Ο Ταχτσής ήταν 61 χρόνων, στο απόγειο της καταλυτικής του παρουσίας ως δημόσιας περσόνας, όταν τον Αύγουστο του 1988 βρέθηκε νεκρός στη μονοκατοικία του στον Κολωνό, γυμνός στο κρεβάτι του, με τα χαρτιά του πεταμένα εδώ κι εκεί και το σπίτι του ανάστατο. Και ενώ έχουν περάσει 33 χρόνια, η δολοφονία του, πιθανώς με στραγγαλισμό, δεν έχει εξιχνιαστεί. Η αστυνομία δεν υπήρξε πολύ δραστήρια στην αναζήτηση της αλήθειας και η Πολιτεία δεν τον τίμησε ούτε μετά τον βίαιο θάνατό του (όπως τίμησαν οι Ιταλοί τον Παζολίνι) ούτε και νωρίτερα. Κανένα κρατικό βραβείο δεν του απονεμήθηκε για το μυθιστόρημά του «Το τρίτο στεφάνι», που υπήρξε αρχετυπικό και επηρέασε πλήθος νεότερους συγγραφείς –ήταν άλλες εποχές– ούτε όμως του δόθηκε κάποια διάκριση για το σύνολο του έργου του στις καλές εποχές…
Πάντα τον κυνηγούσαν αρνητικά κλισέ. Πάντα οι επιλογές της ζωής του ήταν δυσκολοχώνευτες. Κι εκείνος φυσικά το απολάμβανε. Μπορούσε να συγχρωτίζεται με μέλη της αστικής ελίτ με την ίδια άνεση που κυκλοφορούσε σε λούμπεν κύκλους και έβγαινε τις νύχτες «για ερωτικό κυνήγι». Ηταν μαχητικός στη δημόσια ζωή αλλά και επιθετικός, πολύ ευφυής αλλά και νάρκισσος, είχε την παλικαριά να μιλά χωρίς περιστροφές για την ομοφυλοφιλία αδιαφορώντας για το αν ήταν το κοινό του ώριμο να τον ακούσει. Ενοχλούσε ο Ταχτσής, επειδή γινόταν με χίλιους τρόπους ο καθρέφτης της μεταπολεμικής ελληνικής κοινωνίας.
Η αρχή είχε γίνει από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη, αλλά το εγχείρημα έμεινε ανολοκλήρωτο εξαιτίας του θανάτου του Σάμη Γαβριηλίδη. Ετσι, το 2020-21 τα λογοτεχνικά και τα δοκιμιακά κείμενα του Ταχτσή κυκλοφόρησαν από τον «Ψυχογιό» σε τέσσερις καλαίσθητους τόμους, προσεγμένους και «φιλικούς» προς το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, με Εισαγωγές, Σημειώσεις και Επίμετρα, όπου παρουσιάζονται και οι ειρωνικοί πρόλογοι του ίδιου του Ταχτσή στις πρώτες εκδόσεις των έργων του.
Απ’ την πλευρά μου ανέλαβα την Εισαγωγή στο «Τρίτο στεφάνι», παρουσιάζοντας και την ανορθόδοξη ζωή του Ταχτσή όπως και τον διάλογό του με την Αριστερά, με τους ομότεχνούς του, με το κοινό. Ηταν ένας διάλογος ζωηρός με πολλά σκαμπανεβάσματα. Από αυτήν τη θέση ανοίγουμε μια συζήτηση στην «Εφ.Συν.» με τον Δημήτρη Παπανικολάου για τη σημασία που έχει τούτη η επιστροφή του Κώστα Ταχτσή.
