσμένου αρχιτέκτονα Francesco di Salvo, που ολοκληρώθηκε το 1975, είχε σχεδιαστεί με στόχο να αναδείξει τους κοινόχρηστους χώρους με διαδρόμους, πρασιές κτλ, προσβλέποντας, πάνω απ’ όλα, στην κοινωνικοποίηση των ενοίκων του. Η φτώχεια της περιοχής, η παρέμβαση άσχετων αλλά με υψηλά συμφέροντα στο σχέδιο, η μεταφορά εκεί των κέντρων αποτοξίνωσης της Νάπολης, οδήγησε σύντομα στην παρακμή του. Έτσι το σύμπλεγμα πρωταγωνιστεί με τρόπο τρομακτικό στην ταινία. Ο Σαβιάνο σε πρόσφατο άρθρο του στον Γκάρντιαν (2020) το υπερασπίστηκε με θέρμη, και για ό,τι αυτό θα αντιπροσώπευε αν δεν υπονομευόταν, ενώ κατά το μεγαλύτερο μέρος του πλέον έχει κατεδαφιστεί.
Το πρώτο βήμα προς τη διέξοδο
«Το Είμαι ακόμα ζωντανός αφηγείται τη ζωή του συγγραφέα της Γκομόρα από τότε που έπαιζε ποδοσφαιράκια με τον μικρότερο αδελφό του, τότε που (δώδεκα χρονών) συνόδευσε τον πατέρα του να στοιχηματίσει στον ιππόδρομο. Μπροστά από το κατάστημα στοιχημάτων, η Καμόρα σκότωσε έναν άντρα που είχε κρυφτεί κάτω από ένα αυτοκίνητο, όμως αυτός από το φόβο του κατουρήθηκε και ο δολοφόνος τον αντιλήφθηκε από το “ρυάκι” που κυλούσε στην άσφαλτο… Αυτή είναι η πρωταρχική σκηνή της Γκομόρα (του βιβλίου, της ταινίας, της σειράς). Το Είμαι ακόμα ζωντανός, παρά τον τίτλο, είναι ένα γκράφικ νόβελ ζοφερό, θανατερό», γράφει ο Antonio D’ Orrico, κριτικός λογοτεχνίας και δημοσιογράφος της Corriere della sera, παρουσιάζοντας το νέο βιβλίο του Ρομπέρτο Σαβιάνο.
Το «Είμαι ακόμα ζωντανός» είναι «μια διέξοδος, που θα προσφέρει μια εσωτερική ματιά σε ένα προσωπικό τραύμα διάρκειας 16 ετών […]». «Το πρώτο βήμα», έγραψε ο ίδιος ο Σαβιάνο, «είναι αυτό το βιβλίο που είναι η εκτέλεση του Σαβιάνο […] Λέω φτάνει […] τώρα θα επανακτήσω την ιστορία του Ρομπέρτο. Αφαιρώ το επώνυμο για να απαλλαγώ από το σύμβολο» και ανακοινώνοντας το βιβλίο στο τουίτερ: «Εδώ μέσα υπάρχει η οδύνη γι’ αυτό που ήμουν και δεν θα είμαι ποτέ πια, ολόκληρη η ζωή μου ανατινάχτηκε και τα κομμάτια της κόλλησαν και πάλι με σάλιο».
* Η Γκομόρα (Gomorra) παραπέμπει στη βιβλική πόλη Γόμορρα (με αυτόν τον τίτλο κυκλοφορεί το βιβλίο και από τις εκδόσεις Πατάκη) που, με τα Σόδομα, ο Θεός κατέστρεψε, λόγω της διαφθοράς των κατοίκων τους. Ο Σαβιάνο συνδέει έτσι άμεσα τη μαφιόζικη οργάνωση Καμόρα (Camorra) με τη βιβλική πόλη. Δεν υπάρχει οργάνωση Γκομόρα, όπως έχει γραφτεί.
Σοφία Ξυγκάκη
Πηγή: Η Εποχή