Macro

Τι «αποκάλυψε» ο Μιωνής

Αν θέλουμε να μιλήσουμε σοβαρά για ένα θέμα της επικαιρότητας, όπως η συνομιλία Παππά-Μιωνή, πρέπει να κάνουμε το αντίθετο από αυτό που μας υποδεικνύει η επικαιρική ενασχόληση με τα τρέχοντα: να αναζητήσουμε στα βαθιά τις απαντήσεις που απαιτούν όσα ερωτήματα γεννά ο αφρός των ημερών.
Αν τα πολιτικά ζητήματα που ανασύρει η τακτική κίνηση της δημοσίευσης του περιεχομένου της συνομιλίας μπορούσαν να αντιμετωπιστούν με τον τρόπο που υποδεικνύουν οι διαχειριστές της επικαιρότητας, δηλαδή με τη μήνυση του Ν. Παππά για ψευδορκία και την αποπομπή του από την ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ, τότε θα είχε βρεθεί από καιρό η θεραπεία μιας σοβαρής παθογένειας του πολιτικού συστήματος, όπως η διαθεσιμότητά του να αποκτά μη θεσμικές σχέσεις με εκπροσώπους παραοικονομικών και παραπολιτικών συμφερόντων. Δυστυχώς για όλους, ακόμα και η πρόσφατη ιστορία μας, η μεταπολιτευτική, επιβεβαιώνει ότι η δικαστική – τακτική ή ειδική – ή η επικοινωνιακή αντιμετώπιση δεν αποτελούν καν παυσίπονα. Η δε αντιμετώπιση της «αποκάλυψης» από την πλευρά της κυβέρνησης και της ΝΔ αποκαλύπτει με τη σειρά της ότι υπάρχει ένα και μόνο ενδιαφέρον: για την κεφαλαιοποίηση των όποιων επικοινωνιακών κερδών από την υπερεκμετάλλευση του αποθέματος τέτοιου τύπου αποκαλύψεων.

Από το ειδικό στο γενικό

Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι για τον ΣΥΡΙΖΑ όλα ήταν και είναι καλά καμωμένα, και, επομένως, το μόνο ζήτημα που υφίσταται είναι ποιος θα νικήσει στα σημεία σ’ αυτή τη συγκεκριμένη αναμέτρηση. Γιατί έτσι, όσο πιστός συριζαίος και να είμαι, δεν παίρνω ικανοποιητική απάντηση στο αυθόρμητο ερώτημα «τι γύρευε ένας υπουργός να συνομιλεί, μ’ αυτό τον τρόπο, με έναν όχι και τόσο συνηθισμένο εκπρόσωπο οικονομικών συμφερόντων;» Καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται σε μια παρατεταμένη λόγω πανδημίας προσυνεδριακή περίοδο, θα μπορούσε να θεωρηθεί κατάλληλη η συγκυρία, και η ευκαιρία, για να τεθούν και να απαντηθούν στοιχειώδη ερωτήματα, που, λόγω του τρόπου με τον οποίο γιγαντώθηκε και έφτασε να γίνει κυβέρνηση μέσα σε ελάχιστο χρόνο αυτό το κόμμα, δεν έχουν τεθεί και δεν έχουν απαντηθεί με όλη την απλότητα και το μέγα βάρος που έχουν.
Πρόκειται στην ουσία για ζητήματα αυτογνωσίας του ΣΥΡΙΖΑ και των ηγεσιών του στη διάρκεια της πορείας του. Το ερώτημα τι κόμμα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, τι θέλει να γίνει και πώς θα το κατορθώσει, στην πράξη δεν έχει συλλογικά τεθεί ως υπαρξιακό ερώτημα. Το ότι αποτελεί «κόμμα εν κινήσει» είναι λιγότερο απάντηση και περισσότερο μέρος του τριπλού ερωτήματος. Οι ειδικές συνθήκες μέσα στις οποίες «κινήθηκε», δεν ευνόησαν την καλλιέργεια μιας συνολικής και συλλογικής απάντησης που να αντιστοιχεί στο διακηρυγμένο χαρακτήρα του.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ιδρύθηκε, αναπτύχθηκε και έγινε κυβέρνηση ωθούμενος από ένα κύμα λαϊκής κινητοποίησης, αγανάκτησης και διάθεσης για απόρριψη του παλιού πολιτικού συστήματος. Δεν επιλέχθηκε από τους ψηφοφόρους ανάμεσα σε παρόμοιους πολιτικούς οργανισμούς. Το ζήτημα γι’ αυτόν ήταν και είναι αν θα μπορέσει απορρίπτοντας φθαρμένες συμπεριφορές και πρακτικές να αξιοποιήσει με νέα μέσα την ώθηση αυτή, να τη μετατρέψει σε εμπιστοσύνη των λαϊκών τάξεων ότι μπορεί να αλλάξει βασικές παραμέτρους στην άσκηση της πολιτικής, στην πρακτική της κυβέρνησης και στη σχέση με τα λαϊκά στρώματα και τα κινήματα που πηγάζουν από τις πραγματικές ανάγκες τους. Είναι θέμα ύπαρξης για τον ΣΥΡΙΖΑ.

Με αυτοκριτική διάθεση

Το στόχο αυτό δεν τον υπηρέτησε παντού συστηματικά και με συνέπεια. Σε κρίσιμους τομείς έδρασε με κινητήρια δύναμη τις αδράνειες του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος, αφήνοντας την αίσθηση ότι δεν φέρνει το νέο και ριζοσπαστικό, αλλά επιχειρεί να διαχειριστεί καταστάσεις ήδη διαμορφωμένες. Και μάλιστα με μια πολιτική αφέλεια, η οποία, από τη θέση πια της κυβέρνησης, άγγιζε τα όρια μιας αλαζονείας που σε τροφοδοτεί με την αυταπάτη ότι μπορείς να κερδίσεις τον αντίπαλο στο γήπεδο που έχει στρώσει ο ίδιος, με το διαιτητή μιλημένο.
Το ενδιαφέρον που έχει μια τέτοια συζήτηση, είναι ότι αφορά το σήμερα και το αύριο, όχι το χθες. Το πώς μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να διεκδικεί την κυβέρνηση: αποδεχόμενος ως μοιραίο το εγκατεστημένο πλαίσιο και τα παμπάλαια μέσα ή αναστοχαζόμενος την πρόσφατη- και κυβερνητική -εμπειρία του και αναζητώντας τα μέσα και την οργάνωση, την πολιτική και την ιδεολογία που αντιστοιχούν σε ένα κόμμα που θέλει ν’ αλλάξει την πραγματικότητα και όχι να γίνει μίζερο μέρος της;
Στην πρώτη περίπτωση, θα έχει υποχωρήσει στην πίεση, που ολοφάνερα του ασκείται, να αναλάβει ρόλο σε ένα τύπο δικομματικού ανταγωνισμού χωρίς πραγματικά διακυβεύματα, ο οποίος μπορεί εύκολα να απολήξει σε ρόλο τριταγωνιστή. Στη δεύτερη, θα έχει αξιοποιήσει τη δυνατότητα που του προσφέρει η συγκυρία, να πιάσει το νήμα της ριζοσπαστικής και ανανεωτικής προέλευσής του διαμορφώνοντας συνθήκες ευνοϊκές για μια διαρκή προοδευτική κινητικότητα στο πολιτικό σκηνικό και τους πολιτικούς και κοινωνικούς συσχετισμούς, διατηρώντας έτσι τον πρωταγωνιστικό ρόλο για τον οποίο έχει επιλεγεί με τη λαϊκή ψήφο.

Ηγεσία που καινοτομεί

Θα μπορέσει η ηγεσία του, στο σύνολό της, με τον πρόεδρό του σε ρόλο εισηγητή και συντονιστή μιας ιστορικής καινοτομίας, να αναλάβει αυτό το αυτοκριτικό και αναζωογονητικό εγχείρημα; Δεν είναι εύκολο, γιατί και με ευθύνη της έχει διαμορφωθεί ένα συλλογικό φαντασιακό, το οποίο καλλιεργεί την εντύπωση ότι η διεκδίκηση της κυβέρνησης θεμελιώνεται σε ένα σχήμα επανάληψης της ιστορίας, όπου η απόδειξη της φαυλότητας, της διαφθοράς, της διαπλοκής του παραδοσιακού πολιτικού συστήματος παίζουν αποφασιστικό ρόλο στη μεταστροφή της «κοινής γνώμης». Η πεποίθηση αυτή δεν εξηγεί τη μακροβιότητα της δεξιάς και την ικανότητά της να επιστρέφει στην κυβέρνηση. Εξηγεί, όμως, την εμμονή στον αναπόδεικτο ισχυρισμό ότι οφείλει η αριστερά, δηλαδή η παράταξη που επιδιώκει την ανατροπή των συσχετισμών, να ανταγωνιστεί τη δεξιά σε ένα πεδίο διαμορφωμένο ειδικά για τη διατήρηση των πραγμάτων ως έχουν: της δικαστικής διερεύνησης και της προπαγανδιστικής διαχείρισης.
Αν αληθεύει ότι η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα έρθει στην κυβέρνηση πάνω σ’ ένα νέο, απρόβλεπτο και από τον ίδιο κύμα ή απλά με την έκθεση της δεξιάς. Είναι υποχρεωμένος να διαμορφώσει τις συνθήκες επανόδου του. Χρειάζεται να καλύψει το κενό επικοινωνίας που του δημιουργούν οι αντίπαλοι, με την οικοδόμηση ενός πολιτικού οργανισμού ικανού να εντοπίζει και να αναδεικνύει τη δυναμική του λαϊκού κινήματος, να συμβάλλει σ’ αυτό, να υποστηρίζει τις δυνάμεις που από τη θέση τους είναι σύμμαχες στην επιδίωξη της ριζικής αλλαγής των πραγμάτων. Χρειάζεται να εμπνεύσει με ένα πρόγραμμα και ένα πολιτικό σχέδιο αυτό τον κόσμο, να του προτείνει μια νέα προοπτική. Αυτός ο κόσμος είναι από καιρό πεισμένος για τον τρόπο με τον οποίο η διαφθορά και η διαπλοκή στήνουν δεκαετίες τώρα το παιχνίδι. Αυτό για το οποίο χρειάζεται να πεισθεί, είναι ότι υπάρχει άλλος δρόμος, άλλος τρόπος και άλλος κόσμος. Ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, με απόδειξη την πρακτική του, προτείνει σ’ αυτόν μια θέση στο προσκήνιο της πολιτικής, όχι στο ακροατήριο ή την κερκίδα.

Χαράλαμπος Γεωργούλας

Πηγή: Η Εποχή