Macro

Το ρεμπέτικο μέσα από τις προσφυγικές εργατικές γειτονιές

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το ρεμπέτικο αποτελεί ένα αναπόσπαστο κομμάτι της λαϊκής παράδοσης, γύρω από το οποίο γίνεται εδώ και χρόνια πλούσιος διάλογος.

Οι διαδικασίες με τις οποίες το λαϊκό αστικό τραγούδι εξελίσσεται μέσα από τη συγκρότηση των εργατικών και προσφυγικών γειτονιών της Ελλάδας (τέλη 19ου-αρχές 20ού), αποτελεί ζήτημα το οποίο έχει ανοιχτεί σε ένα ιδιαίτερα ευρύ κοινό.

Το ρεμπέτικο ήταν για χρόνια ένας καθρέφτης της καθημερινότητας στις γειτονιές στις οποίες άνθησε.

Η σημασία του ήταν καθοριστική για τη διαμόρφωση της λαϊκής πολιτισμικής ταυτότητας των διαφόρων αστικών κέντρων της Ελλάδας, παρά τις κατασταλτικές πρακτικές που το πλήττουν από τις απαρχές του.

Ως μουσικό είδος αναδύεται μέσα από ένα πλέγμα κοινωνικών σχέσεων που αναπτύσσονται στις γειτονιές αυτές κι είναι άρρηκτα συνδεμένο με τη διαδικασία συγκρότησης της πόλης.

Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι ο Πειραιάς (και οι γειτονιές του) ως λιμάνι της νεοσύστατης τότε πρωτεύουσας, που αποτελεί κύριο πόλο των μεταναστευτικών ρευμάτων των αρχών του 20ού αιώνα και συμπυκνώνει μεγάλο τμήμα των κοινωνικών ανακατατάξεων που πραγματοποιήθηκαν.

Χώροι και χωροκοινωνική ερμηνεία του ρεμπέτικου

Είναι σαφές ότι υπάρχει μία συνάφεια ανάμεσα στη διαδικασία της αστικοποίησης και τις κοινωνικές, εθνολογικές-εθνοτικές, πολιτισμικές διαστάσεις του ρεμπέτικου τραγουδιού.

Η συνάφεια αυτή οφείλεται στις διαλεκτικές σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στον χώρο, τη μουσική, την κοινωνική και πολιτική ζωή, τις σχέσεις παραγωγής, την εθνική συγκρότηση και τις πολιτισμικές ταυτότητες στις εργατικές και προσφυγικές γειτονιές.

Η χωροκοινωνική ερμηνεία του ρεμπέτικου είναι η σύνδεση ανάμεσα στην εξέλιξη της αστικής λαϊκής μουσικής παράδοσης και των χώρων στους οποίους ευδοκίμησε, βασικά χαρακτηριστικά των οποίων αποτελούν η εγγύτητα σε βιομηχανική ζώνη, η κατοίκησή τους από μέρος της εργατικής τάξης, ο εποικισμός τους από Μικρασιάτες πρόσφυγες και η γειτνίασή τους με λιμενική ζώνη.

Το εθνικό κράτος, η εκβιομηχάνιση και οι ανταλλαγές πληθυσμών: μια νέα πραγματικότητα

Eργάτες από το εργοστάσιο της ΑΕΕΧΠΛ (Ανώνυμη Ελληνική Εταιρεία Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων)
Eργάτες από το εργοστάσιο της ΑΕΕΧΠΛ (Ανώνυμη Ελληνική Εταιρεία Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων) |

Η περίοδος κατά την οποία ανθεί το λαϊκό αστικό τραγούδι ξεκινάει από τα τέλη το 19ου αιώνα και κατά τον μεσοπόλεμο γνωρίζει την ακμή του ως το τραγούδι των ανθρώπων που μετοίκισαν στη νέα πρωτεύουσα από διαφορετικές μεταξύ τους περιοχές και έψαχναν ένα κοινό κώδικα έκφρασης και επικοινωνίας.