Επιστημονικός επιμελητής του έργου του, που επανεκδόθηκε από τον «Ψυχογιό» με Εισαγωγές, Σημειώσεις και Επίμετρα, ο φιλόλογος και αναπληρωτής καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, καθώς και δραστήριος μελετητής του κινηματογράφου και των πολιτισμικών σπουδών, κατατάσσει τα κείμενα του συγγραφέα του «Τρίτου Στεφανιού» στην «κουίρ» λογοτεχνία, «όπως “κουίρ” είναι και η λογοτεχνία του Τζέιμς Μπόλντουιν ή του Τρούμαν Καπότε»
Δεν έχει κλείσει τον κύκλο του ο μικροαστισμός. Η μικροαστική τάξη συγκρότησε την Ελλάδα του 20ού αιώνα. Ο Ταχτσής την ονομάτισε, αλλά η καθημερινότητα που περιγράφεται στο «Τρίτο στεφάνι» την υπερβαίνει. Αυτό το μυθιστόρημα δεν αξίζει να διαβάζεται μόνο σαν μια γάργαρη ηθογραφία. Είναι μια πολύπλοκη και πολυεπίπεδη αφήγηση για τις σχέσεις των ανθρώπων, για την ταυτότητα και για την Ιστορία. Ανοίγει στα μετεμφυλιακά χρόνια, κινείται σε πολλές δεκαετίες, πρωτοδιαβάζεται πριν τα Ιουλιανά, επανεκδίδεται στη Χούντα, διαβάζεται όλον τον 20ό αιώνα και συνεχίζει.
Σωστά. Είναι πολύ ενδιαφέρον το ποιους και ποιες εντυπωσίασε το «Τρίτο στεφάνι», για λόγους μάλιστα που ποικίλλουν, και πάντως όχι ως ξεχωριστό δείγμα ηθογραφίας ή εθνογραφίας. Εντυπωσίασε τον εθνικό φιλόλογο, τον Γ.Π. Σαββίδη, επιμελητή του Καβάφη και του Σεφέρη. Αλλά ταυτόχρονα εντυπωσίασε και τη λογοτεχνική πρωτοπορία της εποχής: τον ποιητή Νάνο Βαλαωρίτη, την κριτικό Καίη Τσιτσέλη, την ποιήτρια Μαντώ Αραβαντινού, καθώς και την πολιτική πρωτοπορία: τη Μελίνα Μερκούρη, τον Κώστα Γαβρά, τον Αγγελόπουλο. Εντυπωσίασε επίσης ένα κοινό εκτός των τειχών και ιδιαίτερα τη φιλελληνική ιντελιγκέντσια όπως ο Γάλλος Ζακ Λακαριέρ που έδωσε μάχες για την ανάδειξή του και μετέφρασε το «…Στεφάνι» στα γαλλικά το 1967.
• Παρέμεινε παρόλα αυτά φυλακισμένος ο Ταχτσής στο κλισέ ότι ήταν ο συγγραφέας «του ενός βιβλίου»…
Ο Ταχτσής «παίζει» με την περσόνα του συγγραφέα, με το τι θα μπορούσε να προσφέρει ένας συγγραφέας στον δημόσιο λόγο, με το ποια είναι η θέση του στη δημόσια σφαίρα. Ολη του η δημόσια παρουσία χτίζεται σ’ αυτή τη βάση, πατώντας πάνω στα γραπτά του όσο και πάνω στην απουσία γραπτών, στο σκίσιμό τους, στη συζήτηση για το γιατί (και το τι) δεν γράφει. Είναι χαρακτηριστική η συνέντευξη με τίτλο «Είμαι εδώ κι εκεί και παντού…», που δίνει στη συντακτική ομάδα του περιοδικού «Διαβάζω», το 1976, η οποία περιλαμβάνεται στον τόμο «Η γιαγιά μου η Αθήνα». Τι γράφετε, τον ρωτούν. Κι εκείνος απαντά ότι δεν μπορεί να γράψει, αλλά εάν θα έγραφε, θα… Και από αυτό το «θα» στήνει έναν ολόκληρο αφηγηματικό κόσμο, ένα ολοκληρωμένο διήγημα. Για εμένα λοιπόν, ο Ταχτσής είναι μια Αμπράμοβιτς της νεοελληνικής λογοτεχνίας! Ενας συγγραφέας ως δημόσια παράσταση ακόμη και όταν καίγεται!
