Macro

Τιτίκα Δημητρούλια: Οικο-μυθοπλασίες του Καπιταλόκαινου

Κλείνω το τελευταίο βιβλίο του Δημήτρη Καρακίτσου, «Αυτός ο χειμώνας» (Αντίποδες, 2024), που προσωπικά το βρήκα εξαιρετικά ενδιαφέρον. Έχει θέμα τη ζωή ενός άντρα που φυλάει μόνος τον χειμώνα σε ένα έρημο, ορεινό χωριό της Πίνδου, στις παρυφές της (τόσο όσο;) άγριας φύσης και στο έλεος του χιονιού. Και σκέφτομαι πως μπορεί να διαβαστεί (και) ως ένα οικο-μυθοπλασιακό κείμενο – (και) γιατί όλα τα άξια λόγου κείμενα είναι ανοιχτά σε πολλές, διαφορετικές αναγνώσεις. Ο μη ανθρώπινος φυσικός κόσμος (γιατί κι ο άνθρωπος είναι φύση), το βουνό, τα δέντρα, το δάσος, η μυθοποιημένη και πραγματική αρκούδα, το ίδιο το χιόνι, αποτελεί πρόσωπο της αφήγησης και όχι απλώς σκηνικό της ανθρώπινης δράσης. Η φύση είναι ζωντανή, δρώσα δύναμη και διαδικασία διαμορφωτική του ανθρώπου και του κόσμου του που τη διαμορφώνει. Δύο από τα τέσσερα στοιχεία που όριζαν κατά τον Λώρενς Μπιούελ, έναν από τους πρωτεργάτες της οικοκριτικής στην Αμερική, στην πρώτη φάση της, ένα «περιβαλλοντικό κείμενο» είναι εμφανέστατα στο πεζογράφημα του Καρακίτσου. Από μια σκοπιά, μπορεί ενδεχομένως να συναχθεί και το τρίτο: η μέριμνα για το περιβάλλον συνυπάρχει, υπό μια έννοια, με τη μέριμνα για τον άνθρωπο. Για το τελευταίο δεν μπορώ να είμαι καθόλου σίγουρη, ότι δηλαδή η περιβαλλοντική ευθύνη αποτελεί μέρος του ηθικού προσανατολισμού του έργου. Επίσης θα μπορούσε να συναχθεί ή και όχι. Ο ορισμός αυτός ανάγεται βέβαια στην πρώτη φάση της οικοκριτικής, όταν ήταν έντονη η ακτιβιστική της διάσταση. Και δεν είναι τυχαίο ότι τα δύο στοιχεία του που συνδέονται με αυτήν ακριβώς τη διάσταση, είναι τα πλέον προβληματικά σε επίπεδο ανάγνωσης του συγκεκριμένου έργου – και πολλών άλλων που συγκαταλέγονται στην οικο-μυθοπλασιακή τάση, η οποία άρχισε να παίρνει μορφή και στη νεοελληνική πεζογραφία από την περίοδο της οικονομικής κρίσης και εξής.

Η χρονική στιγμή δεν είναι τυχαία: σαν να έριξε η κρίση αυτή φως σε όλες τις άλλες κρίσεις, τις σύμφυτες με την οικονομική, είτε γίνονται αντιληπτές στην αλληλεπίδρασή τους είτε όχι· σαν να έφερε μεμιάς στο προσκήνιο το Καπιταλόκαινο.