Το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο εγγράφεται, είναι εκείνο κατά το οποίο τα αστικά κέντρα αναπτύσσονται και αρχίζουν να συγκεντρώνουν τις παραγωγικές δυνάμεις του νεοσύστατου ελληνικού κράτους ενώ παράλληλα εδραιώνεται η κεφαλαιοκρατική παραγωγή στην Ελλάδα.

Ο Πειραιάς ξεκινάει να σχηματίζεται το 1829, το διάστημα 1880 έως 1922 παγιώνεται ο βιομηχανικός χαρακτήρας του και κατά τον μεσοπόλεμο αποτελεί τη μεγαλύτερη εργατούπολη της χώρας.

Κατά τον 19ο αιώνα και μέχρι τους Βαλκανικούς πολέμους το 1912-13, στα Βαλκάνια ανακηρύσσονται σταδιακά τα εθνικά κράτη.

Ο εμβολιασμός της Ανατολής με εθνικισμό είχε αποτέλεσμα μια μακροχρόνια περίοδο πολέμων, πληθυσμιακών μετακινήσεων και μαζικών δολοφονιών.

Από το 1830 και κατά την περίοδο του μεσοπολέμου το νεοελληνικό κράτος βρισκόταν στη διαδικασία συνεχούς γεωγραφικής επέκτασης και συγκρότησής του ως «έθνος-κράτος» μέσω της προσπάθειας επιβολής ιδεολογικών μηχανισμών και καθολικών προτύπων, στο πλαίσιο μιας ομογενοποιητικής κουλτούρας που στόχο είχε την ενσωμάτωση των ετερογενών πληθυσμών.

Πρωταρχικός στόχος ήταν η παγίωση ενός χαρακτήρα ευρωπαϊκού τύπου με ταυτόχρονη προσπάθεια εγκατάλειψης της «ανατολίτικης» κουλτούρας.

Ημερομηνία-ορόσημο αποτελεί ο Σεπτέμβρης του 1922, όπου πραγματοποιήθηκε πανωλεθρία του ελληνικού στρατού που είχε εισχωρήσει στα βάθη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, γεγονός που οδήγησε στη Μικρασιατική Καταστροφή.

Η Συνθήκη της Λωζάννης, που ακολούθησε στις 23 Ιουλίου του επόμενου έτους, επικύρωσε την πρώτη στα χρονικά της Ιστορίας υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών, στοχεύοντας στην παγίωση δύο νέων ομοιογενών εθνικών κρατών: της Ελλάδας και της Τουρκίας. Ανθρωποι που είχαν ζήσει για πολλές εκατοντάδες χρόνια μαζί, υπέστησαν αναγκαστική έξωση από τις πατρίδες τους μεταναστεύοντας στην άλλη πλευρά του Αιγαίου.

Προσφυγικές και εργατικές γειτονιές: μια νέα, ιδιαίτερη φυσιογνωμία

Πρόσφυγες στην προβλήτα του Πειραιά.
Πρόσφυγες στην προβλήτα του Πειραιά. Πηγή: Γιαννακόπουλος, Γ., 1992, Προσφυγική Ελλάδα | Αρχείο του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών

Ο ερχομός περίπου ενάμισι εκατομμυρίου προσφύγων καθώς και η αναχώρηση ενός εξαιρετικά σημαντικού αριθμού ανθρώπων είχε αποτέλεσμα ένα βίαιο κοινωνικό και πολεοδομικό μετασχηματισμό.

Το σύνολο σχεδόν του προσφυγικού πληθυσμού περνάει πρώτα από τον Πειραιά.

