Κανείς δεν ξέρει ποια θα είναι η κατάσταση στην ευρωζώνη και την ΕΕ στο τέλος του 2017, ακόμη και αν οι σημερινές ισχυρές χώρες μέλη της θα έχουν και τότε την ίδια ισχύ ή οι ισχυροί πολιτικοί σήμερα αν υπάρχουν και τότε. Όμως, ατυχώς, το ελληνικό ζήτημα πρέπει να αντιμετωπισθεί, μέσα στους επόμενους δύο μήνες! Και το πλέγμα των αντιθέσεων, συμφερόντων και απόψεων αυτή την στιγμή δεν είναι καθόλου ευνοϊκό για την Ελλάδα.
Αυτό προκύπτει από τις πληροφορίες που υπάρχουν σχετικά με τις «λύσεις» που επεξεργάζονται οι δανειστές για να προσφερθούν/ επιβληθούν στην ελληνική πλευρά. Επείγονται, μάλιστα, να είναι «ώριμες», ως ένα βαθμό, μέχρι σήμερα Κυριακή ούτως ώστε να υπολογιστούν στην αυριανή κρίσιμη συνεδρίαση του ΔΣ του ΔΝΤ για την πορεία της ελληνικής οικονομίας και τη βιωσιμότητα του χρέους.
Θετικότερος συσχετισμός που δεν λειτουργεί
«Ώριμες» λύσεις-προτάσεις στη λογική των δανειστών σημαίνει να τις έχει αποδεχθεί και η Ελλάδα και πρώτα απ’ όλα να ικανοποιούν το ΔΝΤ για να μπορεί να συμμετάσχει. Οι πιο ακραίοι, Σόϊμπλε-ΔΝΤ, γνωρίζουμε τι λένε. Πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ για 10 χρόνια ο κ. Σόιμπλε, θηριώδη μέτρα για να το επιτυγχάνουν το ΔΝΤ.
Οι πιο φιλικοί, π.χ., οι Γερμανοί Σοσιαλδημοκράτες προτείνουν (ο κ. Γκάμπριελ) 3,5% πλεόνασμα για τρία χρόνια και δεν αναφέρονται καν στα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος. Οι Γάλλοι, θυμίζουμε, δεν θεώρησαν εύλογη την πρόταση για πλεόνασμα 2,5% +1% που θα μεταφραστεί σε μείωση φόρων μικρομεσαίων επιχειρήσεων που κατέθεσε ο Ευκλείδης Τσακαλώτος. Επομένως, το ζήτημα της δραστικής μείωσης του αφορολόγητου, η περικοπή των συντάξεων, οι ομαδικές απολύσεις και το lock out, η πώληση της ΔΕΗ και άλλα πολλά βρίσκονται στο τραπέζι, με την άδεια, σχεδόν, όλων των δανειστών.
Ακούμε συχνά ανώτατα στελέχη της κυβέρνησης και του ΣΥΡΙΖΑ να επιχειρηματολογούν και να παρουσιάζουν μια εικόνα θετικότερη για την Ελλάδα, από πλευράς συσχετισμών, από αυτή του Ιουλίου του 2015. Αυτό είναι αλήθεια όπως και ότι η επικίνδυνη ρευστότητα που ενδημεί στην ΕΕ θα έπρεπε να ευνοεί το κλείσιμο προβλημάτων, όπως το ελληνικό πρόγραμμα και η ενίσχυση της θετικής περάτωσής του, άρα και το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης. Αυτό θα είναι το ορθολογικό. Όμως, ο κανόνας αυτός δεν λειτουργεί εφόσον η Γερμανία μπορεί, στο τέλος, να επιβάλει την άποψή της, ιδιαίτερα όταν, παρά τις αντιθέσεις τους, να συμπίπτουν με το ΔΝΤ. Αυτός ο θετικότερος, όντως, συσχετισμός, δεν φθάνει στις αποφάσεις, δεν λειτουργεί.
Οι διαπραγματεύσεις, βέβαια, δεν σταμάτησαν καθόλου την εβδομάδα που μας πέρασε και συνεχίζονται ακόμα και σήμερα, Κυριακή, με διάφορους τρόπους και σε πολλά επίπεδα.