Τα δύο αυτά στοιχεία είναι προβληματικά διότι εισηγούνται, στην καλύτερη περίπτωση, και επιτάσσουν, στη χειρότερη, μια ορατή δέσμευση που βάζει ξανά στο τραπέζι, από το παράθυρο, το ζήτημα της «θέσης», για να μη χρησιμοποιήσω τον όρο στράτευση, στη λογοτεχνία, για την οποία έχει χυθεί πάρα πολύ μελάνι. Στο πλαίσιο της αρχικής συζήτησης για την οικο-λογοτεχνία και την οικο-κριτική, δεν ήταν άλλωστε τα μοναδικά που δημιουργούσαν ερωτηματικά: ήταν και το περιεχόμενο της έννοιας της μίμησης όσον αφορά τη σχέση του κειμένου με τον κόσμο, όσο κι αν η διάσταση αυτή πλαισιωνόταν από άλλες τρεις που αναφέρονταν στη σχέση του κειμένου με τα άλλα κείμενα και με τον λόγο· ή του ρεαλισμού της αφήγησης· ή της θεματικής προσέγγισης καθαυτήν, που εξουδετερώνει την ιδιαιτερότητα του λόγου της λογοτεχνίας. Φυσικά από τις απαρχές ακόμη υπήρχαν διαφορετικές προσεγγίσεις. Στην πορεία, το αγγλοσαξονικό κίνημα-ρεύμα της οικοκριτικής πέρασε από σαράντα κύματα, νέες οπτικές αναπτύχθηκαν σε άλλους γλωσσικούς και πολιτισμικούς χώρους, οι οποίες, σε συνομιλία και σε αντίθεση με το κυρίαρχο αμερικανικό παράδειγμα, μετάγγισαν τις δικές τους επιστημολογικές παραδόσεις και ερευνητικές μεθόδους στον λόγο περί οικο-λογοτεχνίας. Οι αλλαγές αυτές είναι περισσότερο από ορατές στον σύγχρονο ορισμό της οικοκριτικής, ως «μιας πολυσυλλεκτικής, πολύμορφης και υπερδιεπιστημονικής πρωτοβουλίας» πλέον, που διερευνά τις περιβαλλοντικές διαστάσεις στη λογοτεχνία και τις τέχνες «με ένα πνεύμα περιβαλλοντικής μέριμνας», με κάθε μέθοδο και τρόπο (Buell, L., Heise U. & K. Thornber, «Literature and Environment», 2011, 418).

Η λογοτεχνικότητα και τα κριτήριά της

Κάποιοι από σας σκέφτονται ήδη ότι η συζήτηση είναι τύπου «από την πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα». Ότι ξεκινήσαμε από τη σύσταση ενός βιβλίου για να καταλήξουμε, άνευ λόγου και αιτίας, σε βαριά θεωρία. Στην πραγματικότητα, όμως, καταλήξαμε για άλλη μια φορά σε γνωστά ερωτήματα που αφορούν εν τοις πράγμασι τον κάθε αναγνώστη, των κριτικών συμπεριλαμβανομένων, τι είναι η λογοτεχνία και τι τη διακρίνει από τα άλλα είδη του λόγου, ποια είναι η σχέση μορφής και περιεχομένου, κειμένου και κόσμου, αναπαράστασης και αυτονομίας του έργου τέχνης. Ερωτήματα που τίθενται με ένταση αφενός επειδή το ζήτημα του περιβάλλοντος είναι κρίσιμο, αφετέρου επειδή η οικοκριτική προσέγγιση αναδύεται και στα καθ’ ημάς και οι όροι της θα διαμορφώσουν τρόπους ανάγνωσης και αποτίμησης. Θα θεωρήσουμε την οικο-μυθοπλασία ή και την οικο-λογοτεχνία εν γένει, και την οικο-ποίηση μαζί, ένα νέο είδος; Ένα νέο υπο-πεδίο; Μια τάση; Που συγκροτούνται με θεματικά κριτήρια; Θυμίζω ότι η αστυνομική λογοτεχνία και η επιστημονική φαντασία έδωσαν αγώνα για να εξετάζονται τα έργα τους ad hoc με κριτήρια λογοτεχνικότητας… Ιδού άλλο ένα ακανθώδες ζήτημα, με δύο σκέλη, η λογοτεχνικότητα και τα κριτήριά της. Η λογοτεχνικότητα ως συνδεόμενη με την ιδιαιτερότητα του λογοτεχνικού λόγου και σχετιζόμενη με την αισθητική, η οποία για κάποιους ανήκει προ πολλού στο παρελθόν, όπως κι η φύση στη νεοτερικότητα για να θυμηθούμε τον Τζέιμσον· τα κριτήρια ως εξ ορισμού άσκηση εξουσίας σε ένα πεδίο που δεν επιδέχεται ορισμούς.

Το πεδίο αναφοράς της οικοκριτικής

Ας ξαναπάρουμε λοιπόν τα πράγματα από την αρχή. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η θεματική αποτελεί ταξινομητικό (αλλά όχι αξιολογικό) κριτήριο και ότι στη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα άρχισε να παίρνει μορφή στη νεοελληνική πεζογραφία μια πολύμορφη τάση που μπορεί να χαρακτηριστεί οικολογική, περιβαλλοντική, οικο-μυθοπλασιακή, κλιματική μυθοπλασία μεταξύ άλλων πολλών, με βάση ακριβώς τα ζητήματα που θίγει. Όλοι αυτοί οι όροι δηλώνουν μια λογοτεχνία που εστιάζει, με διάφορους τρόπους και από διαφορετικές σκοπιές, στον φυσικό κόσμο στη σχέση του με τον άνθρωπο· ή στον μη ανθρώπινο κόσμο αποκλειστικά· ή στην κλιματική κρίση και ούτως καθεξής – το είπαμε ήδη, η οικολογική λογοτεχνία είναι πολύμορφη. Δεν υπάρχει όμως εξίσου αμφιβολία ότι τα ζητήματα αυτά, ούτε καν το τέλος του κόσμου, δεν τίθενται σήμερα για πρώτη φορά. Η δε φύση, αυτόνομα και στη σχέση της με τον πολιτισμό, είναι στο επίκεντρο της λογοτεχνίας από την αρχαιότητα. Διότι όπως ωραία επισημαίνει ο Μπιούελ και πάλι, «στον βαθμό που οι άνθρωποι είναι βιοϊστορικά όντα που κατασκευάζουν τον εαυτό τους σε αλληλεπίδραση με τον περιβάλλοντα κόσμο τον οποίο δεν μπορούν να κατοικήσουν, είναι εύλογο πως όλα τα δημιουργήματά τους θα φέρουν ίχνη του γεγονότος αυτού». Εξού και στο πεδίο αναφοράς της οικοκριτικής, την οποία ορίζει αρχικά ως ένα πολύμορφο κίνημα των λογοτεχνικών και περιβαλλοντικών σπουδών, περιλαμβάνονται «από τα αρχαιότερα σωζόμενα κείμενα ως τα σημερινά έργα» («Writing for an Endangered World. Literature, Culture, and Environment in the U.S. and Beyond», 2001, 2-3). Για να μη μιλήσουμε για την ξένη λογοτεχνία, το τέλος του κόσμου το διαβάζει κανείς στον Νικόλαο Επισκοπόπουλο («Μητέρα γη», 1898) και στον Δημοσθένη Βουτυρά («Ύστερα από εκατομμύρια χρόνια», 1932)· οι μη ανθρώπινες οντότητες του φυσικού κόσμου θεματοποιούνται σε διάφορα έργα, τα βάσανα των ζώων αποτυπώνονται στον Μιχαήλ Μητσάκη («Η αρκούδα», 1893), τον Βουτυρά και πάλι («Ο θρήνος των βοδιών», 1923), ο οποίος περιγράφει επανειλημμένα και τον άνθρωπο-μηχανή…

