Φαίνεται ότι, από την εκλογή της και μέχρι σήμερα, η ΝΔ συνεχώς εκπλήσσει την αξιωματική αντιπολίτευση ως προς τις αντιλαϊκές προθέσεις και τα πεπραγμένα της, αλλά και όσον αφορά τη ρητορική της. «Νεοφιλελευθερισμός» και «αυταρχισμός». «Καταστροφική διαχείριση» της πανδημίας, της οικονομίας, και της εξωτερικής πολιτικής. «Αναλγησία» και «καθεστωτισμός». «Προπαγάνδα» και «υποτίμηση της νοημοσύνης των πολιτών». Αυτά ακούμε συνεχώς από τους εκπροσώπους του ΣΥΡΙΖΑ. Γενικά, ο πολιτικός λόγος διαμορφώνεται με βάση πολλά (και κάποιες φορές αντικρουόμενα) κριτήρια, ωστόσο, για να είναι πειστικός πρέπει να είναι κατά το δυνατόν σταθερός και συνεκτικός. Εν προκειμένω, αν ισχύουν όσα λέει η αξιωματική αντιπολίτευση (και ισχύουν), τότε θεωρώ πως πρέπει να γίνουν ορισμένες αυτόματες προσαρμογές σε ζητήματα ύφους, συνθηματολογίας, αιτημάτων, δεσμεύσεων, και συμπαραδοχών. Αλλιώς, ο πολιτικός λόγος δεν βγάζει νόημα.
Ο πολιτικός λόγος
Πρώτον, δεν μπορούν να εκφέρονται τόσο βαριές κατηγορίες χωρίς το αντίστοιχο επιθετικό και απαξιωτικό ύφος. Αλλιώς, μάλλον η αντιπολίτευση δεν τα πιστεύει αυτά που λέει. Βλέπετε, ο καλώς εννοούμενος πολιτικός πολιτισμός μπορεί να υπονομεύει τη δυνατότητα πειθούς του φορέα του. Συχνά δε αυτός ο τελευταίος παραγνωρίζει ότι η ηθική αγανάκτηση συνδέεται άρρηκτα με το αίτημα επανηθικοποίησης της πολιτικής, και όχι με τον κακώς εννοούμενο λαϊκισμό.
Δεύτερον, εάν δεν πρόκειται για παραστρατήματα ή μεμονωμένα περιστατικά, αλλά για «οργανωμένα σχέδια» του αντιπάλου, τότε ο πολιτικός λόγος οφείλει να είναι κωδικοποιημένος, συνθηματολογικός, σαν να συμπυκνώνει γνωστά και δεδομένα πράγματα. Για παράδειγμα, «ψεύτες, κλέφτες και ανίκανοι». Αν οι κυβερνώντες «λένε ψέματα», αλλά δεν είναι «ψεύτες», αν προβαίνουν σε «διασπάθιση» ή «κατασπατάληση» του δημοσίου χρήματος ή «πλιάτσικο» στο δημόσιο ταμείο, αλλά δεν είναι «κλέφτες», αν τίποτα δεν κάνουν καλά, αλλά δεν είναι πρόδηλα και τελεσίδικα «ανίκανοι», τότε μάλλον ο ΣΥΡΙΖΑ υπερβάλλει και δεν θέλει να εκτεθεί ή απλώς έχει μπερδέψει την επικοινωνία με το ευρύ ακροατήριο με ακαδημαϊκό συνέδριο.