Επιδίωξη η πολιτική συμφωνία
Τηλεδιάσκεψη, ανταλλαγή γραπτών προτάσεων και επιστολών, συναντήσεις του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα με ηγέτες, όπως την καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ, τον πρόεδρο Φρ. Ολάντ, τον κ. Γιούνκερ και άλλους. Στη Μάλτα, προφανώς, στη Διάσκεψη Κορυφής επωφελήθηκε να θέσει το θέμα να βρεθεί μια λύση, να διασωθούν οι ελληνικές θέσεις, να υπάρξει μια πολιτική προσέγγιση των προβλημάτων της Ελλάδας αλλά και της Ευρώπης «Δεν μπορούν να αποφασίζουν κάποια εξωθεσμικά όργανα σε κλειστές πόρτες» σημείωσε σε δηλώσεις του «ούτε μπορεί η Ευρώπη να πορεύεται με προγράμματα λιτότητας, που εξαντλούν το λαό» πρόσθεσε. Αλλά στου κουφού την πόρτα…
Η ελληνική πλευρά προσέρχεται στη διαπραγμάτευση με την απόφαση να συμβάλλει ώστε να κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση, με αποδεδειγμένη τη βούλησή της, όπως έδειξε με τις συμπληρωματικές προτάσεις για κάλυψη του δημοσιονομικού κενού —που είναι απολύτως υπερβολικό—που «εντόπιζαν» οι θεσμοί για το 2018. Όμως, περαιτέρω συζήτηση και ανίχνευση λύσεων, με αμοιβαίες υποχωρήσεις, μπορεί να υπάρξει μόνο αν μια προγενέστερη πολιτική συμφωνία ,πχ στο Γιούρογκρουπ, ανοίξει το δρόμο. Διαφορετικά η έλευση των θεσμών στην Αθήνα δεν έχει κανένα νόημα.
Απαραίτητα τα αμετάθετα όρια
Αυτή τη λύση προσπάθησε να προωθήσει και ο Αλέξης Τσίπρας στη Μάλτα στις συναντήσεις με τους διάφορους ηγέτες. Οι απαντήσεις ήταν πολύ διστακτικές αλλά όχι και εντελώς αποθαρρυντικές. Ακόμα και η απάντηση της κ. Μέρκελ, ότι πρέπει πρώτα να συμφωνήσουν οι θεσμοί, αλλά ότι μετά η αξιολόγηση μπορεί να κλείσει μέσα στο Φεβρουάριο, διαφέρει πολύ από τη βάναυση, για άλλη μια φορά, δήλωση του κ. Σόιμπλε. Όμως, τα περιθώρια είναι λίγα και μένει να δούμε την ερχόμενη εβδομάδα πως θα εξελιχθούν τα πράγματα τόσο στη συνεδρίαση του ΔΝΤ αύριο όσο και στο EuroworkingGroup της Πέμπτης.
Στη δύσκολη αυτή και γεμάτη παγίδες διαπραγμάτευση χρειάζεται να οριστούν, συλλογικά, αμετάθετα όρια. Αυτό να το ξαναπούμε με μεγαλύτερη έμφαση μετά τις αφόρητες πιέσεις που υπήρξαν αυτή την εβδομάδα στην ελληνική κυβέρνηση. Να προσθέσουμε όμως ότι είναι άκρως απαραίτητο να διατηρηθεί και η μέγιστη ομοψυχία, ενότητα και αλληλεγγύη στη βάση συλλογικών αποφάσεων. Η μη εξασφάλιση αυτών των όρων θα ήταν ασυγχώρητη ιστορική αμέλεια.
Ποιος και γιατί δεν κατάλαβε την ουσία της επιστολής Τσακαλώτου;
Ας παρακάμψουμε τo θόρυβο που έκανε ο αντιπολιτευόμενος Τύπος με αφορμή τις διαρροές των δήθεν διαφωνιών μεταξύ υπουργού Οικονομικών και άλλων ανώτατων κυβερνητικών αξιωματούχων. Άλλωστε, όπως τόνισε και ο ίδιος στην Αυγή, «όλα αυτά τα θεωρώ πολιτικό αφρό και δεν υπάρχει λόγος να συνεχίσω να ασχολούμαι περισσότερο». Ας έλθουμε στην ουσία. Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος είχε επανειλημμένα δηλώσει ότι οι συζητήσεις που γίνονται στο εσωτερικό των θεσμών και μεταξύ ελληνικής κυβέρνησης και θεσμών πρέπει να οδηγήσουν σε μια συνολική συμφωνία και να γίνει αυτή αποδεκτή, όχι τμηματικά. «Τίποτε δεν μπορεί να συμφωνηθεί έως ότου συμφωνηθούν όλα», τόνιζε σε συνέντευξή του στην ΕΦΣΥΝ στις 22/1 και πρόσθετε: «στα τρία ζητήματα (της διαπραγμάτευσης) η ελληνική κυβέρνηση προσέρχεται στις συζητήσεις με συγκεκριμένες θέσεις».