Διαβάζοντας παλαιότερα κείμενα με νέους τρόπους

Προφανώς μπορούμε να διαβάσουμε τα παλαιότερα κείμενα με νέους τρόπους, με τη ματιά της οικοκριτικής. Για να έρθουμε στη δεκαετία του ’60 και στη μεταπολίτευση και σε έργα με έκδηλη περιβαλλοντική πλέον ευαισθησία, το «Φράγμα» του Σπύρου Πλασκοβίτη (Εστία, 1960) και το «Φύλλο» του Βασίλη Βασιλικού (Εστία, 1961)· τις τεχνοδυστοπίες του Μάκη Πανώριου· το «Φυσαλία η καλλιαύχην» του Δημοσθένη Κούρτοβικ, που τιτλοφορείται από τη φανταστική -;- φονική μέδουσα που έχει κατακλύσει τις ελληνικές θάλασσες («Ελληνικά διηγήματα επιστημονικής φαντασίας», 1995)·το διήγημα «Ο δρόμος του Καφέ» του Δημήτρη Νόλλα, όπου η φύση τιμωρεί τον άνθρωπο για την αγνόησή της («Εντευκτήριο», 2000) τα κείμενα του Γιώργου Σκαμπαρδώνη όπου από πολύ νωρίς τα ζώα κατέχουν ιδιαίτερη θέση· το Πέρασμα του Γιώργου Ζαρκαδάκη (Κέδρος, 2004), άλλη μια ιστορία για το τέλος του κόσμου· τις Φυσικές ιστορίες του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη (2006) και τα Οικοεγκλήματα (Κέδρος, 2008). Ομοιοτρόπως και τα νεότερα, της τελευταίας δεκαπενταετίας. Ανακαλώ με τυχαία σειρά τη νουβέλα «Μαύρο νερό» του Μιχάλη Μακρόπουλου (Κίχλη 2019), η ιστορία του οποίου εκτυλίσσεται επίσης στα βουνά, στην Ήπειρο, όπου η φύση είναι δηλητηριασμένη και φαρμακώνει με τη σειρά της τον άνθρωπο. Το μυθιστόρημα «Τζίντιλι» του Δημήτρη Χριστόπουλου (Ροδακιό, 2020), το οποίο διαδραματίζεται σε κάποια φανταστικά λιγνιτοχώρια της Μακεδονίας, όπου ο άνθρωπος δρα «ως γεωλογικός παράγοντας που αλλάζει τις πλέον θεμελιώδεις φυσικές διαδικασίες της γης» (Naomi Oreskes, «The scientific consensus on climate change: How do we know we’re not wrong?» 2007, 93) και η γη φυσικά τον εκδικείται. Τη νουβέλα «Η θάλασσα» του Μακρόπουλου και πάλι (Κίχλη, 2020), όπου το πρόβλημα είναι και πάλι το νερό, αυτή τη φορά της θάλασσας που έχει κατακλύσει τη γη και έχει οδηγήσει τους επιζήσαντες των ιών που ξαναζωντάνεψε το λιώσιμο το πάγων σε έναν κάτω κόσμο –μαζί και κάποια διηγήματά του από τη συλλογή «Ιστορίες από ένα περασμένο μέλλον»(2023)– και τον Άρη, με τα διακείμενα του Ταρκόφσκι αλλά και του Μπογκντάνοφ. Σκέφτομαι το έργο του Γιάννη Μακριδάκη, στο οποίο η τοπική, αγροτική κοινότητα των συλλογικών πρακτικών, σε στενή σχέση με τη φύση, προβάλλεται ως το αντίδοτο στην ξέφρενη ανάπτυξη της παγκοσμιοποιημένης καταναλωτικής κοινωνίας. Ειδικότερα το Ζουμί του πετεινού του, όπου ο παραδοσιακός ιαματικός ζωμός συμβολοποιεί αυτήν ακριβώς τη σχέση που σώζει το σώμα και την ψυχή. Ανακαλώ το έργο του Μιχάλη Μοδινού, με την ακτιβιστική οικολογική διαδρομή του, ο οποίος σε πολλά έργα του παρουσιάζει όψεις της άγριας φύσης και των κοινοτήτων που συνεχίζουν να ζουν στο πλαίσιό της, αλλά και μια σειρά άλλα ζητήματα της περιβαλλοντικής κρίσης. Το μυθιστόρημα «Ρηχό νερό, σκιές» του Άκη Παπαντώνη, για το Τσέρνομπιλ (Κίχλη 2019). Πολλές τεχνοεπιστημονικές δυστοπίες και έργα του φανταστικού που δημιουργούν εναλλακτικές εκδοχές του ανθρώπου και του κόσμου – της Ιωάννας Μπουραζοπούλου λόγου χάρη. Τα κείμενα της προσφάτως εμφανισθείσας τάσης του λαογραφικού τρόμου, τις ιστορίες της σκοτεινής, άγριας, μαγικής φύσης του Χρυσόστομου Τσαπραΐλη και όχι μόνο…

Όλα αυτά τα έργα αξίζει να διαβαστούν (και, επιμένω) υπό το φως της σύγχρονης οικοκριτικής, υπό τον όρο ότι η οικοκριτική προσέγγιση που επιλέγουμε εκκινεί από την παραδοχή ότι τα συγκεκριμένα έργα αξίζει να διαβαστούν. Τελεία. Ότι δεν παραγνωρίζει δηλαδή την ιδιαιτερότητα του λογοτεχνικού λόγου. Διότι η θεματική δεν αρκεί. Ούτε οι ιδέες. Είτε πιστέψουμε τον Λούκατς, όταν λέει ότι το κοινωνικό στοιχείο στο έργο δεν είναι άλλο από τη μορφή του· είτε τον Ίγκλετον όταν διατείνεται ότι η μορφή είναι συγκροτητικό στοιχείο του περιεχομένου και όχι μόνο δεν είναι ένας περισπασμός από την Ιστορία αλλά ένας τρόπος προσπέλασής της. Η λογοτεχνία επανεπινοεί, αναδημιουργεί σχέσεις, οπτικές, αναπαραστάσεις, επενεργεί στην αντίληψη διά του λόγου, διά της γλώσσας, μιας γλώσσας που δίνει τη μάχη ενάντια στην πραγμοποίηση, την ακύρωση στην οποία την καταδικάζει η καθημερινή χρήση.

Η προσίδια δύναμη της γλώσσας σε σχέση με τη φαντασία

Το ζήτημα δεν είναι λοιπόν το θέμα, ούτε καν ο τρόπος που θα επιλέξει ο/η συγγραφέας, ρεαλιστικός, υπερρεαλιστικός, μοντερνιστικός ή μεταμοντερνιστικός. Θα επιλέξει τον τρόπο που του υπαγορεύει κατά την άποψή του το έργο κι η καρδιά του/της. Αλλά η συνολική ματιά του/της στην κρίση. Την κρίση του Καπιταλόκαινου – και όχι του Ανθρωπόκαινου, που όχι μόνο δεν υπάρχει, αν πιστέψουμε τους γεωλόγους, κατά τους οποίους συνεχίζουμε να διαβιούμε στο Ολόκαινο, αλλά και αποκρύπτει επιμελώς την καταγωγή της πολύπλευρης οικονομικής, κοινωνικής, οικολογικής κρίσης την οποία βιώνει η ανθρωπότητα και την οποία, όπως φαίνεται, ο Μαρξ ήδη μελετούσε πολύ συστηματικά. Το βιβλίο του Κοχέι Σαΐτο «Ο Μαρξ στο ανθρωπόκαινο. Προς την ιδέα ενός κομμουνισμού της αποανάπτυξης»(Πλέθρον, 2024) έχει πολλά να μας πει επ’ αυτού.

Και με αυτό δεν επαναφέρω από το παράθυρο τη «θέση» στη λογοτεχνία, με δογματικούς όρους. Υπογραμμίζω την προσίδια δύναμη της γλώσσας στη σχέση της με τη φαντασία, όπως την εννοιοποιεί ο Μαρκ Φίσερ, ως εργαλείο κριτικής, αμφισβήτησης και αναδημιουργίας εντέλει της πραγματικότητας με άλλους όρους. Στη δύναμη της φαντασίας να υπονομεύσει τον κυρίαρχο καπιταλιστικό ρεαλισμό και να δημιουργήσει αφηγήσεις εναλλακτικού μέλλοντος. Αυτό σημαίνει ότι η οικο-λογοτεχνία, περί ης ο λόγος αλλά όχι μόνο, δεν αρκεί να πραγματεύεται τη φύση, τον ανθρώπινο και μη ανθρώπινο φυσικό κόσμο, τη μεταξύ τους σχέση, την καταστροφή τους. Δεν αρκεί να μας παρουσιάζει απλώς επαναληπτικά αφηγήσεις για το τέλος του κόσμου –η Ντόνα Χάραγουεϊ θεωρεί άλλωστε ότι μας αποσπούν από τη δράση, αλλά αυτή είναι μια άλλη μεγάλη συζήτηση– και να κάνει κριτική για λογαριασμό μας στο σύστημα, ενισχύοντας την κατά Φίσερ διαπαθητικότητα. Η δραστικότητα της οικο-μυθοπλασίας έχει να κάνει με τον λόγο που ενεργοποιεί τη φαντασία στην πολιτική κατεύθυνση της επινόησης και πραγμάτωσης νέων συλλογικών δράσεων για νέες, ελεύθερες σχέσεις και συνυπάρξεις. Διότι όπως επισημαίνει η Χάραγουεϊ, «έχει σημασία ποια θέματα χρησιμοποιούμε για να σκεφτούμε άλλα θέματα. Έχει σημασία ποιες ιστορίες αφηγούμαστε για να αφηγηθούμε μαζί και άλλες ιστορίες. Έχει σημασία ποιοι κόμποι κομποδένουν κόμπους, ποιες σκέψεις σκέφτονται σκέψεις, ποιες περιγραφές περιγράφουν περιγραφές, ποιοι δεσμοί δημιουργούν δεσμούς. Έχει σημασία ποιες ιστορίες δημιουργούν κόσμους, ποιοι κόσμοι δημιουργούν ιστορίες» («Staying with the Trouble: Making Kin in the Chthulucene», 2016, 12).

Η ΕΠΟΧΗ