Εν όψη της συνόδου κορυφής του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη για το κλίμα, διοργανώθηκε στη Bangkok στις αρχές του προηγούμενου μήνα η αντίστοιχη περιφερειακή σύνοδος Asia Pacific Climate Week των κρατών της νοτιοανατολικής Ασίας. Σε αυτή την περιοχή του πλανήτη οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής είναι πολύ πιο έντονες και επικίνδυνες εξαιτίας της γεωγραφικής της ιδιαιτερότητας. Την ίδια στιγμή, το κινέζικο επενδυτικό σχέδιο Belt & Road Initiative (BRI) έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση των εξορύξεων ορυκτών καυσίμων στην περιοχή επιδεινώνοντας το πρόβλημα το οποίο δεν γνωρίζει σύνορα.
Σε αυτά τα πλαίσια, το Asia Europe People’s Forum (AEPF), ένα διεθνές δίκτυο ακαδημαϊκών, ερευνητών, ΜΚΟ, ακτιβιστών, κινημάτων και οργανώσεων, διοργάνωσε διεθνή συνάντηση υπό τον τίτλο Study and Strategy Seminar on China’s Belt & Road Initiative (BRI). Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στο μέρος του BRI που σχετίζεται με τις επενδύσεις και τις χρηματοδοτήσεις ενεργειακών projects και τις συνέπειες για το περιβάλλον, τις τοπικές κοινότητες και τα δικαιώματα. Ως εναρκτήριο έτος του επενδυτικού σχεδίου BRI έχει καταγραφεί το 2013 όπου και έγινε η πρώτη σχετική αναφορά από τον Πρόεδρο Σι Τζιν Πινγκ σε επίσημη ομιλία του στο Καζακστάν. Σύμφωνα με τον ίδιο κεντρικός στόχος του σχεδίου είναι η εξάλειψη της φτώχειας στην Κίνα. Αρχικά ο σχεδιασμός αφορούσε μόνο χώρες της Ασίας. Επρόκειτο για έναν τρόπο διαχείρισης του πλεονάσματος που είχε επιτευχθεί σε κεφάλαιο και εργασία μετά από δεκαετίες όπου η Κίνα λειτούργησε ως το κατασκευαστήριο του κόσμου.
Κατά τη διάρκεια του σεμιναρίου ΜΚΟ και κινήματα από διαφορετικές χώρες της περιοχής παρουσίασαν αναλυτικά τις αρνητικές για τις κοινότητές τους επιπτώσεις των κινέζικων επενδύσεων και των συνεργαζόμενων εγχώριων επιχειρηματικών συμφερόντων. Συχνά αναφέρονταν σε σοβαρά περιβαλλοντικά προβλήματα και σε περιπτώσεις αρπαγής γης ή αλλαγής του ιδιοκτησιακού της καθεστώτος με απουσία επαρκών αποζημιώσεων. Κριτική και ανησυχία περιέβαλλε και τα εργασιακά θέματα. Συχνά επανερχόταν ο προβληματισμός σχετικά με την πρακτική της Κίνας να μεταφέρει μαζικά Κινέζους εργάτες στις χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας προκειμένου να εργαστούν στα έργα που χρηματοδοτούν. Με αυτόν τον τρόπο οι ντόπιοι εργαζόμενοι δεν μπορούν να ωφεληθούν, ενώ ταυτόχρονα αλλάζει με βίαιο τρόπο η σύνθεση των τοπικών πληθυσμών. Το περιβαλλοντικό κόστος και το κοινωνικό ρίσκο στην ουσία το χρεώνονται οι δανειζόμενες χώρες, καθώς είναι οι δικές τους κοινότητες που αντιδρούν.