Ποια ήταν και είναι τα τρία αυτά ζητήματα; Τα παρέθετε ο ίδιος:
• Οι μεταρρυθμίσεις, οι δημοσιονομικοί στόχοι του προγράμματος, αλλά και αυτές μετά το πρόγραμμα.
• Το πώς θα διασφαλισθεί η επίτευξή τους.
• Τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος.
Στη βάση αυτή συντάχθηκε και η επιστολή προς τους θεσμούς, φυσικά στην προσήκουσα τεχνική γλώσσα. Η διαρροή στο Bloomberg του σημείου της επιστολής μόνο των ποσοστών που αναφέρονται στα διαβαθμισμένα ποσοστά υλοποίησης των προαπαιτούμενων, επομένως, δεν έπρεπε να μπερδέψει καμία και κανέναν, ούτε ασφαλώς και τα στελέχη της κυβέρνησης που ρωτήθηκαν από δημοσιογράφους, δίνοντας έτσι την αφορμή σε μέρος του Τύπου να μιλήσει για ρήγμα στην κυβέρνηση. Καμία αμηχανία δεν ήταν δικαιολογημένη επειδή έσπευσαν να κριτικάρουν την κυβέρνηση ότι δεν είπε την αλήθεια, όταν έλεγε ότι έχει συμφωνηθεί το μεγαλύτερο μέρος των προαπαιτούμενων της δεύτερης αξιολόγησης. Η ΝΔ, επιτιθέμενη, διαστρεβλώνει, αλλά συγχρόνως αποκαλύπτει και την άποψή της για τη διαπραγμάτευση: να γίνουν αμέσως αποδεκτά όσα απαιτούν οι δανειστές, να κλείσει η αξιολόγηση.
Με τη δήλωση του υπουργού Οικονομικών την Πέμπτη ξεκαθαρίστηκαν όλα αυτά: «Πάνω από το 1/3 της συμφωνίας είναι απολύτως ολοκληρωμένο. Ένα δεύτερο 1/3, ίσως λίγο παραπάνω, είναι απόλυτα συμφωνημένο με τους θεσμούς και είμαστε στη διαδικασία υλοποίησης με νόμους, υπουργικές αποφάσεις, εγκυκλίους κ.λπ. Το τελευταίο κομμάτι είναι σε πολιτική διαπραγμάτευση με τους θεσμούς και είναι λογικό να μην έχει συμφωνηθεί, πόσο μάλλον, να έχει νομοθετηθεί».
Ματαίως ο Ευκ. Τσακαλώτος επικαλείται τη «δυναμική της διαπραγμάτευσης», την οποία πρέπει να καταλάβει ο κ. Μητσοτάκης. Διότι εκτός των άλλων, δεν είναι στην αντίληψή του. Εν τούτοις το προσπαθεί: «Όπως έχει πει επισήμως το ΔΝΤ, ο Γερούν Ντάισελμπλουμ, αλλά και η ελληνική κυβέρνηση, μερικά πράγματα δεν μπορούν να συμφωνηθούν αν δεν συμφωνηθούν όλα ως πακέτο. Λογικό είναι, λοιπόν, η κυβέρνηση να μην ανοίγει τα «χαρτιά» της μέχρι να κάνει το ίδιο και η άλλη πλευρά. Εξάλλου μόνο ακραίες φωνές θεωρούν ότι η ελληνική κυβέρνηση ευθύνεται για την όποια καθυστέρηση».
Το ίδιο εξάλλου κάνει και ο κ. Σόιμπλε. Το σημειώνουν και έγκυροι αναλυτές αυτό. «Κρατάει κλειστά τα χαρτιά του μέχρι τη τελευταία στιγμή προκειμένου να πετύχει το στόχο του, κραδαίνοντας πάνω από τη διαπραγμάτευση την απειλή του Grexit…», σημειώνει στο Capital.gr ο Γιάννης Αγγέλης. Μόνο ο κ. Μητσοτάκης δεν το «μετρά» αυτό, όπως και ο κ. Κικίλιας, που έσπευσε να επαναλάβει όσα είπε στη Βουλή ο αρχηγός του.
Παύλος Κλαυδιανός
Πηγή: Η Εποχή