Το καταπληκτικό με τον Ταχτσή είναι το αντίθετο. Το πόσο πολύ σκηνοθέτησε και διαχειρίστηκε όλα τα «μυστικά». Η ομοφυλοφιλία, η παρενδυσία, η σεξεργασία και στην Ελλάδα και στην Αυστραλία ή στις ΗΠΑ, δεν ήταν «μυστικά». Ηταν (δια)δεδομένα, τα οποία διαχειρίστηκε στα γραπτά του ως πληροφορίες, και «έπαιξε» μαζί τους τόσο καλά ώστε να μη θέλουμε να μάθουμε περισσότερα και να θαυμάζουμε το πώς καταφέρνει να μας προκαλεί το ενδιαφέρον με τα λίγα-λίγα που μας αποκαλύπτει. Γι’ αυτό όλη η Ελλάδα περίμενε την αυτοβιογραφία του.
Σήμερα αυτό το βιβλίο είναι εξαντλημένο. Εχει σημασία ότι ο συγγραφέας δεν το είχε ολοκληρώσει, γι’ αυτό και το κείμενο έχει πολλές επαναλήψεις ενώ υπάρχουν και κεφάλαια που φαίνονται ημιτελή. Αν μη τι άλλο, το «Φοβερό βήμα» έδειξε το πόσο παιδευόταν ο Ταχτσής με αυτή τη δύσκολη ισορροπία ανάμεσα στην προσέλκυση του αναγνωστικού κοινού και την απόκρυψη. Στο Ταχτσικό «παιχνίδι», η ειλικρίνεια δεν είναι η αποκάλυψη ενός βαθέος εαυτού αλλά μια εντυπωσιακή κατασκευή που σε πείθει για τη στερεότητα των υλικών της. Προσωπικά, εάν σήμερα αναλάμβανα την επιμέλεια και για το «Φοβερό βήμα» -κάτι που θα σήμαινε ότι θα έπρεπε να δω όλα τα δακτυλόγραφα- μάλλον θα οργάνωνα το βιβλίο με διαφορετικό τρόπο.
Το μοναδικό πλήρες αρχειακό στίγμα του Ταχτσή βρίσκεται, νομίζω, στην αλληλογραφία του με τον κατά έξι χρόνια μεγαλύτερό του, ποιητή Νάνο Βαλαωρίτη. Προσωπικότητα του ύστερου μοντερνισμού, ο Βαλαωρίτης, που δίδαξε Συγκριτική Λογοτεχνία για μια 25ετία στο Πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο, αρχειοθετούσε όλες τις επιστολές του Ταχτσή, οι οποίες φυλάσσονται σήμερα κι αυτές στο «Αρχείο Βαλαωρίτη» στο αμερικανικό Πανεπιστήμιο του Πρίνστον. Μέσα από αυτό, ο Ταχτσής αποκαλύπτεται σπουδαίος αλληλογράφος. Η σχέση των δυο τους δεν εξαντλήθηκε στη συνεργασία τους (1964-66) στο περιοδικό «Πάλι». Αλληλογραφούσαν αδιάλειπτα και πυκνότατα επί 30 χρόνια και ο διάλογός τους γινόταν με τα χρόνια όλο και πιο ουσιαστικός. Επειδή ο Ταχτσής καλλιεργούσε μια ρεαλιστική γραφή, η διάχυτη εντύπωση είναι ότι έγραφε απλά και χωρίς παίδεμα.
