Η πόλη ως προνομιακό πεδίο διεκδίκησης
Αν η διεκδικητική δυναμική των κοινωνικών υποκειμένων που μάχονται για τη χειραφέτηση εξαντλούνταν διαχρονικά μόνο στο πεδίο της κεντρικής πολιτικής σκηνής, τότε μάλλον οι εισφορές τους δεν θα ήταν τέτοιες που να μπορούν να επιβάλλουν τις προοδευτικές αλλαγές που συνέβησαν στον κόσμο τους δύο τελευταίους αιώνες. Ο αφορισμός αυτός φαντάζει δύσκολα κατανοητός σε εποχές όπου η εξουσία και η κυριαρχία μεταφέρεται ακόμα περισσότερο προς τα πάνω (περιφερειακές, παγκόσμιες ενώσεις κρατών) και προς τα έξω (οικονομικούς σχηματισμούς εκτός κοινωνικής λογοδοσίας). Ωστόσο, είναι γνωστό από ένα μέρος της βιβλιογραφίας πως η «πληβειακή» διεκδίκηση συγκροτείται με περισσότερη έμφαση στο χώρο και στην πόλη από ότι στην εργασία, ήδη από το 19ο αιώνα2.
Στη συγκυρία των αρχών του 21ου αιώνα ο χώρος -και όχι η εργασία- εξακολούθησε να αποτελεί το πεδίο όπου ριζοσπάστες διεκδικητές θεώρησαν πως πρέπει να παρεμβαίνουν περισσότερο από αλλού. Οι Πλατείες της Αραβικής Άνοιξης στη Βόρεια Αφρική και των Αγανακτισμένων στη Νότια Ευρώπη, το Occupy Wall Street, αλλά και παλαιότερα η εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008 στην Ελλάδα ή η εξέγερση των Ζαπατίστας, είχαν αναφορά χωρική, πόλης (πόλεων) ή περιφέρειας. Τούτη η εξωθεσμική κινηματική πολιτική δράση συχνά, αλλά όχι πάντα, εκτόπισε εμπεδωμένους θεσμικούς παίκτες από τη θέση κυριαρχία τους και δημιούργησε νέες κοινωνικές ταυτότητες και στυλ ζωής. Μάλιστα, προϊόντος του χρόνου, οι διεκδικητές φαίνεται πως στράφηκαν προς διαφορετικές συντεταγμένες. Για παράδειγμα, σχετικά πρόσφατα κέρδιζε έδαφος η σκέψη (αλλά και η πράξη μέσα από άτυπες κοινοτικές κολεκτίβες, τοπικά ανταλλακτικά νομίσματα, κ.ο.κ.) πως είναι δυνατόν να αποκοπούμε από τους περιορισμούς που επιβάλλει ο παγκόσμιος καταμερισμός εργασίας και η επιβολή του κεφαλαίου. Ή, πως είναι δυνατόν να αποδράσουμε από το αντιδημοκρατικό βάσανο της αντιπροσώπευσης μέσω της άμεσης δημοκρατίας, κάνοντας περίπου ένα διαρκές bypass στους επίσημους (βλέπε καπιταλιστικούς) θεσμούς. Ο σημαντικός αναρχικός διανοητής David Greaber συνόψιζε το 2009 μια εύστοχη κριτική σε αυτά: «Οι προσωρινές φούσκες της αυτονομίας πρέπει σταδιακά να πάρουν τη μορφή μόνιμων ελεύθερων κοινοτήτων. Για να γίνει όμως κάτι τέτοιο, δεν μπορούν οι κοινότητες αυτές να υπάρξουν σε πλήρη απομόνωση· και ούτε μπορούν να βρίσκονται σε σχέση καθαρής αντιπαράθεσης με τους γύρω τους. Πρέπει να βρουν κάποιον τρόπο να συμμετέχουν σε μεγαλύτερα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά συστήματα που τις περιβάλλουν»3.
Από την αντιπαγκοσμιοποιήση στις «πόλεις χωρίς φόβο»
Ο «συγκρουσιακός» κύκλος4 που άνοιξε με τους Ζαπατίστας και το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα στα τέλη του 20ού αιώνα έκλεισε στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του 21ου με τις πλατείες τις Αγανάκτησης. Τα περισσότερα κινηματικά εγχειρήματα μικρής ή μεγάλης κλίμακας στα οποία αναφερόμαστε, στην Ελλάδα και αλλού, δεν μπόρεσαν να επιβάλλουν τα αιτήματά τους. Ωστόσο, άφησαν μια πολύτιμη παρακαταθήκη, ένα αξιακό και οργανωτικό οπλοστάσιο που αντλεί (κατά πολύ) από την αναρχική παράδοση και το οποίο ολοένα και κερδίζει έδαφος και στις επίσημες θεσμίσεις: η οριζοντιότητα, η άμεση δράση, η όσο το δυνατόν πιο ευρεία συμμετοχή στη λήψη των αποφάσεων, η λογοδοσία, η φεμινιστική συμπερίληψη, η συνεταιριστική οικονομία και τα Κοινά Αγαθά, η κοινωνική επανάκτηση τόπων της πόλης ή της υπαίθρου που μέχρι πρότινος κατέχονταν από το κράτος ή το κεφάλαιο, είναι μόνο κάποια κύρια σημεία που πλέον δύσκολα αμφισβητούνται.
Όμως, δεν έμειναν μόνο αυτά. Η ποιοτική αναβάθμιση των διεκδικήσεων εκφράστηκε και σε θεσμικό επίπεδο. Η Δώρα Κοτσακά στο παρόν αφιέρωμα αναφέρεται εκτεταμένα στο παγκόσμιο κίνημα της νέας αυτοδιοίκησης (New Municipalism) που διεκδικεί ή και κερδίζει δήμους και περιφέρειες με αναφορά στο παραπάνω πλαίσιο. Πλέον οι Άφοβες Πόλεις (Fearless Cities) συντονίζουν διαρκώς τις δράσεις τους και ανταλλάσσουν καλές πρακτικές, με τη Βαρκελώνη της Ada Colau να παίζει κρίσιμο ρόλο. Αν το εθνικό επίπεδο φαίνεται να είναι έτσι κι αλλιώς υπό (εκλογική) διεκδίκηση από ριζοσπάστες, παρόλο που μοιάζει ναρκοθετημένο από στιβαρούς καταναγκασμούς, η δημοτική και περιφερειακή διάσταση του χώρου έχει μέριμνες άλλης κλίμακας. Με αυτήν την έννοια, ο Eric Hobsbawm προσεγγίζει τις δημοτικές αρχές με μια εξαιρετική αναλογία: «η πολιτική τους επιτυχία εξαρτάται από την πεποίθηση ότι αντιπροσωπεύουν τους πολίτες και όχι κάποια έξωθεν κυβέρνηση ή τους εντολοδόχους της»5. Αυτό, λοιπόν, το εγγύτερο στους πολίτες θεσμικό πεδίο είναι αξιακά νομιμοποιημένη όσο και προνομιακή εστία διεκδίκησης για τους πολίτες που συμμετέχουν σε προοδευτικά κοινωνικά κινήματα.
