Macro

Θόδωρος Παρασκευόπουλος: Τι τους θέλουν τους προέδρους;

Σημαντική απόδειξη για την ασημαντότητα της ελληνικής δημοσιογραφίας είναι η «συζήτηση» που έγινε και γίνεται για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας. Ο χαμός στα ΜΜΕ, δικαίως, δε φάνηκε να ενδιαφέρει κανέναν άνθρωπο. Η μόνη πρόταση με νόημα ήταν εκείνη της Νέας Αριστεράς για τον Χρήστο Ράμμο, επειδή έθιγε ένα καίριο ζήτημα: τη λειτουργία της δημοκρατίας. Δεν το έθιγε δια του προσώπου, άλλωστε ο Χρήστος Ράμμος δεν είχε καμία πιθανότητα να εκλεγεί, αφού μάλιστα είχε αντιταχθεί στις βρομοδουλειές της κυβέρνησης, ούτε βέβαια, αν εκλεγόταν, θα εμπόδιζε την κυβέρνηση από το να συνεχίσει τις βρομοδουλειές της: το απαγορεύει, πάλι δικαίως, το Σύνταγμα.
 
Η πρόταση της Νέας Αριστεράς καλούσε τα κόμματα της προοδευτικής αντιπολίτευσης να δώσουν μαζί ένα σήμα: ότι το μέτωπο για την υπεράσπιση της δημοκρατίας υπάρχει και λειτουργεί. Αυτό αρνήθηκαν με ιδιοτέλεια τα άλλα κόμματα –πλην ΚΚΕ που η υπεράσπιση της δημοκρατίας δεν το ενδιαφέρει. Το σκεπτικό της πρότασης το αποδέχτηκε ο κ. Ράμμος –ο οποίος ήξερε βέβαια ότι είναι αδύνατο να εκλεγεί, όμως η υποψηφιότητά του θα ενίσχυε τη δημοκρατία. Ως εκ τούτων η πρόταση ήταν πολιτική πράξη με νόημα.
 
Η αιτιολόγηση για την απόρριψη της πρότασης από τα άλλα κόμματα δεν είχε καμία λογική ή πραγματολογική βάση. Το επιχείρημα του ΠΑΣΟΚ ότι «εμείς λειτουργούμε θεσμικά» ήταν ανόητο. «Θεσμικά» εδώ δεν σημαίνει απολύτως τίποτα: δεν υπάρχει καμία συνταγματική ή νομική διάταξη που δίνει στην κυβέρνηση το προβάδισμα για την επιλογή του υποψήφιου ή της υποψήφιας ούτε υπάρχει κανόνας για το πότε θα κατατίθενται οι υποψηφιότητες.
 
Δύο υποψηφιότητες αμηχανίας
 
Από την άλλη, τόσο η υποψηφιότητα της Λούκας Κατσέλη όσο και του Τάσου Γιαννίτση είναι εκδηλώσεις αμηχανίας του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ. Δεν αποτελούν, όπως εκείνη του Χρήστου Ράμμου, παρέμβαση στην πολιτική συγκυρία, αν και δεν έχουν βέβαια τα ίδια χαρακτηριστικά. Η Λούκα Κατσέλη το 2015, ως διοικήτρια της Εθνικής Τράπεζας, συνέβαλε αποφασιστικά στην αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης με την κάρτα αλληλεγγύης την ώρα που οι δραχμοφονιάδες των άλλων τραπεζών επιδίωκαν να κερδοσκοπήσουν με την ανημπόρια εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων. Και μόνο ως εκ τούτου είναι ορθή η θετική ψήφος της Νέας Αριστεράς. Παρά ταύτα η υποψηφιότητά της δεν έχει πολιτικό νόημα στη σημερινή συγκυρία.
 
Αντίθετα, η υποψηφιότητα Γιαννίτση, με την αιτιολόγησή της μάλιστα από τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ –που φαίνεται ότι ο Γιαννίτσης την απαίτησε–, ενισχύει το παραμύθι ότι η κατεδάφιση του ασφαλιστικού συστήματος με το αλήστου μνήμης νομοσχέδιο Γιαννίτση θα απέτρεπε τάχα τη χρεοκοπία του ελληνικού κράτους. Με αυτό το παραμύθι τα αστικά κόμματα και οι προπαγανδιστές τους θέλουνε να πείσουν (και το έχουν εν πολλοίς καταφέρει) ότι τα τωρινά ακόμα απεχθέστερα μέτρα, όπως η κατάργηση της έστω περιορισμένης 13ης σύνταξης που είχε δοθεί επί ΣΥΡΙΖΑ, η ιδιωτικοποίηση της επικουρικής ασφάλισης, οι μίζερες αυξήσεις των συντάξεων και οι επαναλαμβανόμενες μειώσεις της εργοδοτικής εισφοράς στα ταμεία (δηλαδή η μείωση του μισθού, μέρος του οποίου είναι η εργοδοτική εισφορά) είναι αναγκαία.
 
