Macro

Το ανεξίτηλο ίχνος μιας απουσίας

Στην ιστορία του μαρξισμού, η πολιτική θεωρία του Μαρξ ήταν εξαρχής η μεγάλη έλλειψη που έπρεπε πάση θυσία να αναπληρωθεί από τους επιγόνους, σε ένα τιτάνιο και τραγικό εγχείρημα όπου δέσποσε, ως γνωστόν, ο λενινισμός.

«Ελλειψη» βέβαια δεν θα πει κενό μηδέν – κάθε άλλο. Κι αν το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, ο αφηρημένος καταστατικός χάρτης κάθε μαρξιστικής πολιτικής, μοιραία κατέληξε πολύ περισσότερο δόγμα παρά θεωρία, η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, που μεταφράζεται ξανά μετά από χρόνια (προς χρήση «εδώ και τώρα», λέει ο Δ. Τσαραπατσάνης στο επίμετρό του), παραμένει ένα πρότυπο συγκεκριμένης ανάλυσης της συγκεκριμένης κατάστασης, όπως ζητούσε ο Λένιν, το οποίο αποδείχθηκε ωστόσο περισσότερο χρήσιμο για τους («αστούς») ιστορικούς και πολιτικούς επιστήμονες παρά για την επαναστατική σκέψη και πράξη. Ποιο παράδοξο γεννά και διαιωνίζει η Μπρυμαίρ;

Κατ’ αρχάς, αυτό που κομίζει η Μπρυμαίρ είναι μερικές ανεπανάληπτες περιγραφές και διαγνώσεις των γαλλικών γεγονότων του 1848, που έφεραν στην εξουσία τον Κάρολο Λουδοβίκο Ναπολέοντα Βοναπάρτη, εξ αγχιστείας ανιψιό του Μεγάλου Ναπολέοντα, αρχικά ως πρόεδρο της Β΄ Γαλλικής Δημοκρατίας και, από το 1852, ως Ναπολέοντα Γ΄, ηγεμόνα της Β΄ Αυτοκρατορίας.

Παροιμιώδεις έχουν μείνει οι φράσεις, συχνά και ολόκληρες οι σελίδες, με τις οποίες ο Μαρξ ανατέμνει τον αναβρασμό του 1848 ως επανάληψη-φάρσα της «τραγωδίας» που υπήρξε η Γαλλική Επανάσταση του 1789, με τον κοινοβουλευτισμό και τον συνταγματισμό να γίνονται σταδιακά από το 1848 τα προσχηματικά πεδία της πολιτικής διαπάλης, η οποία μαίνεται στα παρασκήνια σαν ανελέητη σύγκρουση μικρότερων και μεγαλύτερων ταξικών συμφερόντων που αρνούνται να δείξουν το αληθινό τους πρόσωπο.

Στη θέση της «πραγματικής» πολιτικής, η κοινοβουλευτική-συνταγματική μασκαράτα της αστικής τάξης κυριαρχείται από χαρακτήρες που αλλάζουν διαρκώς προσωπεία, υποστηρίζοντας πότε το ένα και πότε το άλλο δημοκρατικό φετίχ, τον Λαό, το Κοινοβούλιο, το Σύνταγμα, ενάντια στα υπόλοιπα. Μόνες σταθερές σε αυτόν τον κυκεώνα: ένας δυσοίωνος ορίζοντας, η πάση θυσία τήρηση της κοινωνικοοικονομικής τάξης και ομαλότητας και ένα ακόμα πιο σκοτεινό φόντο, η ιδρυτική πολιτική αδυναμία του αείποτε (αυτo)εξαπατημένου προλεταριάτου.

Το φόντο αυτό, ωστόσο, δεν είναι μόνο η βασική συνθήκη των γεγονότων που εξιστορεί ο Μαρξ, αλλά, θα μπορούσε να πει κανείς, και το ίδιο το πᾷ στῶ του, αρχιμήδειο πάτημα της οπτικής του και άδηλη προϋπόθεση όλης της μαρξικής πολιτικής σκέψης, αν όχι και του επαναστατικού μαρξισμού εν γένει, που θέλησε να κινήσει τη γη. Η αυτόνομη προλεταριακή πολιτική δεν κατάφερε να συσταθεί το 1848, αναδύθηκε μόνο πρόσκαιρα πριν πνιγεί στο αίμα το 1871, για να παραμείνει έκτοτε σε όλο τον 19ο και 20ό αιώνα η υπερβατική αναφορά μαζικών σοσιαλδημοκρατικών και κομμουνιστικών κομμάτων, ένα φάντασμα που ξορκίστηκε επιτέλους μετά την ήττα των τελευταίων.

Η αναζήτηση μιας θεωρίας για την αυτόνομη προλεταριακή πολιτική πριν ή μετά την κομματική οργάνωσή της, το 1848 ή σήμερα, μοιάζει καταδικασμένη σε αδιέξοδο – όπως μαρτυρεί με ακραίο κι εύγλωττο τρόπο το παράρτημα αυτής της έξοχης έκδοσης της Μπρυμαίρ, στο οποίο ο σημαντικός θεωρητικός της λογοτεχνίας Χέιντεν Γουάιτ προτείνει σαν μεταγλώσσα του μαρξικού κειμένου όχι κάποια πολιτική θεωρία, αλλά ένα «τροπολογικό» μοντέλο της ρεαλιστικής αναπαράστασης, που συνενώνει τον Μαρξ με τον Φλομπέρ σε ένα συνεχές σχημάτων λόγου (μεταφορά, μετωνυμία, συνεκδοχή, ειρωνεία). Για τον Γουάιτ, στην εμπορευματική κοινωνία που παράγει μόνο ομοιώματα, το προλεταριάτο είναι προορισμένο να εξαπατάται εκόν άκον, σαν λογοτεχνικός ήρωας του μοντέρνου ρεαλισμού, και μια παραδειγματική ιστορία αυτής της εξαπάτησης είναι η Μπρυμαίρ.

Στο αντίπαλο δέος του Μαρξ στις κοινωνικές επιστήμες, τον Βέμπερ, βρίσκουμε το αρνητικό αποτύπωμα της απούσας θεωρίας της προλεταριακής πολιτικής: το διαβόητο μονοπώλιο της νόμιμης βίας – μια τριπλή ταυτολογία που συμπυκνώνει σε μία φράση, σε ένα σημείο χωρίς διαστάσεις σχεδόν, την καθαρή θεμελίωση του αστικού κράτους.

Η μαρξική πολιτική, αντίθετα, πρέπει να νοηθεί ως απεριόριστη εκδίπλωση και διάλυση αυτής της σημειακής επιβολής: ξεσκέπασμα και κατάργηση της μονοπώλησης, της νομιμότητας και της βίας ταυτόχρονα, επαναστατική αλλαγή στην οικονομία, στο δίκαιο και στη στενά εννοούμενη πολιτική. Από αυτή την άποψη, η Μπρυμαίρ διδάσκει εσαεί, όχι πια σαν παρωδία αλλά σαν παραβολή, τι μέλλει να συμβαίνει και ποιος θα επικρατεί όσο θα μένει ανεκπλήρωτο το αίτημα του συγγραφέα της.

Επιμέλεια:Μισέλ Φάις