Ωστόσο, είναι λάθος να θεωρούμε ότι η επενδυτική δραστηριότητα της Κίνας στον ενεργειακό τομέα προκαλεί συνολικά δυσαρέσκεια. Η περίπτωση του Πακιστάν είναι ενδεικτική. Ακτιβιστές και περιβαλλοντικές οργανώσεις από τη χώρα συμφωνούν ότι τουλάχιστον οι μισές εκ των υποσχέσεων της Κίνας στο Πακιστάν έχουν εκπληρωθεί. Πλέον το Πακιστάν έχει εγγυημένη ηλεκτροδότηση για το σύνολο του 24ώρου και τις 7 μέρες της εβδομάδας, κάτι που συμβαίνει για πρώτη φορά και μόνο απαρατήρητο δεν περνάει από τον πληθυσμό. Την ίδια στιγμή, η ηλεκτροδότηση στηρίζεται αποκλειστικά στον άνθρακα και τα εργατικά ατυχήματα είναι συχνά.
Σε κάθε περίπτωση πρέπει να συμπεριλάβουμε στην εικόνα ότι συνιστά συχνή επιλογή της Κίνας να μην μπαίνει μόνη της σε μία επένδυση και να μη φέρει την αποκλειστική ευθύνη. Το σχήμα που επιλέγεται έχει να κάνει με συνεργασία με μία τοπική εργολήπτρια εταιρεία. Ως προς τον τρόπο με τον οποίο θα ολοκληρωθεί ένα project σε ζητήματα που έχουν να κάνουν πχ με τη διαχείριση της έντασης με τις τοπικές κοινότητες που αντιδρούν, οι επιλογές βαραίνουν τόσο τις τοπικές κυβερνήσεις, όσο και τις εγχώριες εταιρείες. Η κινέζικη επενδυτική πλευρά δεν έχει κανένα λόγο να ακολουθήσει διαφορετική πρακτική από αυτή που συνηθίζουν οι μεγάλοι επενδυτές ανεξάρτητα από την προέλευσή τους: δεν είναι δική τους ευθύνη, δεν τους ενδιαφέρει να γνωρίζουν παρά μόνο μέχρι εκεί που τους υποχρεώνει ο νόμος και θέλουν τη δουλειά τους τελειωμένη. Οι βασικές παράμετροι είναι η διαπραγματευτική θέση και η ικανότητα χάραξης στρατηγικής των εμπλεκόμενων μερών.
Το ποσοστό των επενδύσεων στα πλαίσια του BRI που κατευθύνεται στον τομέα της ενέργειας μειώνεται σταθερά από το 2016. Μαζί με τον υπερμεγέθη χρηματοοικονομικό τομέα, το γεγονός της στήριξης του κινέζικου αναπτυξιακού μοντέλου σε εξορύξεις ορυκτών καυσίμων συνιστούν τις βασικές του αδυναμίες για το μέλλον. Πρόκειται για αναχρονιστική επιλογή με πεπερασμένη και φθίνουσα απόδοση και κατανοούν ότι είναι στρατηγικό λάθος να βρεθούν οι τελευταίοι που θα απομείνουν με μεγάλο απόθεμα ενός πόρου του οποίου η χρήση βρίσκεται υπό αμφισβήτηση. Σήμερα το 73% των επενδύσεων στον τομέα της ενέργειας αφορά στα ορυκτά καύσιμα. Οι επενδυτικές επιλογές της Κίνας καταδεικνύουν ότι για το μέλλον προσανατολίζονται στο φυσικό αέριο, το οποίο επικοινωνιακά παρουσιάζουν ως ‘καθαρή ενέργεια’. Η ανησυχία σχετικά με τις περιβαλλοντικές συνέπειες των εξορύξεων άνθρακα και λιγνίτη είναι αυξανόμενη και εντός της Κίνας. Η κυβέρνηση ανταποκρίνεται συμπεριλαμβάνοντας και περιβαλλοντικούς στόχους στις τελευταίες της εξαγγελίες, ενώ η συζήτηση σχετικά με τη δημιουργία ρυθμιστικού συστήματος για το περιβάλλον είναι ζωηρή. Στην πράξη, ωστόσο, διαπιστώνεται μόνο μία υποστήριξη των επενδύσεων προς την ηλιακή ενέργεια.
Η Κίνα αντιμετωπίζεται ως η κυρίαρχη οικονομική και πολιτική δύναμη στη νοτιοανατολική Ασία και αυτό συνοδεύεται από μία αίσθηση ανησυχίας ως προς το πόσο προσεκτικές πρέπει να είναι οι κυβερνήσεις των άλλων χωρών της περιοχής όταν διαπραγματεύονται συμβόλαια μαζί της. Ιδιαίτερη ανησυχία υπάρχει σχετικά με τα δάνεια που χορηγούν οι κινεζικές τράπεζες στις άλλες χώρες προκειμένου να χρηματοδοτηθούν τα σχετικά projects και τον κίνδυνο ‘παγίδας χρέους’ (debt trap). Η διαπίστωση ότι οι χρηματοδοτήσεις και η πολιτική δεν είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους μεταβλητές, επανερχόταν συχνά στην ανάλυση.
Στην Κίνα υπάρχουν τρεις κατηγορίες τραπεζών που μπορούν να χορηγήσουν δάνεια και να υποστηρίξουν επενδύσεις: Πέραν των Ιδιωτικών Εμπορικών Τραπεζών υπάρχουν οι Κρατικές Εμπορικές Τράπεζες των οποίων οι δραστηριότητες κρίνονται στη βάση της κερδοφορίας τους. Ωστόσο, τον σημαντικότερο ρόλο τον έχουν οι δύο κολοσσιαίες Θεσμικές Τράπεζες της χώρας (Exim & ADBC) οι οποίες ιδρύθηκαν και χρηματοδοτούνται από το κράτος και τελούν υπό την εποπτεία του Κρατικού Συμβουλίου. Η μεγάλη διαφορά είναι ότι εξαιτίας του θεσμικού -και όχι κερδοσκοπικού- τους ρόλου δεν έχουν την υποχρέωση τα επενδυτικά τους projects να είναι κερδοφόρα. Αρμοδιότητά τους είναι η εφαρμογή της οικονομικής πολιτικής της Κυβέρνησης και ο ρόλος τους είναι καίριος ως προς την εξέλιξη του Belt & Road Initiative. Χρηματοδοτούν και λειτουργούν συμβουλευτικά για τις κινέζικες εταιρείες και στόχος τους είναι να υποστηρίζουν τις κινέζικες εξαγωγές, την ανάπτυξη του κλάδου του εμπορίου και τις σχετικές υποδομές.
Παράλληλα, το Κουμμουνιστικό Κόμμα Κίνας (ΚΚΚ) περιλαμβάνει μία κομματική δομή η οποία εποπτεύει την επενδυτική πολιτική τόσο της κυβέρνησης, όσο και των τραπεζών. Το κομματικό, το διοικητικό και το τραπεζικό επίπεδο διαπλέκονται με πλήθος τρόπων. Για παράδειγμα, όταν το υπό έγκριση ποσό είναι μικρό η τράπεζα μπορεί να αποφασίσει μόνη της, όταν είναι μεσαίου μεγέθους αποφασίζει με την έγκριση του αρμόδιου υπουργού και όταν είναι μεγάλο περνάει σε κυβερνητικό επίπεδο με τη συμμετοχή των αρμόδιων υπουργείων.
Σύμφωνα με τους συμμετέχοντες από τις κινέζικες ΜΚΟ, η κομματική δομή είναι το επίπεδο με το οποίο έρχονται περισσότερο σε επαφή και αλληλεπιδρούν. Σε κάθε περίπτωση, για την κοινωνία πολιτών η πληροφορία σχετικά με τα επενδυτικά πλάνα και τη BRI ειδικότερα, δεν είναι προσβάσιμη ούτε εντός της χώρας. Ό,τι γίνεται γνωστό στη δημόσια σφαίρα προέρχεται από πληροφορίες που συλλέγουν από projects σε χώρες του εξωτερικού. Σύμφωνα με Κινέζο συμμετέχοντα επικοινωνιολόγο, ‘Η επικοινωνιακή διαχείριση αυτών των θεμάτων από τα ΜΜΕ στο Πεκίνο στόχο έχει τους ξένους ενδιαφερόμενους που ζουν στην Κίνα και όχι τους Κινέζους πολίτες’.
Το έτος 2015 υπήρξε σταθμός για την κοινωνία πολιτών στην Κίνα. Ενώ τα προηγούμενα χρόνια σημειώνονταν διαρκής ενδυνάμωσή της, με το νόμο του 2015 ουσιαστικά ανακόπηκε. Σε ελάχιστες ΜΚΟ ανανεώθηκε η άδεια λειτουργίας, με αποτέλεσμα ακόμα και οργανώσεις εγνωσμένου κύρους όπως πχ η Greenpeace να μην δραστηριοποιούνται πλέον στη χώρα. Σε μία προσπάθεια ανάταξης η κοινωνία πολιτών προσπαθεί να αξιοποιήσει τον πέμπτο πυλώνα του BRI (People-to-people Bonds) που επεκτείνει τη συνδεσιμότητα και στα πρόσωπα ‘μέσω των ανταλλαγών και του διαλόγου ανάμεσα σε διαφορετικές κουλτούρες, με στόχο την αναβάθμιση των περιφερειακών συνεργασιών’. Σήμερα, σε μεγάλο βαθμό οι εναπομείνασες ΜΚΟ πραγματοποιούν μελέτες π.χ. risk assesment σχετικά με τη μετάβαση σε εναλλακτικές μορφές ενέργειας ή τη διαμεσολάβηση με κοινότητες που εκφράζουν δυσαρέσκεια εξαιτίας των συνεπειών των κινέζικων επενδύσεων, έργο εμμέσως πολύ χρήσιμο για τον επενδυτικό σχεδιασμό των τραπεζών.
Έχει ενδιαφέρον ότι στη διάρκεια των εργασιών του σεμιναρίου υπήρχε ισχυρό debate μεταξύ Ασιατών συναδέλφων ως προς το αν η Κίνα -μεταξύ άλλων χωρών όπως το Βιετνάμ, η Κούβα ή το Νεπάλ- βρίσκονται σε φάση μετάβασης από τον κρατικό καπιταλισμό στον σοσιαλισμό. Ακτιβιστές από χώρες όπου οι κινέζικες επενδύσεις συνδέονται με σοβαρά προβλήματα τόσο σε επίπεδο δικαιωμάτων, όσο και περιβαλλοντικών επιπτώσεων, άνθρωποι που αγωνίζονται συχνά με μεγάλο προσωπικό κόστος, υποστηρίζουν ότι ο Σι Τζι Πινγκ χρησιμοποιεί τον καπιταλισμό με στόχο να καταστήσει την Κίνα σοσιαλιστική το 2040. Επικαλούνται τα μεταρρυθμιστικά μοντέλα και τον λενινισμό, όπου ο κρατικός καπιταλισμός συνιστά το σκαλοπάτι πριν το σοσιαλισμό. Τα μεταρρυθμιστικά μοντέλα σε καμία περίπτωση δεν συζητούνται ενταγμένα στο ίδιο πλαίσιο με το ευρωπαϊκό, καθώς στη νοτιοανατολική Ασία δεν υπήρξε η εμπειρία της σοσιαλδημοκρατίας. Αντίθετα υπήρξε πλήθος αντιαποικιακών κινημάτων που εμπνέονταν από πολιτικές παραδόσεις όπως ο μαοισμός ή ο λενινισμός.
Η απουσία δεδομένων και η στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Η ΕΕ κατά τη φάση εξέλιξης του Belt & Road Initiative (BRI) παρακολουθεί με σχετική αμηχανία και ταυτόχρονα αναζητά τα εργαλεία, προκειμένου να αντιληφθεί τη στρατηγική του σχεδίου στο σύνολό του. Η αδιαφάνεια και απουσία δεδομένων σχετικά με τις εν λόγω επενδύσεις δεν βοηθάει τον δυτικό κόσμο να κατανοήσει και να παρακολουθήσει. Σύμφωνα με τους Κινέζους ερευνητές που συμμετείχαν στις εργασίες του σεμιναρίου υπάρχει κατάλογος με Do’s & Dont’s προς τους υπαλλήλους της δημόσιας διοίκησης σχετικά με την επικοινωνιακή διαχείριση του Belt Road Initiative (BRI), ενώ παράλληλα στην Κίνα απαγορεύεται η αποτύπωσή του σε χάρτες. Προκύπτουν ερωτήματα που αν δεν απαντηθούν οποιαδήποτε στρατηγική σχετικά με τις κινέζικες επενδύσεις είτε στον τομέα της ενέργειας, είτε συνολικότερα παραμένει ελλιπής. Για παράδειγμα δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία ως προς το ποιοι άλλοι τομείς πέραν του ενεργειακού, ανταγωνίζονται για επενδυτικά κεφάλαια και με ποιες κινήσεις προωθούν τα ζητήματά τους στην επενδυτική ατζέντα.
Η αδιαφάνεια και η απουσία στοιχείων έχει ως αποτέλεσμα να αναφερόμαστε στην Κίνα γενικά χωρίς να γνωρίζουμε ποιες είναι οι κινητήριες δυνάμεις πίσω από συγκεκριμένες κινήσεις και στρατηγικές. Η Κίνα δεν είναι ένα ενιαίο πράγμα. Όταν πρόκειται για τον δυτικό κόσμο, προκειμένου να κατανοήσουμε το πεδίο, θεωρούμε αυτονόητο ότι πρέπει να αναλύσουμε τους συστημικούς ανταγωνισμούς. Στην Κίνα αυτή την παράμετρο τείνουμε να την παρακάμπτουμε, σε μεγάλο βαθμό υιοθετώντας την εικόνα που η ίδια η Κίνα καλλιεργεί. Η τάση ενισχύεται δε και από τη δυσκολία πρόσβασης σε στοιχεία που έχουν να κάνουν με την οικονομική και πολιτική δραστηριότητα στη χώρα και ιδιαίτερα με τη Belt & Road Initiative (BRI). Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι συστημικοί ανταγωνισμοί απουσιάζουν. Υπάρχουν και διαγκωνίζονται όπως σε όλα τα συστήματα, απλά δεν μπορούν να γίνουν κατανοητοί, ιδιαίτερα αν επιχειρήσουμε να τους κατανοήσουμε στη βάση των δυτικών μας προεγγραφών.
Οι διαφορετικές στρατηγικές εντός της ΕΕ απέναντι στις κινέζικες επενδύσεις είναι όσες και οι χώρες μέλη της και αντανακλούν τις ιδιαιτερότητες της κάθε χώρας και του ειδικού ενδιαφέροντος που παρουσιάζουν οι κινέζικες προτάσεις. Την ίδια στιγμή, αυτό που πέραν της πολυφωνίας διαφοροποιεί σε πολύ μεγάλο βαθμό την ευρωπαϊκή από την κινέζικη δυνατότητα χάραξης στρατηγικής είναι η δυνατότητα μακροσχεδιασμού. Στις δυτικές δημοκρατίες τα πλάνα έχουν ορίζοντα τετραετίας και ταυτίζονται με τον εκλογικό κύκλο. Ακόμα και όταν υπάρχουν σχεδιασμοί δεκαετίας ή εικοσαετίας κανείς δεν γνωρίζει ποιες πολιτικές δυνάμεις θα έχουν την ευθύνη υλοποίησης με τέτοιους χρονικούς ορίζοντες. Στον δυτικό κόσμο η εξαγγέλλουσα ή υπογράφουσα κυβέρνηση δεν είναι και ο αποκλειστικός υπεύθυνος να εγγυηθεί την υλοποίηση ενός πρότζεκτ σε όλη του τη διάρκεια. Κάτι που στην Κίνα συνιστά τον θεμέλιο λίθο των εξαγγελιών του Σι Τζιν Πινγκ για λεπτομερή πλάνα και στοχοθεσίες με ορίζοντα 20, 50 και 100 ετών, τα οποία δεν αναμένεται να ανατραπούν από αντίπαλες πολιτικές δυνάμεις με διαφορετική ανάλυση, πολιτικές και οικονομικές συμμαχίες ή αντιπολιτευτική στρατηγική.
Σε αυτά τα πλαίσια, η ΕΕ από τον Απρίλη του ‘19 ξεκίνησε να επεξεργάζεται την κοινή της θέση ως ‘στρατηγικού παίκτη’ για την Κίνα. Στόχος είναι η υπογραφή της EU – China Comprehensive Investment Agreement έως το 2020 που θα λειτουργήσει ως ‘οδικός χάρτης για το μέλλον’. Κάτι τέτοιο φαίνεται επείγον εξαιτίας των περιφερειακών οσμώσεων που έχει δημιουργήσει η Κίνα στην περιοχή με επίκεντρο τις επενδύσεις της σε υποδομές. Όπως για παράδειγμα, την Πρωτοβουλία των Τριών Θαλασσών (Βαλτική, Αδριατική, Μαύρη Θάλασσα, Three Seas Initiative) ή την πρωτοβουλία 17+1 (17+1 Initiative) η οποία υπάρχει από το 2012 και εστιάζει σε υποδομές, μεταφορές, logistics, την εξυπηρέτηση των κινέζικων εταιρειών και τη χορήγηση δανείων. Τον περασμένο Μάιο στην Κροατία στη Σύνοδο Κορυφής Κεντρικής & Ανατολικής Ευρώπης και Κίνας, η χώρα μας προστέθηκε στις 16 χώρες της ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων που εντάσσονται στην πρωτοβουλία. Μαζί με την Ελλάδα τα κράτη – μέλη της ΕΕ που παίρνουν μέρος στην πρωτοβουλία ανήλθαν στα 12.
Η κινέζικη επενδυτική δραστηριότητα στα πλαίσια της Belt & Road Initiative (BRI) στη νοτιοανατολική Ασία, ξεκίνησε προτού επεκταθεί το σχέδιο στην ευρωπαϊκή περιοχή. Για αυτό το λόγο οι επενδυτικές επιλογές και τα αποτελέσματά τους βρίσκονται σε ωριμότερο στάδιο κάτι που, τηρουμένων των αναλογιών, ίσως θα ήταν χρήσιμο και για την εξαγωγή συμπερασμάτων στα καθ’ ημάς. Κατά τη διάρκεια των σεμιναρίων παρουσιάστηκαν αναλυτικά ποικίλες περιπτώσεις από διαφορετικές χώρες, όπου οι επιπτώσεις των κινέζικων επενδύσεων για τις κοινότητες υπήρξαν από βλαβερές έως ωφέλιμες. Με μια δεύτερη ανάγνωση αναδεικνύεται η σημασία του θεσμικού πλαισίου εντός του οποίου λαμβάνει χώρα η επένδυση. Όταν η χώρα έχει εμπεδωμένο ένα νομικό πλαίσιο που υποστηρίζει π.χ. την περιβαλλοντική μέριμνα και τα εργασιακά δικαιώματα στη συνέχεια είναι θέμα διαπραγματευτικής ισχύος το σε ποια κατηγορία θα ενταχθούν οι συνέπειες της επένδυσης, δηλαδή από τι όρους θα συνοδευτούν. Επιπλέον, είναι σημαντικό ότι ο ρυθμός ανάπτυξης του κινέζικου ΑΕΠ σταδιακά επιβραδύνεται και στο μέλλον δεν προβλέπεται να υπάρχει η δυνατότητα επέκτασης των ήδη τεράστιου μεγέθους έργων υποδομών. Αυτό που θα αποτελέσει ζητούμενο, θα είναι η χρηματοδότηση της συντήρησης των έργων που θα έχουν ήδη ολοκληρωθεί και σε αυτή την περίπτωση το πιθανότερο είναι μία μαζική μεταφορά ελέγχου των υποδομών σε ιδιώτες μέσω Public Private Partneships (PPP).
Η Δώρα Κοτσακά είναι Δρ. Πολιτικής Κοινωνιολογίας, Ερευνήτρια Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών
Πηγή: TVXS