Παραιτήσεις και δεσμεύσεις
Τρίτον, αν ισχύουν όσα ο ΣΥΡΙΖΑ καταμαρτυρά στην κυβέρνηση, τότε γιατί δεν ζητά επίμονα παραιτήσεις ή εκλογές; Και ας πούμε πως ορθά δεν ζητά εκλογές μέσα στην πανδημία. Αλλά παραιτήσεις; Αν, για παράδειγμα, ο Χρυσοχοΐδης, η Κεραμέως, ο Βρούτσης, ο Κικίλιας βαρύνονται με τις γνωστές και χιλιοτραγουδισμένες αποτυχίες τους, τότε δεν θα έπρεπε ο ΣΥΡΙΖΑ να ζητά επίμονα τις παραιτήσεις τους; Τι άλλο δηλαδή θα δικαιολογούσε κάτι τέτοιο, αν όχι όσα τους χρεώνονται ήδη; Όσον αφορά δε τις εκλογές, μπορεί να είναι σωστό να αποκλειστούν για την ώρα, αλλά είναι κρίσιμο να κατανοήσουμε το εξής: δεν μπορεί να λες ότι οι κυβερνώντες είναι οι χειρότεροι, αλλά να μη ζητάς την αντικατάστασή τους. Αυτό είναι πραγματικά ανεύθυνο. Αν δεν δηλώσεις υποψηφιότητα να γεμίσεις το κενό που εσύ επισημαίνεις, τότε η προσοχή και οι προσδοκίες του κόσμου (και σωστά) δεν θα πάψουν ποτέ να είναι στραμμένες προς την κυβέρνηση. Επίσης, είναι κρίσιμο να γίνει κατανοητό και κάτι ακόμα: δεν μικραίνει η δημοσκοπική ψαλίδα και μετά ζητάς εκλογές, το αντίστροφο συμβαίνει, ζητάς εκλογές (και άρα από τον κόσμο να σε εμπιστευθεί ότι θα του εξασφαλίσεις καλύτερες μέρες) και μετά μικραίνει η ψαλίδα.
Τέταρτον, αν αποδοκιμάζεις τόσο κατηγορηματικά ορισμένες πολιτικές, που συμπεραίνεις ότι είναι «καταστροφικές» κ.λπ., τότε αυτόματα, για να είναι πειστικός ο λόγος σου, και κυρίως συνεκτικός, πρέπει να δεσμευθείς ότι θα ξηλώσεις όλες αυτές τις «καταστροφικές» μεταρρυθμίσεις. Δεν έχουμε ακούσει κάτι τέτοιο από τον ΣΥΡΙΖΑ. Θα φανεί αλαζονικός; Μπορεί. Σε κάποιους. Σε άλλους, όμως, θα φανεί αποφασιστικός. Γίνεται, άραγε, να τα διαχωρίσεις αυτά σε καιρό πόλωσης; Όχι, κατά τη γνώμη μου. Είναι καιρός, λοιπόν, ο ΣΥΡΙΖΑ να δεσμευθεί στην εκπαιδευτική κοινότητα ότι θα ψηλώσει το νόμο Κεραμέως και στους εργαζομένους ότι θα ξηλώσει το μνημόνιο Πισσαρίδη.
Δυναμισμός
Πέμπτον, αν η κυβέρνηση δια των ΜΜΕ που ελέγχει προσπαθεί ανηλεώς να μειώσει το κύρος του Τσίπρα, προκειμένου να απαλλαγεί από αυτόν, δεν πρέπει ο ΣΥΡΙΖΑ να της ξεκαθαρίσει ότι ο Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ δεν πρόκειται να φύγει επειδή το θέλει η ΝΔ και τα κανάλια, ακόμα και αν χάσει εκλογές;
Έκτον, πιθανότατα όλα αυτά να ακούγονται ανοίκεια σε κάποιους και κάποιες. Όχι μόνο γιατί τα περισσότερα από αυτά τα έκανε η ΝΔ με επιτυχία στο δρόμο προς τις εκλογές του 2019, αλλά και γιατί ίσως θυμίζουν την κακώς εννοούμενη λαϊκιστική πολιτική. Τους καλώ να σκεφτούν δύο θεμελιώδη πράγματα για τη μαζική πολιτική: Πρώτον, οι περισσότεροι πολίτες δεν ενδιαφέρονται για τις λεπτομέρειες, αλλά για τις αδρές γραμμές: κάποιοι/ες δεν πρέπει να κυβερνάνε, γιατί κάποιοι άλλοι είναι καλύτεροι/ες, και τούμπαλιν. Δεύτερον, στην εποχή της διακινδύνευσης, της αβεβαιότητας, και της ανασφάλειας, οι περισσότεροι άνθρωποι θέλουν να αισθάνονται ότι υπάρχει μια δύναμη που μπορεί να αναπληρώσει τη δική τους αδυναμία. Ο μακροπρόθεσμος στόχος είναι να ανακτήσουν τη δύναμη οι αδύναμοι, ο βραχυπρόθεσμος είναι να τη βλέπουν και να τη νοιώθουν. Γι’ αυτό η αντιπολιτευτική στάση πρέπει να εκπέμπει δυναμισμό, όχι μόνο προγραμματική επάρκεια.
Ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος είναι διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης και ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.
Πηγή: Η Εποχή