Έτσι όπως είναι η κατάσταση, αλλού η γιορτή κι αλλού η χαρά της μοιάζει το φετινό Πάσχα. Κάπως σαν το μεγαλοβδομαδιάτικο διάγγελμα του πρωθυπουργού: αλλού ο άνθρωπος κι αλλού τα λόγια του. Τόσο ξένες οι λέξεις από τον ίδιο! Όσο ξένος είναι ο φόβος από το «θανάτω θάνατον πατήσας». Όσο ξένη είναι η κατασταλτική «ατομική ευθύνη» από την ταραξικάρδια συμμετοχή στην κοινή χαρά και την κοινή λύπη. Όσο ξένη, τελικά, είναι η ζωή από τον μεθοδευμένο εγκλεισμό της. Βλέπεις, εξαίρεση είναι το θαύμα της θνητότητας που εκρήγνυται, όχι ο μόνιμος αποκλεισμός από το θαύμα. Δεν είναι λοιπόν αυτό που μας αξίζει.
Μας αξίζει να καθόμαστε σε μια ακρογιαλιά και να είναι βράδυ και η θάλασσα να είναι γαλήνια και να παρακολουθούμε ελιγμούς του φεγγαριού ανάμεσα από κάτι λεπτότατα σύννεφα. Μας αξίζει μια τέτοια στιγμή. Αυτή η βαθιά ανάσα, το αλτάρι που σε πάει κι όλο σε πάει, σαν σε «Τελευταίο ταξίδι» όπως το είπε ο Κώστας Καρυωτάκης: «Καλό ταξίδι, αλαργινό καράβι μου, στου απείρου / και στης νυχτός την αγκαλιά, με τα χρυσά σου φώτα! / Να ‘μουν στην πλώρη σου ήθελα, για να, για να κοιτάζω γύρου / σε λιτανεία να περνούν τα ονείρατα τα πρώτα».
Μας αξίζει, λέω, να είμαστε στην πλώρη ενός τέτοιου αλαργινού αμφίπλευστου καραβιού. Στην πλώρη όμως. Κι ας ξέρουμε ότι το μπροστά και το πίσω είναι το ίδιο εύκολα, καθ’ ότι αμφίπλευστο το καράβι. Όμως η μάσκα του η πλωριά κάτω από τον φλόκο και τον κόντρα – φλόκο με τα όκια της άγκυρας «παντ’ ανοιχτά, παντ’ άγρυπνα» σαν να βγήκαν από το υγρό μελάνι του Διονύσιου Σολωμού, είναι εκεί για να κοιτάζουν μπροστά. Και μας αξίζει αυτό το «μπροστά». Γιατί η άφεση στο ακρόπρωρο της ανάσας δεν είναι σπατάλη, είναι η ανάγκη για ζωή. Όχι απομίμηση, ζωή αληθινή, σαν το δελφίνι που φαντάζεσαι ότι θα πεταχτεί μέχρι τον ουρανό μπροστά στα μάτια σου και θα πέσει με πελώριο παφλασμό μέσα στον υγρό χρόνο.
Και συμβαίνει. Επειδή το φαντάστηκες με όλη την ένταση της στιγμής. Επειδή μας αξίζει: ένα δελφίνι πετάγεται και πέφτει. Αυτό μόνο. Αλλά χωρίς αυτό θα ήταν σαν να μην υπάρχει ταξίδι. Θα ήταν σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ ο Κώστας Καρυωτάκης που συνεχίζει ακόμα (και δεν θα τελειώσει ποτέ) το «Τελευταίο ταξίδι»: «Η τρικυμία στο πέλαγος και στη ζωή να παύει, / μακριά μαζί σου φεύγοντας πέτρα να ρίχνω πίσω, / να μου λικνίζεις την αιώνια θλίψη μου, καράβι, / δίχως να ξέρω πού με πας και δίχως να γυρίσω!».
Ακούς; Ακούς τον ήχο της νύχτας που δεν γυρίζει πίσω; Είναι ακριβώς ο ήχος που μας αξίζει. Είναι οι «στρόφαλοι στροφάλων» από το μεγάλο «υπερωκεάνειο» του Ανδρέα Εμπειρίκου που περνάει και πλέει για το παντού και το πάντα, είναι το πείσμα του Μανόλη Αναγνωστάκη σε εκείνο το «όχι πάλι πίσω». Α, ναι. Μας αξίζει μια τέτοια νύχτα αναστάσιμη. Μια νύχτα που υπάρχει επειδή την ονειρεύεσαι με όλα της τα όνειρα, με όλα της τα δελφίνια, με όλα της τα μαύρα φεγγάρια που ανηφορίζουν. Με όλο της το ένα και μοναδικό δελφίνι που θα σαλπάρει για να βοσκήσει στον μαύρο ουρανό της απελπισίας σου. Άκου: παφλασμός. Άκου: βυθός δακρύμελος. Άκου: βυθός εγερσίθυμος. Άκου: γαλήνη όπως την είχε πει ο Σολωμός: «Νύχτα γαλήνια σα να ‘βρεξε ο ουρανός ψωμί». Ο κόσμος είναι στη θέση του. Δηλαδή μέσα στο όνειρό του.
Αυτός είναι ο κόσμος που μας αξίζει. Αλλιώς ταξίδι δεν υπάρχει. Και είναι σαν να μην υπήρξε ο Ελπήνορας, ούτε ο Δον Κιχώτης, ούτε η φάουσα των ιερών μας τρόμων που φέρνει το έλεος και τον οικτιρμό. Αλλά τότε προς τι η μαρτυρική άνοδος σε τόσο και τόσο Γολγοθά; Μόνο και μόνο για να δούμε από την κορυφή του μια κατασκότεινη νύχτα; Μόνο και μόνο για να μην δούμε τη θάλασσα; Θέλω να πω, να είναι τόσο μακρινή η θάλασσα ώστε να μην μπορούμε καν να τη φανταστούμε την ώρα που «μικραίνει ο κόσμος κι η θάλασσα γίνεται κήπος», την ώρα που «στερεύει το φως στις μικρές αποβάθρες». Να μην μπορούμε δηλαδή να ανταλλάξουμε το όνειρο με το όνειρο του ονείρου πως ταξιδεύουμε; Όχι κάποτε. Τώρα. Αυτό είναι λοιπόν; Έτσι θα ξημερώσουμε; Αυτό είναι που μας αξίζει; Απλώς ρωτάω…
Και ξέρεις κάτι; Το «Χριστός Ανέστη» δεν είναι απάντηση. Όπως έχουν τα πράγματα, είναι ανάληψη μιας ατομικής ευθύνης που δεν μπορούσε να διατυπωθεί με διαφορετικό τρόπο.
Κώστας Καναβούρης
Πηγή: Η Αυγή