Η δημιουργία παραγκουπόλεων, ίχνη των οποίων παραμένουν και σήμερα ως «αδιάσειστοι μάρτυρες του παρελθόντος» (Λεοντίδου, 2001), φέρνουν πρόσφυγες και ντόπιους σε μια διαδικασία υποχρεωτικής «συγκατοίκησης», η οποία είχε αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας νέας, ιδιαίτερης φυσιογνωμίας σε ορισμένους χώρους.

Η παραπάνω διαδικασία χαράζει στον πολεοδομικό ιστό μια νέα πραγματικότητα με ιδιαίτερες πολιτισμικές διαστάσεις, ταυτόχρονα με τη δημιουργία και τη συγκρότηση ενός κοινωνικού στρώματος με σαφή ταξική ταυτότητα.

Πρόκειται για το δυναμικό αποτέλεσμα που προκύπτει από τη συνάντηση ενός αστερισμού ταυτοτήτων και σχέσεων σε ένα δεδομένο χώρο.

Οπως επισημαίνει η D. Massey, η ταυτότητα κάθε τόπου μετασχηματίζεται διαρκώς και είναι προϊόν συνδυασμού διαφορετικών στρωμάτων λαών και πολιτισμών.

Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, άνθρωποι από διαφορετικούς κόσμους σε επίπεδο πολιτισμικής, πολιτικής, κοινωνικής προέλευσης και τρόπου ζωής, μπαίνουν σε διαδικασία συνύπαρξης, με κοινά στοιχεία τη χριστιανική θρησκεία και τις δύσκολες συνθήκες της φτώχειας και της ανέχειας.

Στο πλαίσιο αυτό δημιουργούνται οι «όροι» υπό τους οποίους τα πιο φτωχά στρώματα των αστικών πληθυσμών βρίσκουν χώρο να διοχετεύσουν μια αυθόρμητη καλλιτεχνική δημιουργικότητα, παράγοντας ένα νέο πολιτισμικό δυναμικό του οποίου τόσο τα εκφραστικά μέσα όσο και το περιεχόμενο τοποθετούνται στον αντίποδα της ανώτερης λόγιας αστικής κουλτούρας, όπως υποστηρίζει ο Στάθης Δαμιανάκος.

Παρατηρούμε σταδιακά τη δημιουργία μιας «συγγένειας ύφους» στις διάφορες εργατικές και προσφυγικές γειτονιές που αναπτύσσονται κατά την περίοδο αυτή.

Η ζωή στους προσφυγικούς συνοικισμούς συνδυάζει τη φτώχεια του παρόντος με τον πολιτισμικό εξοπλισμό που κουβαλούν οι πρόσφυγες και οι εσωτερικοί μετανάστες (αργότερα) από τον τόπο τους.

Εφημερίδα της εποχής: πρόσφυγες και ανταλλάξιμοι στο λιμάνι του Πειραιά
Εφημερίδα της εποχής: πρόσφυγες και ανταλλάξιμοι στο λιμάνι του Πειραιά | Μιχελή Λ., 1993, Πειραιάς – Από το Πόρτο Λεόνε στη Μαγχεστρία της Ανατολής, εκδ. Γαλάτεια

Χαρακτηριστικό είναι ότι ο ερχομός των προσφύγων βαίνει παράλληλα με την ανάπτυξη και την ωρίμανση της βιομηχανίας στην Ελλάδα.

Υπάρχει πλούσια επιστημονική συζήτηση για το αν οι προσφυγικοί οικισμοί επηρέασαν τη χωροθέτηση βιομηχανικών μονάδων πλησίον τους ή αν οι προσφυγικοί οικισμοί χωροθετήθηκαν πλησίον των υφιστάμενων βιομηχανικών μονάδων. Φαίνεται ότι ισχύουν και τα δύο.

Αρχίζει να συγκροτείται με ιστορικούς όρους μια νέου τύπου αστική τάξη, που δημιουργεί όλο και περισσότερες παραγωγικές δυνάμεις, κι ένα στρώμα εργατικής τάξης, το προλεταριάτο.