Δικαίωμα στο παιχνίδι
Όμως, δεν έχουν ανάγκη μόνο οι κινηματίες (ή οι επαγγελματίες κινηματίες) την ενασχόληση με το δημόσιο χώρο. Συχνά οι άνθρωποι νιώθουν να κλωτσούν τη μέρα τους μέχρι την επόμενη όπου θα κάνουν ακριβώς το ίδιο. Αναλογιζόμενοι την καθημερινότητά τους, τη θεωρούν βαρετή, κουραστική, επαναληπτική. Ανοηματικές καταστάσεις λαμβάνουν χώρα μπρος στα μάτια τους, ενώ οι ίδιοι συμμετέχουν σε τέτοιες, αστόχαστες διαδικασίες. Η κατανάλωση (εμπειριών ή προϊόντων, που συχνά είναι το ίδιο) δεν καλύπτει τα κενά μεστών νοημάτων, ενώ ο ψηφιακός κόσμος απέχει πολύ από το να θεωρηθεί ασφαλές καταφύγιο. Το ίδιο και οι μιμητικές ταυτότητες. Κάτι πηγαίνει λάθος σε αυτό τον κόσμο και οι πολλοί δεν μπορούν να τροφοδοτήσουν τον ψυχισμό τους με πλούτο, με βάθος. Ο δομημένος χώρος της πόλης συχνά καταντά ανυπόφορος, σε συνδυασμό με το κυνήγι του μισθού∙ γι’ αυτό οι άνθρωποι λένε συχνά ιστορίες για το μποτιλιάρισμα, το λεωφορείο που άργησε, το μετρό που ήταν ασφυκτικά γεμάτο. Η πόλη μοιάζει ξένη, δημιούργημα άλλων πριν από εμάς ή συγκαιρινών ισχυρών που δε νοιάστηκαν να μας συμπεριλάβουν στα σχέδια τους. Κι όταν δεν βιώνεται κατ’ αυτό τον τρόπο, η σχέση με το δημόσιο χώρο επιπλέει στην αδιαφορία ή το κήρυγμα των επίσημων θεσμών για τη σπουδαιότητά του. Έτσι, η αποφυγή της πολιτικής με τους όρους που τη γνωρίσαμε είναι μάλλον μια σώφρον στάση, ωστόσο μας απογυμνώνει από τις σύμφυτες κοινοτικές μας ανάγκες.
Πως θα συντρίβει τούτο το ζοφερό καλειδοσκόπιο;
Ο (σχετικά) ξεχασμένος στην Ελλάδα Γάλλος μαρξιστής Henri Lefebvre, μέντορας του Guy Debord και εν γένει των Καταστασιακών, είναι ο πλέον εμβληματικός θεωρητικός για την πόλη και την καθημερινή ζωή. Στο έργο του είχε επανοηματοδοτήσει τη γιορτή ως απελευθερωτική διαδικασία/κατάσταση που πρέπει να επικρατεί, να αίρει το διαχωρισμό του ελεύθερου χρόνου και της καθημερινότητας. Η παιγνιώδης διάσταση που προκύπτει μέσω της φαντασίας, της περιέργειας, της πρωτογενούς ή ονειρικής επινόησης, είναι ποιότητα που μπορεί να πυροδοτήσει οράματα της χειραφέτησης, πόλεις που είναι τα έργα τέχνης των δημιουργών-πολιτών τους. Ο ίδιος το έγραφε καλύτερα: «να ξαναδημιουργήσουμε ένα ρυθμό, να αναζωογονήσουμε τη γιορτή, να συνενώσουμε τα διασκορπισμένα κομμάτια της κουλτούρας για μια μεταμόρφωση του καθημερινού»6.
Αυτά, καθώς και πολλά άλλα, μπορούν να συνιστούν την αξιακή ύλη ριζοσπαστικών δημοτικών παρατάξεων που θέλουν να στοιχηθούν και με το ανερχόμενο κίνημα του New Municipalism. Η απαραίτητη συμπερίληψη των τοπικών ιδιαιτεροτήτων, της ιστορικότητας του ελληνικού δημοτικού κομμουνισμού, της προσπάθειας ανάδειξης καθαρών δημοτικών υποψηφίων, πέρα από παράγοντες και συστήματα εντός των δήμων, είναι ένα εξαιρετικό μείγμα για αρχή. Πέρα από αυτά όμως, η πυροδότηση της συμμετοχής απλών πολιτών σε τέτοια εγχειρήματα περνά μέσα από την ειλικρινή συμπερίληψη των απόψεών τους, τη διαρκή και δημοκρατική λειτουργία τους, τη θεσμική αλλά και την εξωθεσμική πολιτική δράση, τη συμμαχία με έντιμους εταίρους, νεανικές συσπειρώσεις και την εργατική τάξη.
Εδώ, συμβολή μπορεί να έχει και η απλή αναλογική που δεν είναι και δε θα μπορούσε να είναι απλώς ένα εκλογικό σύστημα. Θέτει την κοινωνία των πολιτών προ της ευθύνης της δικής της αυτόνομης ή συμμαχικής συμμετοχής στα δημοτικά πράγματα. Ο εκδημοκρατισμός της εκλογικής διαδικασίας είναι πολιτική και ιδεολογική τομή μεγάλου βεληνεκούς, κυρίως γιατί δίνει τη δυνατότητα να επωαστεί η συμμετοχή και τελικά η ανάδειξη πολιτών στις δημοτικές αρχές με εξαιρετικά πλουραλιστικό τρόπο. Το παιχνίδι έτσι ξαναμοιράζεται, χωρίς σημαδεμένη τράπουλα, στα ίσια, και κοινωνικά υποκείμενα που αδιαφορούσαν μπορούν τα ίδια να φανταστούν την πόλη τους και να θέσουν το όραμα τους στην κρίση των συμπολιτών τους.
Πόλη σκηνή, όχι πόλη οθόνη
Το 2002 ο Σταύρος Σταυρίδης εξέδωσε το εξαιρετικό του βιβλίο Από την πόλη οθόνη στην πόλη σκηνή. Οι εκδόσεις Νήσος επανεξέδωσαν το βιβλίο φέτος. Εκεί, διαβάζουμε μια υπέροχη φράση, που συνοψίζει κάποια από τα παραπάνω: «αν η θεατρικότητα των ισχυρών επιχειρεί να εγκλωβίσει την κοινωνική ζωή σε μια συνθήκη επιβεβαίωσης ταυτοτήτων, ρόλων, και επομένως ορίων, η θεατρικότητα των πληβείων, αντλώντας από τις παρωδιακές και τις εικονοκλαστικές της παραδόσεις, μπορεί να είναι απομυθοποιητική, αποστασιοποιητική. Μπορεί έτσι να υποδεικνύει στα σπλάχνα του υπαρκτού, του ίδιου, την ανάδυση του έτερου, του ουτοπικού. Μια τέτοια θεατρικότητα ανεγείρει ακόμα και στα σπλάχνα της πόλης οθόνης θραύσματα μιας πόλης σκηνής. Εκεί βρίσκουν τον τόπο τους οι σύγχρονες ετεροτοπίες, συλλογικές εμπειρίες κατοίκησης του αστικού χώρου, ενδεικτικές, στην αντιφατικότητά τους, των προβλημάτων αλλά και της δύναμης του χειραφετητικού οράματος».
Ο Βασίλης Ρόγγας είναι Υπ Δρ. Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης
1 Walter Benjamin
2 David Harvey (2013), Εξεγερμένες πόλεις, Αθήνα: ΚΨΜ
3 David Graeber (2009), Direct Action: An Ethnography, Όουκλαντ: AK Press
4 Δεν εννοώ το Συγκρουσιακό Κύκλο με την έννοια που του αποδίδεται στις θεωρίες κοινωνικών κινημάτων. Ενδεικτικά και μόνο για το συγκρουσιακό κύκλο βλέπε στο Νίκος Σερντεδάκις& Μαρία Κουφίδη (2018), «Συγκρουσιακός και εκλογικός κύκλος στην Ελλάδα της κρίσης», στο Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, τχ. 44 (1)
5 Eric Hobsbawm (2008), Επαναστάτες, Αθήνα: Θεμέλιο
6 Henri Lefebvre (1970), Η καθημερινή ζωή στο σύγχρονο κόσμο, Αθήνα: Κέδρος