Ένας άχρηστος θεσμός
 
Στη συζήτηση (κουτσομπολιό μάλλον) για την εκλογή Προέδρου, ακούστηκε, περισσότερο από αριστερή πλευρά, η γνώμη ότι ο/η Πρόεδρος πρέπει να έχει φωνή, δηλαδή να παρεμβαίνει με δηλώσεις σε κρίσιμα ζητήματα, όπως τελευταία οι υποκλοπές και μετά το έγκλημα των Τεμπών. Κατά τη γνώμη μου πρόκειται για μια γνώμη οπισθοδρομική. Στην κοινοβουλευτική δημοκρατία δε μπορεί να υπάρχει μονοπρόσωπος, ανεξέλεγκτος θεσμός με αρμοδιότητα να παρεμβαίνει.
 
Κατά τα άλλα, αν θα γινόταν πρόεδρος ή προεδρίνα ο Βενιζέλος, ο Παπαδήμος, η Σακελλαροπούλου, ο Στουρνάρας, η Μενδώνη ή ο Τασούλας (που θα γίνει τελικά), αυτό έχει την ίδια βαρύτητα με τη συμπεριφορά της φοράδας στ’ αλώνι. Βλέπεις, στις αμιγώς κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, η προεδρία της Δημοκρατίας είναι ένας απολύτως άχρηστος θεσμός, οπισθοδρομικός κιόλας, κατάλοιπο της μοναρχίας με όλον τον θεατρινισμό που συνόδευε εκείνη (καλά, χρυσές άμαξες δεν έχουνε), αλλά και την επίδειξη συμβολικού αυταρχισμού που έχει η παρουσία του ή της «πρώτης/ου πολίτη της χώρας» – σκεφτείτε λίγο την αυταρχική γελοιότητα των δύο ένστολων με τα λιλιά που στέκουν ακίνητοι και βλοσυροί πίσω από την Πρόεδρο σε κάθε δημόσια εμφάνισή της ή των δύο τσολιάδων στη σκάλα του προεδρικού μεγάρου.
 
Απόδειξη της αχρηστίας του θεσμού είναι οι κοινοβουλευτικές δημοκρατίες που είτε δεν έχουν επικεφαλής του κράτους, όπως η Ελβετική Συνομοσπονδία (αυτή, στην παράδοση της Επανάστασης του 1848, δεν έχει ούτε πρωθυπουργό), ή διατηρούν έναν επικεφαλής, τον έχουν όμως πλήρως αδρανοποιήσει πολιτικά (κάτι σαν εκείνο το τραγουδάκι των ΕΑΜιτών: για να μένει στο Παλάτι, να διαβάζει Ριζοσπάστη), όπως το Βασίλειο της Σουηδίας. Και στα δύο αυτά κράτη όλες οι λειτουργίες του πολιτεύματος – η ρύθμιση του πολιτεύματος, όπως την αποκαλούν (διορισμός και απόλυση της κυβέρνησης, σύγκλιση και διάλυση της Βουλής, προκήρυξη εκλογών, κύρωση νόμων και διαταγμάτων) είναι αρμοδιότητες της Βουλής και των οργάνων της. Και τα δύο αυτά κράτη λειτουργούν από αυτήν την άποψη μια χαρά. Κατά τα άλλα, αστικά κράτη είναι, αστική πολιτική εφαρμόζουν. Κατά τη γνώμη μου, με αυτό το πνεύμα θα έπρεπε η Αριστερά να συμμετέχει στην κουβέντα για τον θεσμό και για τα πρόσωπα.
 
Εδώ θα υπάρξει ίσως η παρατήρηση ότι η ασχολία με έναν θεσμό του αστικού κράτους και με τα απαιτούμενα για τη λειτουργία της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας αποπροσανατολίζει, αφού, όπως και να έχουν αυτά τα πράγματα, αντιλαϊκή πολιτική θα ασκείται. Το επιχείρημα, που το προβάλλουν ψευδομαρξίζουσες οργανώσεις, κόμματα και πρόσωπα, είναι σαθρό. Παραβλέπει ότι η πολιτική σφαίρα έχει τον δικό της σχετικά αυτόνομο ρόλο· το κύρος του κράτους που, μαζί με άλλα, το υπηρετεί ο θεατρικός αυταρχισμός συμβάλλει στην αναπαραγωγή της αστικής εξουσίας· παραβλέπει ακόμα ότι η διατήρηση του αστικού αυταρχισμού και η εξέλιξή σε υπερθετικό βαθμό από τα καθεστώτα του πάλαι ποτέ «υπαρκτού σοσιαλισμού» συνέβαλε κι αυτή στην απέχθεια των ανθρώπων που έκανε την κατάρρευση τόσο εύκολη.
 
Θόδωρος Παρασκευόπουλος