Οι καταλήψεις με τη μορφή που τις ξέρουμε σήμερα αναπτύχθηκαν από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 σε ευρωπαϊκές χώρες. Εμφορούνταν από φιλοσοφικές ιδέες για το δικαίωμα στην πόλη (Ανρί Λεφέβρ) κοινωνικών αποκλεισμένων ομάδων να οικειοποιούνται εγκαταλειμμένους χώρους στην πόλη, να διεκδικούν αυτόνομες νησίδες συλλογικής διαβίωσης που προεικονίζουν επιθυμητούς τρόπους ζωής μελλοντικών κοινωνιών. Η ιστορία των καταλήψεων στην Ελλάδα ξεκινά στις αρχές της δεκαετίας του 1980, περνά διάφορες φάσεις έντασης και ύφεσης και κλιμακώνεται στα χρόνια της κρίσης, όταν συνδέεται με ευρύτερα κοινωνικά αιτήματα που αφορούν τις πολιτικές της λιτότητας και το προσφυγικό ζήτημα.
Οι καταλήψεις είναι ένα σύνθετο κοινωνικό φαινόμενο που χαρακτηρίζεται από ετερογένεια και πολλαπλές λειτουργίες. Επιχειρούν να αντιμετωπίσουν ζητήματα στέγασης μεταναστών και φτωχών στον απόηχο της αποδιοργάνωσης του κράτους πρόνοιας, συνδέονται με κινήματα της πόλης λειτουργώντας ως θύλακες έμπρακτης αμφισβήτησης της καπιταλιστικής αναπαραγωγής του αστικού χώρου και αποτελούν τοπικούς κόμβους υπερεθνικών δικτύων ακτιβιστών του κινήματος της αντι-παγκοσμιοποίησης. Σε χώρες όπως η Ισπανία και η Ιταλία ορισμένες καταλήψεις λειτουργούν ως κοινωνικά κέντρα -ενίοτε κάτω από τον μανδύα κάποιας μορφής θεσμικής υπόστασης- φιλοξενώντας πολιτιστικές, καλλιτεχνικές και πολιτικές εκδηλώσεις. Στην Ελλάδα αρκετές καταλήψεις λειτουργούν ως χώροι υποδοχής μιας αντικουλτούρας νεανικών πολιτισμών αμφισβήτησης καλλιτεχνών του δρόμου, γκραφιτάδων, αυτοοργανωμένων θεατρικών σκηνών, σκέιτερ και μουσικών κοινοτήτων (πανκ, ραπ, χιπ χοπ, ρεμπέτικο κ.ά.).
Ο χώρος των καταλήψεων είναι πολυεπίπεδος και οργανώνεται οριζόντια γύρω από μικρούς πυρήνες καταληψιών και ένα περιφερειακό δίκτυο αλληλέγγυων συλλογικοτήτων που εξασφαλίζουν την κοινωνική αναπαραγωγή του διασχίζοντας ευρύτερα κοινωνικά κινήματα και ιδεολογικούς χώρους: από τμήματα του αναρχικού/αντιεξουσιαστικού χώρου, εργατιστές και αυτόνομους μέχρι ομάδες της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, του φεμινισμού, του αντισπισισμού, της κοινωνικής οικολογίας και της αποανάπτυξης. Οι καταλήψεις ως ετεροτοπίες παρέκκλισης (Φουκό) που παραβιάζουν κανονικότητες της αστικής κοινωνίας και δικαιώματα ιδιοκτησίας έχουν γίνει αντικείμενο των κρατικών πολιτικών, οι οποίες ακολουθούν μια πορεία από πολιτικές σχετικής ανοχής και αντιμετώπισής τους ως βαλβίδες κοινωνικής εκτόνωσης σε μια φάση ποινικοποίησης και καταστολής τους.
Τομή σε αυτήν την πορεία υπήρξε η εδραίωση του νεοφιλελευθερισμού με τη σταδιακή απομάκρυνση από πολιτικές του κοινωνικού φιλελευθερισμού, που ήταν ανεκτικές στον κοινωνικό αποκλεισμό και τις μειονότητες, και την αντικατάστασή τους από το δόγμα της μηδενικής ανοχής. Εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στη δεκαετία του 1990 από τον δήμαρχο της Νέας Υόρκης, Ρούντι Τζουλιάνι, και τον επιθεωρητή Γουίλιαμ Μπράτον, εμπνευστή των ειδικών ομάδων επιβολής του νόμου (SWAT) που αξιοποιούσαν τις νέες τεχνολογίες και ειδικό στρατιωτικό εξοπλισμό για επέμβαση της αστυνομίας σε επιχειρήσεις υψηλού κινδύνου. Οι πολιτικές του νόμου και της τάξης αξιοποιούσαν εκλεκτικά τις θεωρίες των «σπασμένων παραθύρων» των κοινωνικών επιστημόνων Τζέιμς Γουίλσον και Τζορτζ Κέλινγκ και του «κοινωνικού πειράματος» του ψυχολόγου Φίλιπ Ζιμπάρντο, για να υποστηρίξουν πως η ατιμωρησία της μικροπαραβατικότητας προβάλλει μια εικόνα ανομίας και έλλειψης τάξης στην κοινωνία και ανοίγει τον δρόμο για μιμητές της αντικοινωνικής δράσης και για τη διάπραξη μεγαλύτερων εγκλημάτων. Σύμφωνα με τον Νιλ Σμιθ, οι πολιτικές αυτές επιδίωκαν την ακύρωση κατακτήσεων κοινωνικών κινημάτων, εναρμονίζονταν με τις επιθυμίες μιας λευκής αστικής τάξης να πάρει πίσω τα προνόμια που της ανήκαν και να αξιοποιήσει τον εξευγενισμό (gentrification) υποβαθμισμένων συνοικιών για τον έλεγχο του δημόσιου χώρου της πόλης, την κυριαρχία της εμπορευματοποίησης σε κάθε ικμάδα του αστικού τοπίου και τη δημιουργία φανταχτερών εμπορικών ζωνών.
Για τους υποστηρικτές του δόγματος της μηδενικής ανοχής το πρόβλημα των κοινωνικών εντάσεων δεν ήταν τα υπαρκτά κοινωνικά προβλήματα της άνισης κατανομής του πλούτου και της αδυναμίας των αρχών να διαχειριστεί αποτελεσματικά τον κοινωνικό αποκλεισμό, αλλά οι «επικίνδυνες κοινωνικές ομάδες» που απειλούσαν τις αξίες του αμερικανικού ονείρου. Η θεραπεία τους δεν αφορούσε το αίτιο του προβλήματος, αλλά το σύμπτωμα. Ο ταξικός στόχος της «κοινωνικής κάθαρσης» ήταν οι φτωχοί των πόλεων: άστεγοι, επαίτες, μετανάστες, παιδιά των φαναριών, πλανόδιοι μικροπωλητές, πόρνες και κοντά σε αυτούς απείθαρχοι νέοι προλετάριοι και κοινωνικοί αποστάτες της μεσαίας τάξης: γκραφιτάδες, καλλιτέχνες του δρόμου, μηχανόβιοι, κάγκουρες και πάνκηδες. Ενα από τα βασικά θύματα της πολιτικής Τζουλιάνι ήταν οι άστεγοι, που δεν μπορούσαν πλέον να προσβλέπουν στις παροχές τους κράτους πρόνοιας και έπρεπε να μετασχηματιστούν σε ένα ευέλικτο πρεκαριάτο σε ειδικά ανταποδοτικά προγράμματα κοινωνικής εργασίας. Πολλοί άστεγοι με τον χαρακτηρισμό «επικίνδυνοι ψυχικά άρρωστοι άνθρωποι που διαβίωναν στον δρόμο» οδηγήθηκαν σε φυλακές ή σε αναμορφωτήρια και οι περιοχές τους καθαρίστηκαν για να παραδοθούν στις πολιτικές του εξευγενισμού και στους επενδυτές του real estate.
Το μοντέλο της μηδενικής ανοχής εξαπλώθηκε και στην Ευρώπη και λειτούργησε ως υπόδειγμα στη χάραξη εθνικών στρατηγικών αντεγκληματικής πολιτικής και στη λογική των κλειστών συνόρων για τους μετανάστες. Η διάδοσή του ενισχύθηκε από το κλίμα ανασφάλειας που είχε διαμορφώσει η τρομοκρατική επίθεση στους Δίδυμους Πύργους τον Σεπτέμβριο του 2001 με τον επακόλουθο πόλεμο ενάντια στην τρομοκρατία. Σε παγκόσμιο επίπεδο ο ρεβανσισμός έγινε ένα βασικό εργαλείο άσκησης κυριαρχίας σε πολεμικές επιχειρήσεις σε θερμές περιοχές του κόσμου, για να καλύψει ευρύτερα γεωπολιτικά συμφέροντα (η ρητορική των αντιποίνων που χρησιμοποίησε πρόσφατα ο Τραμπ για την αιτιολόγηση της δολοφονίας του επιφανούς Κασέμ Σουλεϊμανί είναι ενδεικτικό παράδειγμα).
Ο λόγος της μηδενικής ανοχής εισήχθη στην Ελλάδα, με μια σχετική καθυστέρηση σε σχέση με άλλες χώρες, το 2012 από τον τότε υπουργό Προστασίας του Πολίτη, Νίκο Δένδια, με πρώτο δείγμα την επιχείρηση «Ξένιος Ζευς», την επιχείρηση-σκούπα απομάκρυνσης μεταναστών χωρίς νόμιμα δικαιολογητικά από την Αθήνα. Ενα χρόνο αργότερα εκκενώθηκε η κατάληψη Δέλτα στη Θεσσαλονίκη, που προβλήθηκε από τα ΜΜΕ με θεαματικούς όρους οι οποίοι παρέπεμπαν σε εξάρθρωση επικίνδυνης σπείρας τρομοκρατών. Επειτα από μια περίοδο αμφιταλαντευόμενων στρατηγικών διαχείρισης του ζητήματος από τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, που αντανακλούσε εσωτερικές αμφισημίες του συγκεκριμένου χώρου, το δόγμα του νόμου και της τάξης επανήλθε με αυξημένη ένταση τους τελευταίους μήνες ως μια βασική βιο-πολιτική της νέας κυβέρνησης με βασικό ενορχηστρωτή τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη, Μιχάλη Χρυσοχοΐδη. Ενισχύθηκε από την κατασκευή ενός κλίματος ηθικού πανικού για την υποτιθέμενη ανομία και εγκληματικότητα στα δημόσια Πανεπιστήμια, που βασιζόταν σε μεμονωμένα περιστατικά παραβατικότητας σε Πανεπιστήμια στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, και επεκτάθηκε σε ποικίλους χώρους της κοινωνικής ζωής: κατάργηση του ασύλου, απαγόρευση του καπνίσματος σε δημόσιους χώρους, αφισοκόλληση, περιοριστικές ρυθμίσεις για τις διαδηλώσεις και εκκενώσεις καταλήψεων.
Το τελεσίγραφο Χρυσοχοΐδη προς τους καταληψίες ήταν σημειολογικά το πιο χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της πολιτικής, αφού επέλεγε να διαχειριστεί ένα φαινόμενο κοινωνικής ανυπακοής και παρεκβατικού πολιτικού ακτιβισμού με πρακτικές που παρέπεμπαν ευθέως σε μια μιλιταριστική λογική πολέμου και επιχειρήσεων αντιμετώπισης κλειστών εγκληματικών ή τρομοκρατικών οργανώσεων. Για την κοινωνική απήχηση των επιχειρήσεων κατασκευάστηκε ένας λόγος επικινδυνότητας με αυθαίρετες γενικεύσεις (μπαχαλάκηδες, τρομοκράτες) και τη δραματοποίηση των αστυνομικών επιχειρήσεων, που συνοδεύτηκαν από επιλεκτικά ρεπορτάζ στα οποία αγανακτισμένοι πολίτες δήλωναν την ανακούφισή τους και επιτηδευμένες εικόνες ταυτοποιούσαν τις καταλήψεις με χώρους παραγωγής μολότοφ και εγκληματικών ενεργειών. Μέσα σε αυτό το ιδεολογικά φορτισμένο κλίμα ενισχύονται οι αστικοί φόβοι για την κατάλυση της τάξης, καλλιεργείται η ιδεολογική συναίνεση στο δόγμα του νόμου και της τάξης και εξυπηρετούνται οικονομικά συμφέροντα που προσδοκούν κερδοσκοπικές επενδύσεις σε αναπλάσεις απείθαρχων γειτονιών, περιορίζοντας τις δυνατότητες για νηφάλια συζήτηση σχετικά με τα βαθύτερα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας που παράγουν τα φαινόμενα των καταλήψεων.
Σταδιακά η ανάγκη για επιτήρηση και ασφαλιστικοποίηση των κοινωνικών χώρων εδραιώνεται ως βασική πολιτική αρχή της νεοφιλελεύθερης διακυβέρνησης, που ασκείται απευθείας στο πνεύμα των πολιτών και ανταποκρίνεται στις βιο-πολιτικές των σύγχρονων κρατών να ελέγχουν και να καθοδηγούν τα άτομα με τη συναίνεσή τους. Οι πολιτικές του νόμου και της τάξης έρχονται να πάρουν εκδίκηση για το κλίμα ανοχής του παρελθόντος. Θριαμβολογούν για την αποφασιστικότητα και την αποτελεσματικότητά τους, μα παραβλέπουν το γεγονός πως στις δημοκρατικές κοινωνίες οι ιδεολογικές συγκρούσεις, όσο άγουρες και αν είναι, δεν επιλύονται με κατασταλτικές μεθόδους και, όπως λέει ο λαός μας, όσοι σπέρνουν άνεμους θερίζουν θύελλες: μια «κανονικότητα» ενισχυμένης ανασφάλειας και έντασης.
Ο Γιάννης Ζαϊμάκης είναι πρόεδρος του τμήματος Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών