Κατά γενική ομολογία, έχουμε βρεθεί απέναντι σε μια απρόσμενη υποχώρηση των πολιτικών ελευθεριών, αλλά και έναν ασφυκτικό έλεγχο της ενημέρωσης των πολιτών, ύστερα από μια σειρά επιλογών της κυβέρνησης της ΝΔ, στα πρότυπα της παγκόσμιας ακραίας Νέας Δεξιάς. Η πανδημία πρόσφερε τη νομιμοποίηση γι’ αυτή την αντιδημοκρατική στροφή. Τόσο οι κινηματικές συλλογικότητες όσο και η κοινοβουλευτική Αριστερά αναζητά διεξόδους από τη ζοφερή πραγματικότητα της καταστολής και της απόκρυψης, προκειμένου να αντισταθεί σε μια αποχαλινωμένη εξουσία και να επικοινωνήσει με την κοινωνία. Οι προσπάθειες αυτές σκοντάφτουν στο τείχος των ΜΜΕ, που υπηρετούν έμμισθα την κυβέρνηση αντί να ενημερώνουν τους πολίτες, και στο τείχος της αστυνομίας, που επίσης υπηρετεί την κυβέρνηση αντί για τη συνταγματική τάξη.
Βασικό κριτήριο για την επιλογή των μορφών δράσης από τους κινηματικούς δρώντες υπήρξε ανέκαθεν η αποτελεσματικότητά τους. Ωστόσο, η αφλογιστία τους δεν οδηγούσε στην άμεση αντικατάστασή τους από πιο αποτελεσματικές μορφές, καθώς αυτές οι τελευταίες αποτελούν συλλογικές δημιουργίες, που επινοούνται, δοκιμάζονται, εδραιώνονται με τον καιρό και εξαρτώνται αφενός από τους κύκλους διαμαρτυρίας αφετέρου από τις κοινωνικές και τεχνολογικές αλλαγές. Δεν είναι, λοιπόν, περίεργο που σήμερα αναζητούμε νέες μορφές δράσης, για να ανταπεξέλθουμε στις νέες προκλήσεις, και αδυνατούμε να ανταποκριθούμε επαρκώς. Ωστόσο, η επινοητικότητα και η κινηματική μνήμη μπορούν να μας βοηθήσουν να επιταχύνουμε τις συνηθισμένες αργόσυρτες διαδικασίες. Στο παρόν κείμενο καταθέτω μερικές σχετικές σκέψεις.
Δικαστικός ακτιβισμός και αποκεντρωμένη δράση
Η δίκη της Χρυσής Αυγής και η αντίστοιχη της Τοπαλούδη επανέφερε το δικαστικό ακτιβισμό. Σε αυτό το πλαίσιο, πολύ σωστά οι δικηγόροι Θ. Καμπαγιάννης και Κ. Παπαδάκης επέλεξαν να μηνύσουν τον Αττικάρχη για την αναίτια προσαγωγή τους. Αυτό πρέπει να κάνουν από δω και πέρα όλα τα θύματα έκνομων ενεργειών αστυνομικών, και σε αυτό τους το διάβημα πρέπει να στηριχθούν από όλους τους αρμόδιους φορείς, τα κόμματα και τις οργανώσεις. Με την προσφυγή στο νόμο πρέπει να αντιμετωπιστεί η αστυνομία, που τείνει να λειτουργεί εκτός νόμου.
Ένας διαχρονικός παράγοντας της ισχύος των κινημάτων είναι η εξασφάλιση του αιφνιδιασμού. Συχνά, όμως, οι ακτιβιστές εγκαταλείπουν οικειοθελώς αυτό το πλεονέκτημα και επιλέγουν μια προβλέψιμη μετωπική σύγκρουση με τις υπέρτερες δυνάμεις καταστολής. Ενώ, λοιπόν, δεν κατέστη δυνατή η προσέγγιση του Πολυτεχνείου ή του σημείου όπου δολοφονήθηκε ο Γρηγορόπουλος, πραγματοποιήθηκαν με επιτυχία πολλές αποκεντρωμένες συγκεντρώσεις και κάποιες μοτοπορείες. Οι μεν πήγαν και βρήκαν την αστυνομία, οι δε πήγαν αλλού, χωρίς να «ενημερώσουν» την αστυνομία. Όπως, πολύ συχνά έκαναν οι αριστεροί και οι φοιτητές σε δυσκολότερες εποχές. Hit and run.
Οι τοίχοι ακόμα μιλάνε
Μιας και το έχετε καταλάβει ότι αυτό που εισηγούμαι είναι η άντληση έμπνευσης από το ρεπερτόριο δράσης παλαιότερων εποχών, όταν υπήρχαν αντίστοιχες συνθήκες ελέγχου και απαγορεύσεων, να σας θυμίζω ότι τέτοιου είδους μορφές δράσης δεν εξαλείφθηκαν με το γύρισμα του αιώνα. Οι «πορτοκαλί επαναστάσεις», που έλαβαν χώρα κατά την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα σε χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ (Σερβία, Γεωργία, Ουκρανία), στηρίχθηκαν σε κρίσιμο βαθμό στην επινοητικότητα των νέων. Στην προσπάθειά τους να ξεπεράσουν το τείχος που ύψωναν τα ελεγχόμενα από την κυβέρνηση ΜΜΕ και να επικοινωνήσουν το μήνυμά τους στο ευρύτερο κοινό, γέμιζαν τους τοίχους με στένσιλ, γκράφιτι και συνθήματα. Τα πλεονεκτήματα αυτής της μορφής δράσης είναι πολλά: οι πόλεις είναι γεμάτες τσιμεντένιους καμβάδες έτοιμους για «ποσταρίσματα», δεν χρειάζεται εξειδίκευση, χρόνο ή κόπο, δεν υπάρχει κίνδυνος ούτε επιτήρηση, έχει πλάκα, επιτρέπει τον αυτοσχεδιασμό και τον πλουραλισμό. Με λίγα λόγια, δεν υπάρχουν οργανωτικές μέριμνες, πειθαρχίες ή κόστη, για να βάλεις ένα αυτοκόλλητο ή ένα χαρτί με ένα σύνθημα κάπου ή να γράψεις ένα σύνθημα ή να πετάξεις τρικάκια, ενώ κάνεις βόλτα. Θα μου πείτε, υπάρχουν τα social media γι’ αυτό. Σωστά. Όμως, αφενός τα social media είναι ημι-δημόσιος χώρος, η εμβέλεια το οποίου περιορίζεται στα όρια των peer groups και προσδιορίζεται από αλγορίθμους. Έπειτα δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι υπάρχει και σωματική ανάγκη για αντίσταση. Τον καιρό της «καχεκτικής δημοκρατίας» οι νέοι αγωνιστές κρεμούσαν το βράδυ πανώ στα γιαπιά, ώστε το πρωί να το δουν οι διαβάτες προτού το μάθει η αστυνομία και το κατεβάσει. Εμείς μπορούμε να κρεμάμε πανώ στα μπαλκόνια μας, όπως έχουν κάνει διάφοροι/ες σε διάφορες χώρες. Η αστυνομία δεν μπορεί να τα κατεβάσει. Ακόμα.
Ψηφιακές καμπάνιες
Από την αρχή της καραντίνας έχουν πραγματοποιηθεί πολλές ψηφιακές καμπάνιες που κατάφεραν να εκφράσουν ευρείες κριτικές προς την κυβέρνηση (σκόιλ ελικίκου, σχολικές μάσκες, κ.ά.) και να θέσουν καίρια αιτήματα (Ενισχύστε το ΕΣΥ, Δεν είναι Αθώοι, κ.ά.). Η συρρίκνωση του δημόσιου φυσικού χώρου έχει αναγκάσει τον κόσμο του κινήματος να μεταφέρει υπέρμετρα τις δραστηριότητές του στον ψηφιακό χώρο. Μοιάζει με αυτονόητη επιλογή, αν λάβουμε υπόψη μας αφενός ότι το ίδιο έχουν κάνει και οι ακτιβιστές σε δικτατορικές ή ημι-δημοκρατικές χώρες σε όλο τον κόσμο, όπου οι τρέχουσες περιοριστικές συνθήκες είναι μόνιμες, αφετέρου ότι η ψηφιακή διασύνδεση είναι πλέον μόνιμο πολιτιστικό χαρακτηριστικό των κοινωνιών μας. Ο υψηλός ψηφιακός αλφαβητισμός και η διασύνδεση του πληθυσμού έχει επιτρέψει τη μετατροπή του ψηφιακού χώρου σε χώρο μαζικής οριζόντιας επικοινωνίας και κριτικής. Αυτό έχει καταστήσει τις καμπάνιες χαμηλού οργανωτικού κόστους, λόγω σύμπτυξης του χώρου και του χρόνου. Οι περισσότερες ωστόσο καμπάνιες δεν ξεπερνούν το πλαίσιο των ομοϊδεατών στο facebook.
Σε διάφορες περιπτώσεις, όμως, έχει επιχειρηθεί η μαζική συλλογή υπογραφών. Έχει επιχειρηθεί, δηλαδή, να αξιοποιηθεί η ψηφιακή διασύνδεση για να πραγματοποιηθεί μια επίδειξη ενότητας, πλήθους και δέσμευσης, τα στοιχεία δηλαδή που κατά τον Charles Tilly χαρακτηρίζουν τη διαδήλωση. Η συλλογή υπογραφών, η μαζική αυτή διαδήλωση ονομάτων, προτιμάται παγκοσμίως από μετριοπαθείς πολίτες λόγω της έλλειψης κινδύνου και του μικρού κόστους. Μικρό, λοιπόν, το κόστος για τους οργανωτές και τους συμμετέχοντες. Εκείνο που λείπει είναι η μεγάλη κλίμακα του εγχειρήματος, που θα έκανε μια ψηφιακή καμπάνια πολιτικό γεγονός μεγάλης σημασίας. Αν οι φοιτητές της δεκαετίας του ’60, που ζητούσαν 15% για την παιδεία, μπήκαν στον κόπο με τα μέσα της εποχής να συγκεντρώσουν ένα εκατομμύριο υπογραφές για να στηρίξουν το αίτημά τους, εμείς άραγε δεν μπορούμε να το κάνουμε για τα μείζονα αιτήματα της εποχής μας; Τέτοιου είδους πρωτοβουλίες θα επανένωναν την κοινωνία κάτω από αιτήματα συλλογικής ανάκαμψης και θα την έβγαζαν από τη διάχυτη μοιρολατρία που καταβάλει τις ατομικές απομονωμένες υπάρξεις. Γι’ αυτό η συλλογή υπογραφών σε εθνική κλίμακα έχει διαφορά από μια δημοσκόπηση: είναι μαζική πράξη αντίστασης και δεν επιδέχεται ερμηνείας. Δεν είναι χειραγωγήσιμη.
Ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος είναι διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης και ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.
Πηγή: Η Εποχή