Macro

Το δίλημμα της σοσιαλδημοκρατίας

Για την πρόεδρο του Κινήματος Αλλαγής, Φώφη Γεννηματά, ήταν εύκολο να αποφύγει την αντιπαράθεση με τον επικεφαλής τής ευρωομάδας των Σοσιαλιστών και Δημοκρατών, Ούντο Μπούλμαν, στην Αθήνα, όπως κι αν αποτιμήθηκε αυτή η πολιτική συμπεριφορά της. Ήταν αδύνατο, ωστόσο, να αποφύγει, λίγες μέρες μετά, τα ερωτήματα και τις απορίες, όσων συμφωνούν με τον κ. Μπούλμαν, στη σύνοδο της ευρωομάδας στις Βρυξέλλες.
Δεν μπορούμε να ξέρουμε πόσο πειστικές ακούστηκαν οι απαντήσεις που έδωσε στους συναδέλφους της Σοσιαλιστές και Δημοκράτες, τόσο για την εξαίρεση του ΣΥΡΙΖΑ από τις πιθανές σύμμαχες δυνάμεις όσο και για την απόρριψη της συμφωνίας των Πρεσπών. Γνωρίζουμε, πάντως, από όσα διαμείφθηκαν εκεί, πως τα ερωτήματα που της απηύθυναν επιβεβαιώνουν ότι στους κόλπους τής ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας διεξάγεται μια ενδιαφέρουσα συζήτηση για τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να αντιμετωπιστεί η απειλητική άνοδος της ακροδεξιάς και το επικίνδυνο φλερτ της ευρωπαϊκής δεξιάς με τις ξενοφοβικές ιδέες της. Και με τη στάση της και τις απαντήσεις της η πρόεδρος του ΚΙΝΑΛ δεν φάνηκε να τοποθετείται από την πλευρά που όλα δείχνουν ότι τείνει να επικρατήσει.

Μικροκομματική λογική

Το κακό, όμως, είναι ότι η τοποθέτησή της δεν οφείλεται στην υποχρέωση, που νιώθει να τηρήσει κάποιες γενικές αρχές, αλλά στη στενά κομματική ανάγκη της να αντιπαρατεθεί στο ΣΥΡΙΖΑ, που θεωρεί ότι υφάρπασε το εκλογικό «της» ακροατήριο. Έτσι, βρέθηκε στην ακατανόητη για τους περισσότερους σοσιαλδημοκράτες θέση να λέει ναι στην ανάγκη προοδευτικών συνεργασιών, αλλά όχι με τον ΣΥΡΙΖΑ. Όσοι καλλιεργούν αυτή την άποψη, θεωρητικοποιώντας τη μάλιστα και μεταφράζοντάς τη στον πολιτικό στόχο για «στρατηγική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ», το κάνουν, αφενός, γιατί αρνούνται να αναλύσουν τις αιτίες της συρρίκνωσης του ΠΑΣΟΚ σε ΚΙΝΑΛ μέσα σε πέντε χρόνια, καθώς και της δημοσκοπικής καχεξίας, αφετέρου, γιατί θέλουν να παραβλέπουν ότι «στρατηγική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ» σημαίνει σε απλά ελληνικά νίκη της αποκλίνουσας επί δεξιότερα ΝΔ και στήριξη μιας ενδεχόμενης κυβέρνησής της από το ΚΙΝΑΛ.

Η συνεργασία με τη δεξιά

Αυτές οι δύο πλευρές του προβλήματος φαίνεται ότι συνυπάρχουν στην εμμονή της ηγεσίας του ΚΙΝΑΛ. Αν αναλυθούν σε βάθος, και όχι με τη μέθοδο «ο ΣΥΡΙΖΑ αποπλάνησε τον κόσμο», οι συνθήκες τής κατάρρευσης μιας κραταιάς, ακόμη και μετά την υπογραφή του πρώτου μνημονίου, πολιτικής δύναμης, στον πυρήνα τους θα βρεθεί η αγαστή συνεργασία με τη ΝΔ. Δηλαδή, η και τυπική παράδοση στο νεοφιλελεύθερο δόγμα, με το φύλλο συκής ότι εθνική ανάγκη επέβαλε τη συμπερίληψή της στις κυβερνητικές ευθύνες, ώστε να μετριαστούν οι αρνητικές επιπτώσεις και να μοιραστούν σε όσο γίνεται περισσότερους.
Τα αποτελέσματα της πολιτικής αυτής τα γνωρίζουμε. Να σας θυμίσουμε και τον εμπνευστή και εφαρμοστή της; Είναι ο ίδιος που, σύμφωνα με όσα βλέπουν το φως της δημοσιότητας, εισηγείται και τη γραμμή της «στρατηγικής ήττας του ΣΥΡΙΖΑ»: ο Ευάγγελος Βενιζέλος. Ο ίδιος που είχε επινοήσει τη στρατηγική τής συμμαχίας των «φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων», δηλαδή τη σύμπηξη –ακόμη και εκλογικού– μετώπου ΚΙΝΑΛ και ΝΔ (τότε δεν το έλεγαν ΚΙΝΑΛ…)
Η απουσία στοιχειώδους πολιτικής διαδικασίας, που να επιχειρεί να εξηγήσει και να κάνει κατανοητές τις αιτίες τής κακοδαιμονίας τους, οδηγούν και σήμερα τους ηγέτες του ΚΙΝΑΛ στην αδυναμία να αρθρώσουν ένα πειστικό πολιτικό λόγο ανακοπής τής καθόδου και πειστικής εξήγησης της στάσης τους μπροστά στους δικούς τους ανθρώπους, τους ευρωπαίους σοσιαλδημοκράτες. Ιδίως εκείνους που έχουν αντιληφθεί ότι δεν αρκεί να ξορκίζεται ο ορμπανισμός, αλλά χρειάζεται να αναιρεθεί και το δόγμα που κυρίως τον εξέθρεψε: ο νεοφιλελευθερισμός, η λιτότητα, οι τεράστιες ανισότητες μέσα σε κάθε κράτος-μέλος και ανάμεσα στον Νότο και το Βορρά ή /και ανάμεσα στην Κεντρική Ευρώπη και την Ανατολική. Για να μη μιλήσουμε για το χάσμα ανάμεσα σε ηπείρους…

Με πρωτοβουλία της αριστεράς

Αυτή η διαδικασία, αυτή η δημόσια συζήτηση, χρειάζεται να γίνει εν ανάγκη και με το στανιό. Χρειάζεται να πάψει η μετάθεσή της με πρόσχημα την κατασκευή τεχνητών διαχωριστικών γραμμών ή τη μετάθεσή τους κατά το δοκούν. Ή ακόμα και χωρίς φόβο ότι οι μεν «σοσιαλδημοκρατικοποιούνται», οι δε «λαϊκίζουν» ή/και «αριστερίζουν». Και χρειάζεται η αριστερά να έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων, από τις δικές της θέσεις. Όχι μόνο δεν έχει τίποτα να φοβηθεί, αλλά έχει την υποχρέωση, και κυρίως τη δυνατότητα, να δώσει το δικό της τόνο, τόσο στη δημόσια συζήτηση, όσο και στα συμπεράσματα που θα προκύψουν από αυτή.
Ήδη διανοούμενοι και πολιτικοί, που ο λόγος τους έχει βαρύτητα και μόνο για «συριζαίικο λαϊκισμό» δεν γίνεται να κατηγορηθούν, έχουν καταθέσει απόψεις που μπορούν να αποτελέσουν βάση για μια ουσιαστική δημόσια συζήτηση.
Μόλις προχθές ο Ν. Μουζέλης μας θύμιζε ότι «η άνοδος του αντιευρωπαϊκού ξενοφοβικού λαϊκισμού και η κυριαρχία του αγοροκρατικού νεοφιλελευθερισμού μπορεί να οδηγήσουν στην κατάρρευση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος», δείχνοντάς μας ποιος είναι όχι μόνο σε επίπεδο πολιτικών δυνάμεων, αλλά και σε επίπεδο εφαρμοσμένης πολιτικής, ο πραγματικός αντίπαλος. Και μας υποδείκνυε ότι «ο μόνος τρόπος αντίστασης στις δύο παραπάνω τάσεις» είναι η συνεργασία των πολιτικών δυνάμεων που αντιτίθενται, έχουν μόνιμη αντιπαλότητα και στις δύο. Και έφερνε ως παράδειγμα την Ισπανία και την Πορτογαλία, που είναι οι μόνες χώρες όπου δεν αναπτύσσονται απειλητικές δυνάμεις, γιατί εκεί συνεργάζονται οι σοσιαλδημοκράτες με τη ριζοσπαστική και την κομμουνιστική αριστερά.
Τέλος, θυμίζει στους θιασώτες της «στρατηγικής ήττας του ΣΥΡΙΖΑ» πως το δίλημμα των «σοσιαλδημοκρατικά προσανατολισμένων πολιτών» είναι υπαρκτό, δεν είναι υποβολιμαίο: «θα στραφούν προς τη ριζοσπαστική, φιλευρωπαϊκή αριστερά ή προς τη νεοφιλελεύθερη δεξιά»; Και προειδοποιεί ότι στη δεύτερη περίπτωση «η σοσιαλδημοκρατία θα συνεχίσει την καθοδική πορείας της». Θα του απαντήσει κανείς με σοβαρότητα ή θα παραδοθεί στους Κεγκέρογλου;

 

Υ. Γ. Αν τυχόν αναρωτηθεί κανείς τι κόψιμο μας έπιασε εμάς για την τύχη τής σοσιαλδημοκρατίας, καλό είναι να εξετάσει την ακόλουθη υπόθεση εργασίας: Μήπως η ύπαρξη μιας προοδευτικής σοσιαλδημοκρατίας επιτρέπει στη ριζοσπαστική αριστερά να ενισχύσει πολιτικά και ιδεολογικά τον προωθητικό της ρόλο και ταυτόχρονα, να κάνει πιο ελκυστική την ιδιαιτερότητά της, πιο αναγκαία και αποτελεσματική τη διεκδίκηση της ηγεμονίας; Και μήπως έτσι απομακρύνεται μια τέτοια διεκδίκησή από τη δεξιά;

Χαράλαμπος Γεωργούλας

Πηγή: Η Εποχή