• Τα γραπτά του, οι απόψεις του, η καθημερινότητα του Ταχτσή αναμετρήθηκαν με τις αγκυλώσεις της ελληνικής κοινωνίας και με τα συντηρητικά αντανακλαστικά της πολύ πριν ψηφιστούν στην Ελλάδα οι ρηξικέλευθοι νόμοι για την επέκταση του Συμφώνου Συμβίωσης στα ομόφυλα ζευγάρια (2015) και για την αναγνώριση της Ταυτότητας Φύλου (2017). Πιστεύετε πως η περίπτωσή του θα είχε θέση στις διεθνείς διεπιστημονικές Σπουδές Φύλου;
Ομως ο Ταχτσής είναι από τους συγγραφείς που την ορίζουν ως κεντρικό στοιχείο του έργου τους και μάλιστα από τα πλέον δυναμικά. Στα γραπτά του, η επιθυμία είναι πάντα αντικανονική, η κοινωνική έκφανση της σεξουαλικής διαφοράς είναι δυνάμει ριζοσπαστική και ο λόγος που τα συναρθρώνει όλα αυτά διεκδικεί τη θέση του ως ένας λόγος πολιτικός – με την ευρεία έννοια του πολιτικού. Υπό αυτή την έννοια, κατατάσσω τα κείμενά του στην «κουίρ» λογοτεχνία, όπως «κουίρ» είναι και η λογοτεχνία του Τζέιμς Μπόλντουιν ή του Τρούμαν Καπότε, τον οποίο θαύμαζε πολύ ο Ταχτσής. Κράτησε άλλωστε και ο ίδιος μια στάση που υπερέβαινε μια στενά ομοφυλόφιλη ταυτότητα και άρα η λέξη «κουίρ» και ως προσώπου θα του ταίριαζε. Αν, δηλαδή, με το «κουίρ» κατανοούμε μια στάση που είναι σεξουαλικά αντικανονιστική, κοινωνικά διεκδικητική και πολιτικά ριζοσπαστική. Πιστεύω λοιπόν ότι ο Ταχτσής είναι ίσως ο πιο «κουίρ» συγγραφέας που είχαμε ποτέ στην Ελλάδα και ότι θα ήταν δίκαιο για το έργο του να μελετηθεί και στο πλαίσιο των σπουδών «κουίρ» (Queer studies).
Το ενδιαφέρον του Ταχτσή είναι ότι μας πείθει να μη σκεφτόμαστε εάν η θέση του είναι κεντρική ή όχι στον λογοτεχνικό Κανόνα, ούτε εάν είναι ο πιο σημαντικός συγγραφέας της γενιάς του. Αντίθετα, μας κάνει να σκεφτόμαστε λίγο διαφορετικά το ίδιο το λογοτεχνικό πεδίο ως έναν χώρο σε διαρκή κινητικότητα και διαμάχη. Το μοντέλο που προτείνει για τον «συγγραφέα ως δημόσια παράσταση» μας πείθει να βλέπουμε και τη λογοτεχνία ως ένα μεγάλο θεατρικό έργο. Και νομίζω ότι εκεί έγκειται η δημοφιλία του που ανανεώνεται. Πολύ απλά, ο Ταχτσής επιβιώνει επειδή η παράσταση δεν τελειώνει.
Στη διαδρομή του, ο Κώστας Ταχτσής δοκιμαζόταν κάθε δεκαετία σε ένα διαφορετικό συγγραφικό στοίχημα. Το ’50 ήταν ποιητής, το ’60 ήταν μυθιστοριογράφος και διηγηματογράφος, το ’70 δοκιμιογράφος και δημόσια περσόνα, ενώ το ’80, μέχρι τον θάνατό του, δέσποζε ο αυτοβιογραφούμενος εαυτός του. Ο Δημήτρης Παπανικολάου παρατηρεί για τους τέσσερις τόμους των εκδόσεων «Ψυχογιός»: «Η Ελλάδα του Ταχτσή δεν ασφυκτιά κάτω από τα σύμβολα της αρχαιότητας. Τουναντίον εκείνος ειρωνεύεται τον μεγαλόσχημο, εθνοκεντρικό και μυθοκεντρικό λόγο της “ελληνικότητας”».
Οταν ο Ταχτσής το 1962 πρωτοκυκλοφόρησε με δικά του έξοδα αυτό το μυθιστόρημα, το βιβλίο είχε σχεδόν μηδενική απήχηση. Ο συγγραφέας ήταν τότε 35 χρόνων και έφυγε στις ΗΠΑ, γυρίζοντας την πλάτη του στην εγχώρια «κόλαση επαρχιωτισμού, παρωχημένων ιδεών και άλυτων αντιφάσεων», για να επιστρέψει οριστικά στην Ελλάδα το 1964 μετά από την πρόσκληση του Βαλαωρίτη για συνεργασία με το περιοδικό «Πάλι». Μόνο όταν το «Τρίτο στεφάνι» επανεκδόθηκε το 1970 από τις καταξιωμένες εκδόσεις «Ερμής», άρχισε η εντυπωσιακή πορεία του στην Ελλάδα.
«Καφενείο το “Βυζάντιο”. Συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων»
Ηταν μια στάση που αντί να χάσει, έχει κερδίσει νομίζω [σ.σ. το ’70] σ’ επικαιρότητα». Ξαναδιαβάζοντας λοιπόν σήμερα τις πέντε ποιητικές συλλογές του και τα υπόλοιπα δημοσιευμένα αλλά αθησαύριστα ποιήματά του, τα οποία συγκέντρωσε και μελέτησε ο Δ. Παπανικολάου το 2018, καταλαβαίνουμε, όπως μας λέει, «τι μπορεί να σημαίνει η προσέγγιση της ποίησης ως περφόρμανς. Από αυτό το στάδιο ξεκινά η μεγάλη συγγραφική παράσταση του Ταχτσή, που δεν θα την τερματίσει ούτε ο θάνατος».
«Αυτό είναι, κατά τη δική μου γνώμη, το μεγάλο βιβλίο του Κώστα Ταχτσή, και το πιο πολιτικό», υποστηρίζει στην «Εφ.Συν.» ο Δημήτρης Παπανικολάου. «Τα “Ρέστα” γράφηκαν τη δεκαετία του ’60, πρωτοεκδόθηκαν το 1972 και αφιερώνονται στον Γιώργο Σεφέρη. Είναι ένας μοναδικός κύκλος διηγημάτων που ο συγγραφέας τα χαρακτήριζε και “μυθιστόρημα-αλυσίδα”, με έναν κεντρικό χαρακτήρα ο οποίος από διήγημα σε διήγημα εμφανίζεται στις εναλλακτικές εκδοχές του. Μεγαλώνει στη μεταπολεμική Ελλάδα, εξερευνά τους ασφυκτικούς προσδιορισμούς του κοινωνικού φύλου αλλά και τη σύνδεσή τους -και τη δική του- με την αντικανονική ερωτική επιθυμία, μαθαίνει να την εκφράζει και να ελίσσεται, και στο τελευταίο διήγημα/κεφάλαιο κλείνει με μια εντελώς αντισυμβατική ανάμνηση από την παιδική του ηλικία.
«Η γιαγιά μου η Αθήνα κι άλλα κείμενα»
«Μοιάζει με τυχαίο συμπίλημα διαφορετικών κειμένων, ωστόσο…», λέει ο Παπανικολάου, «ήταν για εμένα ένα βιβλίο-αποκάλυψη, καθώς όσο προχωράμε στην ανάγνωσή του διαπιστώνουμε πόσα πολλά λέει για την ελληνική δεκαετία του ’70 και πόσο σοφή είναι η αρχιτεκτονική του. Διότι εδώ δεν συμπλέκονται απλώς το δημόσιο με το ιδιωτικό, αλλά υποσκάπτονται διαρκώς τα όρια μεταξύ τους». Πρωτοκυκλοφόρησε το 1979 και περιλαμβάνει ένα χρονογράφημα, διηγήματα, μια μεγάλη συνέντευξη όπου θίγεται το επίμαχο θέμα της ομοφυλοφιλίας, μια προσωπική μαρτυρία του Ταχτσή για τη ρεμπέτικη ψυχή, τον πρόλογό του για την έκθεση ζωγραφικής του Ακριθάκη, τον οποίο θαύμαζε μαζί με τον Φασιανό («ίσως οι πιο πρωτότυποι και γνήσιοι της γενιάς τους»), δύο κείμενα για τον Σεφέρη.
Μικέλα Χαρτουλάρη