Macro

Το δημοψήφισμα του 2015: Τέλος και αρχή μιας εποχής

Η επέτειος του δημοψηφίσματος του 2015 (5 Ιουλίου) προκάλεσε μια μεγάλη συζήτηση στα κοινωνικά δίκτυα. Μέσα σε ένα κλίμα άσπρου – μαύρου, στο οποίο τέτοιου είδους συζητήσεις έχουν την τάση να καταλήγουν, διασταυρώθηκαν δύο απόψεις. Η μία κατηγορεί τον ΣΥΡΙΖΑ για προδοσία αυτού του κινήματος, η άλλη θεωρεί ότι το δημοψήφισμα αποτέλεσε κορυφαία έκφραση μιας πολιτικής προσπάθειας, που συνεχίστηκε με άλλα μέσα και σε άλλες συνθήκες, προκειμένου να απαλλαγεί η χώρα από τα Μνημόνια. Μια σοβαρή προσέγγιση των όσων έγιναν τότε απαιτεί όμως πιο σύνθετες αναλύσεις.

Μια λαϊκή νίκη χωρίς διέξοδο

Το δημοψήφισμα του 2015 αποτελεί σίγουρα ένα μοναδικό ιστορικό γεγονός. Μια τεράστια λαϊκή πλειοψηφία συσπειρώθηκε και ύψωσε το ανάστημά της απέναντι στο ευρωπαϊκό διευθυντήριο, το παλιό πολιτικό σύστημα της χώρας, τις τράπεζες, τα capital controls και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Ήταν μια περήφανη απάντηση για όσα είχε υποστεί ο ελληνικός λαός από το 2010 και μετά. Και ήταν η κορύφωση ενός αγώνα που κλιμακωνόταν τα προηγούμενα χρόνια, περνώντας από τα κινήματα των αγανακτισμένων στην πρώτη κυβέρνηση της Αριστεράς. Χωρίς υπερβολή, επρόκειτο για μια κοινωνική συσπείρωση που ο τόπος δεν είχε ξαναδεί από την εποχή της Εθνικής Αντίστασης. Και αυτό τρόμαξε πολλούς.

Τυπικά, το δημοψήφισμα είχε ως ερώτημα την αποδοχή ή όχι του «take or leave it» πακέτου προτάσεων Γιούγκερ. Στην πραγματικότητα, ελάχιστοι από τα 3,5 εκατομμύρια που ψήφισαν «Όχι» είχαν στο μυαλό τους τις προτάσεις Γιούγκερ. Ψήφισαν, στο συντριπτικό όσο και απροσδόκητο 62,5%, για την αξιοπρέπεια τις χώρας και για το δικαίωμα του λαού σε ένα ανθρώπινο μέλλον.

Έχει λεχθεί ότι η τότε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ προκήρυξε το δημοψήφισμα ελπίζοντας ότι θα υπερισχύσει το «Ναι», γεγονός που θα της έδινε μια διέξοδο για συμβιβασμό με τους Ευρωπαίους. Κάτι τέτοιο δεν εξακριβώνεται. Το πραγματικό γεγονός είναι ότι, λίγες ημέρες πριν το δημοψήφισμα, ο Τσίπρας δήλωσε ότι αν υπερίσχυε το «Ναι», σκόπευε να παραιτηθεί. Αυτό καταρρίπτει κάθετα και κατηγορηματικά κάθε εκδοχή που υποστηρίζει ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ήθελε κατά βάθος να επικρατήσει το «Ναι».

Το πρόβλημα είναι ότι το «Όχι» δεν έδινε καμία διέξοδο. Το βράδυ της μακράς διαπραγμάτευσης, η συσπείρωση γύρω από τον Τσίπρα ήταν ενδεχομένως ακόμα ψηλότερη από ό,τι στο δημοψήφισμα, ενώ 10 εκατομμύρια tweet από όλον τον κόσμο αναρτήθηκαν για την υποστήριξη της Ελλάδας. Αν ο Τσίπρας είχε πετάξει στα μούτρα της Μέρκελ τις συμφωνίες και είχε επιστρέψει στη χώρα, ένα εκατομμύριο κόσμος θα τον περίμενε στο αεροδρόμιο. Αλλά την επόμενη ημέρα η χώρα θα ήταν στον αέρα, χωρίς δυνατότητα να καταβάλει μισθούς και συντάξεις, χωρίς φάρμακα και χλώριο για το πόσιμο νερό, χωρίς βασικά είδη πρώτης ανάγκης.

Ο οδυνηρός συμβιβασμός

Ενδεχομένως οι μπολσεβίκοι και ο Λένιν να έβλεπαν στις συνθήκες αυτές μια επαναστατική ευκαιρία και να την άρπαζαν από τα κέρατα. Αλλά κανείς άλλος δεν υποστήριξε στα σοβαρά μια τέτοια στρατηγική. Όσοι είπαν «έπρεπε να τραβήξουμε το σκοινί, οι Ευρωπαίοι θα έκαναν πίσω» μιλούσαν υποθετικά και συνεπώς στον αέρα. Κι όμως, σε αυτό στηρίχτηκαν οι κατηγορίες εναντίον του Τσίπρα για «προδοσία». Και φυσικά κανείς από τους αριστερούς επικριτές των χειρισμών του ΣΥΡΙΖΑ δεν βγήκε δημόσια να πει ότι η Ελλάδα έπρεπε να δεχτεί την πρόταση Σόιμπλε, να πάρει μερικά δισ. για τις βασικές της ανάγκες και να αποχωρήσει από το ευρώ. Όταν, κάποιες μέρες αργότερα, το τρίτο Μνημόνιο που είχε επιβληθεί στην Ελλάδα ήρθε στη Βουλή, η ισχυρότατη σε κύρος και σε ποσοστό μειοψηφία της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ μπορούσε να ρίξει την κυβέρνηση και να καλέσει τον λαό να ξαναβγεί στον δρόμο για να αποτρέψει τη συνθηκολόγηση. Δεν το έκανε. Επιδόθηκε μόνο σε μια σκληρή διαδικαστική μάχη που καθυστέρησε για 12 ώρες την ψηφοφορία και ζήτησε απλώς από τον Τσίπρα να μην κάνει εκλογές, ώστε να προλάβει να οργανωθεί. Στο περιστύλιο ο Λαφαζάνης δήλωνε ότι οι εσωτερικές διαφωνίες στον ΣΥΡΙΖΑ είναι συνηθισμένο πράγμα, σαν να επρόκειτο για κάποιο τριτεύον θεωρητικό ζήτημα. Αυτό είναι ενδεικτικό τού ότι για τους αρνητές του συμβιβασμού δεν υπήρχε καμία απολύτως ορατή εναλλακτική στρατηγική. Αλλά είναι εύκολο εκ των υστέρων να μιλάς για προδοσίες.

Υπήρξαν και κάποιοι που είπαν ότι η στρατηγική κατά των Μνημονίων είχε ηττηθεί και ο ΣΥΡΙΖΑ έπρεπε να το αναγνωρίσει και να αποχωρήσει αμέσως από την κυβέρνηση. Αυτή η άποψη, τίμια σε κάθε περίπτωση, θα οδηγούσε σε αυτοκατάργηση της Αριστεράς. Αντί γι’ αυτό, ο Τσίπρας έκανε εκλογές και τις κέρδισε. Η πλειοψηφία του κόσμου -1,92 εκατομμύρια ψήφοι έναντι 2,24 εκατομμυρίων στις πρώτες εκλογές του 2015- αναγνώρισε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είχε διαπραγματευτεί έντιμα και ότι δεν είχε προδώσει κανέναν. Αντίθετα, αυτοί που μίλησαν για προδοσίες και επιχείρησαν να εκφράσουν το πνεύμα αντίστασης του «Όχι» απέτυχαν πολιτικά. Δεν κατάφεραν καν να ενωθούν μεταξύ τους, γεγονός που θα τους επέτρεπε να αποκτήσουν κοινοβουλευτική παρουσία. Αν και επιχείρησαν παρεμβάσεις σε κοινωνικά θέματα, δεν κατάφεραν να συγκροτήσουν μια αξιόπιστη αντιπολίτευση στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ και στο τέλος της τετραετίας εξανεμίστηκαν.

Εκλογική νίκη με το βάρος της συνθηκολόγησης

Αυτό δεν σημαίνει ότι για τον ΣΥΡΙΖΑ όλα ήταν εντάξει. Μπορεί το 1,92 εκατομμύριο ψήφοι να ήταν μια σοβαρή και νικηφόρα συγκράτηση δυνάμεων σε σχέση με τα 2,24 εκατομμύρια του Ιανουαρίου, αλλά σε σχέση με τα 3,55 εκατομμύρια του δημοψηφίσματος ήταν κατάρρευση. Και αυτή η κατάρρευση δεν εκφράστηκε τόσο σε αριθμούς όσο στο ηθικό και την ψυχολογία της εκλογικής του βάσης. Τρία χρόνια Μνημονίου ήρθαν να προστεθούν στα 5 χρόνια των δύο πρώτων, στην πλάτη μιας εξουθενωμένης κοινωνίας. Η αιμορραγία σε αριστερούς ανθρώπους που προκάλεσε η συνθηκολόγηση του Ιουλίου -και δεν μιλάμε γι’ αυτούς που πήγαν στη ΛΑΕ- ήταν κάτι που υποτιμήθηκε. Και η αποστράτευση στις οργανώσεις και η κατακόρυφη πτώση του ηθικού τους ήταν γεγονός με ουσιαστικές επιπτώσεις.

Η νέα κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είχε να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα που δεν ήταν δικό της και αυτή τη φορά, σε αντίθεση με το πρώτο επτάμηνο, έπρεπε να πάρει και σκληρά οικονομικά μέτρα. Μπορεί η διαπραγμάτευση να είχε αποφέρει ένα Μνημόνιο σαφώς πιο ελαφρύ από τα προηγούμενα, μπορεί η συμφωνία να ήταν απαλλαγμένη από ένα βάρος 80 δισ., αλλά δεν ήταν αυτή η εντολή με την οποία ο κόσμος είχε μετασχηματίσει τον ΣΥΡΙΖΑ από κόμμα του 3% σε αριστερό κόμμα εξουσίας.

Η ανάγκη για ένα άλλο μοντέλο διακυβέρνησης

Στην πραγματικότητα, ο ΣΥΡΙΖΑ υλοποίησε κατά γράμμα αυτό που είχε αναλάβει στις εκλογές του Σεπτεμβρίου. Πάλεψε τίμια απέναντι στους θεσμούς, την ώρα που οι προηγούμενοι υπέγραφαν ό,τι τους έβαζαν κάτω από το μολύβι. Έβγαλε τη χώρα από τα Μνημόνια και πήρε συμφωνία για το χρέος, εκεί που τρεις προηγούμενες κυβερνήσεις είχαν αποτύχει. Αμέσως μετά, πήρε σημαντικά μέτρα για την ανακούφιση των πιο αδύναμων. Επιπλέον έλυσε το μακεδονικό, που, για τρεις δεκαετίες, οι κυβερνήσεις του παλιού πολιτικού κατεστημένου πέρναγαν μπαλάκι η μία στην άλλη. Η κατάρρευση όμως της κοινωνικής συμμαχίας που τον στήριζε μέχρι τον Ιούλιο του 2015 είχε αποσυσπειρώσει τις γραμμές του.

Για να κερδίσει ξανά αυτόν τον κόσμο ο ΣΥΡΙΖΑ είχε μία και μοναδική επιλογή: να εφαρμόσει ένα εντελώς διαφορετικό μοντέλο διακυβέρνησης σε σχέση με αυτό του παλιού πολιτικού συστήματος. Ένα μοντέλο επιθετικό, ηθικό, στέρεο, ανιδιοτελές και αποτελεσματικό. Το προσπάθησε αλλά αποσπασματικά. Όπου επιχείρησε να χρησιμοποιήσει παλαιοκομματικές μεθόδους για λογαριασμό του, το αποτέλεσμα στράφηκε εναντίον του. Η αδυναμία του να ενισχύσει τη συσπείρωση γύρω του άνοιξε χώρο στην ανήθικη και καταιγιστική αντικυβερνητική εκστρατεία λάσπης που εξαπολύθηκε από τη Ν.Δ. και τα ΜΜΕ. Οι εκλογές του 2019 χάθηκαν γιατί η Δεξιά ήταν πιο αποφασισμένη να κερδίσει την εξουσία απ’ ό,τι η Αριστερά να την υπερασπιστεί.

Τεχνικά, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι κερδισμένος. Έχει σαφές προβάδισμα στη νεολαία, την εμπιστοσύνη του κόσμου της εργασίας και ξεκάθαρο ηθικό πλεονέκτημα απέναντι στην αδιανόητη κυβέρνηση Μητσοτάκη. Για να κάνει το άλμα προς τα εμπρός πρέπει να αναζητήσει το πρόβλημα της χαμηλής συσπείρωσης στις υποκειμενικές του αδυναμίες και όχι στην αξιοπιστία του αντιπολιτευτικού και προγραμματικού του λόγου. Αν θα τα καταφέρει να το λύσει, θα μπορέσει ξανά να εκφράσει τον κόσμο που τον στήριξε ολόψυχα το 2015. Και τότε η νίκη του στις επόμενες εκλογές θα είναι θριαμβευτική.

Άγγελος Τσέκερης

Πηγή: Η Αυγή