Αξίζει να σημειωθεί ότι οι γειτονιές στις οποίες άνθησε το ρεμπέτικο τραγούδι είναι ακριβώς οι εργατικές και οι προσφυγικές γειτονιές στις οποίες βλέπουμε την ανάπτυξη της μισθωτής εργασίας αλλά και την εμφάνιση «κυμαινόμενου προλεταριάτου» και «υποπρολεταριάτου», κατά τους κοινωνικούς επιστήμονες, οι οποίοι μάλιστα υποστηρίζουν ότι τα όρια ανάμεσα σε αυτές τις έννοιες είναι ιδιαίτερα ασαφή στην περίπτωση που εξετάζουμε.

Ο μετασχηματισμός του χώρου συνοδεύεται από τη σταδιακή περιθωριοποίηση των διάφορων «απείθαρχων κοινωνικών νησίδων» οι οποίες δεν έχουν θέση στις καθώς πρέπει αντιλήψεις για την πόλη.

Ταυτόχρονα λοιπόν με το «οικονομικό θαύμα» που επιτελείται, συνυπάρχει στις παρυφές του Πειραιά η συσσώρευση διαφόρων παράπλευρων δραστηριοτήτων, το νεκροταφείο, οι δεξαμενές, τα ναυπηγεία, κι αναπτύσσονται διάφορες εστίες «παρεκκλίνουσας» συμπεριφοράς, όπως οι οίκοι ανοχής και οι τεκέδες.

Η ταξική διαστρωμάτωση στην πόλη, οι πολιτισμικές ταυτότητες που συγκρούονται και συνυπάρχουν, αλλά και οι όροι με τους οποίους συγκροτείται το εθνικό κράτος αποτελούν ένα τρίπτυχο με βάση το οποίο ανοίγει η προβληματική σχετικά με την έννοια του «κοινωνικού περιθωρίου»: τι αντιπροσωπεύει, πώς δημιουργείται κι από ποιους εκπροσωπείται στην εκάστοτε χρονική περίοδο.

Διάφορα ζητήματα που σχετίζονται με το ρεμπέτικο απορρίχνονται στο περιθώριο, με αποκορύφωμα ενίοτε να ποινικοποιούνται.

Μουσική δημιουργία: μια αναπόσπαστη πτυχή της κοινωνικής ζωής

Ο βίαιος κοινωνικός και πολεοδομικός μετασχηματισμός αποτυπώνεται σε όλες τις πτυχές της συλλογικής ζωής, άρα και της μουσικής δημιουργίας.

Στα τραγούδια αντανακλώνται οι μεταβολές στον κοινωνικό και πολιτικό χώρο, οι δημογραφικές και άλλες εξελίξεις γύρω από την κινητικότητα των διαφόρων κοινωνικών στρωμάτων από τον περασμένο αιώνα μέχρι και τα μεταπολεμικά χρόνια.

Το ρεμπέτικο έχει χαρακτηριστεί ως ένα «μικτό μουσικό γένος» Ανατολής και Δύσης. Διατηρεί τη φιλοσοφία της Ανατολής ως προς την περίτεχνη δομή και χρήση της μελωδίας, με μια φειδωλή και επιλεκτική χρήση της δυτικής εναρμόνισης, συνοδευόμενη συνηθέστερα με ρυθμούς επηρεασμένους από τη μουσική παράδοση του ευρύτερου ελλαδικού χώρου, της Μ. Ασίας και των Βαλκανίων.

Τα πρώτα τέτοιου είδους τραγούδια έχουν τις καταβολές τους κυρίως σε παραδοσιακά κομμάτια των Ελλήνων της Σμύρνης και της Κωνσταντινούπολης.

Το αστικό λαϊκό τραγούδι σταδιακά κατακτά μια πρωταρχική θέση στη νεοελληνική κουλτούρα.

Μέσα λοιπόν στους κόλπους των «επικίνδυνων τάξεων» αναπτύσσεται μια νέα μορφή κουλτούρας και πολιτισμού, η οποία στις μέρες μας αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα κομμάτια της μουσικής πολιτισμικής κληρονομιάς.

Ερωτήματα του χθες μέσα στο σήμερα

Πρόσφυγες στο Αιγαίο, 1923 και 2016 αντίστοιχα.
Πρόσφυγες στο Αιγαίο, 1923 και 2016 αντίστοιχα. | Πηγή: Βασίλης Κεσίσογλου, προσωπικό αρχείο

Τα ερωτήματα που αναδύονται μέσα από την προσέγγιση του παρελθόντος, βρίσκουν πρόσφορο πεδίο εφαρμογής σε διάφορα σύγχρονα ζητήματα.

Το ρεμπέτικο στις μέρες μας γνωρίζει μια νέου τύπου «άνθηση», καθώς οι νέες συνθήκες μαζικής διασκέδασης αλλάζουν στα χρόνια της κρίσης και παρατηρείται στροφή σε αυτό που πολλοί αποκαλούν «ρεμπέτικη κουλτούρα».

Κατά τον Gramsci, τα πολιτισμικά ερωτήματα συχνά μετατρέπονται σε πολιτικά και αντίστροφα. Επιπλέον η ευκολία πρόσβασης μέσω του διαδικτύου σε πληθώρα ερεθισμάτων που έχουν να κάνουν γενικώς με την εποχή εκείνη και με παλιότερες μουσικές εκτελέσεις κομματιών, ανοίγουν ευρέως την προβληματική περί ρεμπέτικου.

Αυτή η κατάσταση θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως ένας πολιτισμικός «επαναπροσδιορισμός» ιδιαίτερου τύπου, που περνάει εν μέρει μέσα από την προσέγγιση του παρελθόντος.

Σχεδόν πριν από εκατό χρόνια, το 1923, η συνθήκη της Λωζάννης, στο όνομα της εθνικής συγκρότησης, υποχρέωνε σε μετανάστευση και προσφυγιά έναν πολύ μεγάλο αριθμό ανθρώπων προκαλώντας τεράστιες πληθυσμιακές και εθνοτικές ανακατατάξεις στην Ανατολική Μεσόγειο και στα Βαλκάνια.

Η μετανάστευση, η προσφυγιά, ο βίαιος ξεριζωμός αποτέλεσαν ένα βαθύ τραύμα που στοίχειωσε πολλές γενιές. Σήμερα η ίδια γεωγραφική περιοχή γίνεται χώρος υποδοχής ενός μεγάλου αριθμού ανθρώπων, που λόγω των αλλεπάλληλων πολέμων αναγκάζονται να τραπούν σε φυγή από τους τόπους τους και να ζήσουν με τη σειρά τους τη μετανάστευση, τον ξεριζωμό, την προσφυγιά.

Για άλλη μία φορά άνθρωποι από διαφορετικούς κόσμους μπαίνουμε σε μια διαδικασία συγκατοίκησης, χωρίς να γνωρίζουμε τις διάφορες δυναμικές που επιφυλάσσονται μέσα σε αυτήν.

Οπως λέει όμως η Maria Todoreva, «οι πολλαπλές ταυτότητες δεν είναι βαρύ φορτίο, αλλά κόσμημα».

 

Το άρθρο στηρίζεται σε έρευνα που έχει εκπονηθεί στο πλαίσιο της διδακτορικής διατριβής της συγγραφέως, η οποία πραγματοποιείται στον τομέα Πολεοδομίας και Χωροταξίας του ΕΜΠ

 

Η Αλεξάνδρα Μούργου είναι υπ. διδάκτωρ ΕΜΠ – Paris 1 Panthéon – Sorbonne, αρχιτέκτων μηχ. ΕΜΠ, πολεοδόμος ENSAPLV

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών