Macro

Θόδωρος Παρασκευόπουλος: Τι Αστυνομία θέλουμε, τι Αστυνομία μπορούμε να έχουμε

Ο εκδημοκρατισμός των Σωμάτων Ασφαλείας ήταν από τα κεντρικά προγραμματικά ζητήματα που ο ΣΥΡΙΖΑ επεξεργαζόταν και έθετε ήδη από πολύ νωρίς. Πολλές από τις προτάσεις του, μάλιστα, είχαν αντιμετωπιστεί θετικά από τους άνδρες και τις γυναίκες της ΕΛΑΣ, ιδίως τους μήνες μετά τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου. Το 2014, το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ για αλλαγές στα Σώματα Ασφαλείας ήταν έτοιμο. Φυσικά, καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να εφαρμόσει κατά γράμμα ένα κομματικό πρόγραμμα –τα προβλήματα, οι αντιδράσεις που θα συναντήσει, οι προτεραιότητες που θα αναγκαστεί να θέσει θα επιβάλουν προσαρμογή του προγράμματος. Όμως, το πρόγραμμα δίνει την κατευθυντήρια γραμμή.

Δυστυχώς, στην κυβερνητική του θητεία ο ΣΥΡΙΖΑ ελάχιστα έκανε σε αυτόν τον τομέα. Υπήρξε βέβαια μια γενική αλλαγή κλίματος και συμπεριφοράς, όμως η μεταρρύθμιση ή έστω τα μεταρρυθμιστικά βήματα που θα άφηναν κάτι μόνιμο ή κάτι υπερασπίσιμο λείψανε. Ένας από τους λόγους είναι οπωσδήποτε ότι το αρμόδιο υπουργείο άλλαζε συχνά ηγεσία: τρεις υπουργοί σε τεσσεράμισι χρόνια δεν είναι και λίγο. Μπορεί να έπαιξε ρόλο και η ολωσδιόλου διαφορετική αντίληψη του κυβερνητικού εταίρου (των ΑΝΕΛ) για τη δημόσια ασφάλεια. Τέτοιες μεταρρυθμίσεις χρειάζονται πάντως ενιαία συνολική πολιτική και επιστημονική αντίληψη και μακροχρόνιο σχεδιασμό.

Σήμερα, υπάρχει πάλι κρίση στη σχέση Σωμάτων Ασφαλείας και κοινωνίας. Για άλλη μια φορά αποδεικνύεται ότι το δόγμα «νόμος και τάξη υπεράνω όλων», η αντίληψη ότι υπάρχει κάποιος εσωτερικός εχθρός που πρέπει να καταπολεμηθεί οδηγούν σε ασυδοσία που στο τέλος φέρνει την αστυνομία αντιμέτωπη με όλη την κοινωνία. Τέτοιες είναι οι στιγμές όπου η σαφής διατύπωση προτάσεων ριζικής αλλαγής μπορεί να αυξήσουν την αίγλη της Αριστεράς, να πείσουν ότι ο ριζοσπαστισμός μπορεί να είναι ρεαλιστικός και να θεραπεύει υπαρκτά προβλήματα, αλλά και να κινητοποιήσουν άνδρες και γυναίκες που υπηρετούν στην ΕΛΑΣ και δυσφορούν ή υποφέρουν με τη διάσταση μεταξύ αστυνομίας και κοινωνίας.

Κατάργηση των παρααστυνομικών σωμάτων

Η πρώτη αλλαγή θα πρέπει να είναι η κατάργηση των σωμάτων των Ειδικών Φρουρών και των Συνοριοφυλάκων. Στα 2015-2019 δεν έγιναν προσλήψεις σε αυτά τα σώματα, όμως αυτά δεν καταργήθηκαν κιόλας, δηλαδή δεν απαγορεύτηκε η πρόσληψη ανδρών και γυναικών που δεν προέρχονται από τις παραγωγικές σχολές, ώστε να μην υπονομεύεται η ριζοσπαστική μεταρρύθμιση που επέφερε ο «νόμος Παπαθεμελή» (ναι του γνωστού!), με τον οποίο εξασφαλίστηκε η αξιοκρατία και η αντικειμενικότητα στις προσλήψεις και η όμοια εκπαίδευση όλων των αστυνομικών υπαλλήλων.

Η πρόταση που είχε κάνει το 2014 ο ΣΥΡΙΖΑ προβλέπει την παύση προσλήψεων εκτός των παραγωγικών σχολών (με εξαίρεση βέβαια τις επιστημονικές υπηρεσίες της ΕΛΑΣ) και τη μετεκπαίδευση των ανδρών και γυναικών που υπηρετούν σήμερα στους Ειδικούς Φρουρούς κατά το πρότυπο της εξομοίωσης των πτυχίων των Παιδαγωγικών Ακαδημιών με τα πτυχία των Παιδαγωγικών Τμημάτων των Πανεπιστημίων. Όσοι και όσες θα φοιτήσουν επιτυχώς στα τμήματα εξομοίωσης θα αποκτήσουν τα ίδια δικαιώματα με όσες και όσους αποφοιτούν από την Αστυνομική Ακαδημία, διαφορετικά θα συνεχίσουν να υπηρετούν βοηθητικά με το υφιστάμενο καθεστώς μέχρι τη συνταξιοδότησή τους.

Χωροφυλακή ή Αστυνομία;

Η μεγάλη μεταρρύθμιση θα είναι η μετατροπή της Αστυνομίας από ημιστρατιωτικό σώμα, καθεστώς που κληρονόμησε από την παλιά Χωροφυλακή, σε πολιτική υπηρεσία, που όμως δεν μπορεί να είναι ακριβώς όμοια με τις άλλες κρατικές υπηρεσίες. Βλέπεις, η ΕΛΑΣ είναι ένοπλο σώμα, το οποίο δρα και κατασταλτικά× χρειάζεται επομένως την ειδική πειθαρχία που απαιτεί αυτή η φύση της, διαφορετικά θα ήταν μπουλούκι (όπως είναι κιόλας πολλές φορές). Πολιτική υπηρεσία σημαίνει πρώτον, την κατάργηση των στρατιωτικών βαθμών των «αξιωματικών» της και την αντικατάστασή τους με πολιτικούς υπηρεσιακούς βαθμούς. Δεύτερον, σημαίνει την επιλογή της ηγεσίας (των σημερινών ανώτατων αξιωματικών) όχι από το ΚΥΣΕΑ, αλλά με προκήρυξη θέσης, ορισμό προσόντων και σύμφωνη γνώμη της αρμόδιας επιτροπής της Βουλής. Με προκήρυξη και αντικειμενικά κριτήρια θα πρέπει να πληρούνται και όλες οι θέσεις ανώτερων αστυνομικών υπαλλήλων. Τρίτον, σημαίνει την υπαγωγή της ΕΛΑΣ στην εποπτεία αρμόδιας επιτροπής της Βουλής.

Στο ίδιο πλαίσιο ανήκει και η αλλαγή της εκπαίδευσης των αστυνομικών υπαλλήλων. Δεν είναι μόνο ο διαχωρισμός των «αστυνομικών μαθημάτων» με τη στενή έννοια από μαθήματα κοινωνικών επιστημών, των οποίων η έκταση χρειάζεται γενναία διεύρυνση× είναι και η διεξαγωγή αυτών των μαθημάτων σε ακαδημαϊκό επίπεδο, όμοιο με εκείνο των πανεπιστημίων. Αυτό σημαίνει μόνιμο διδακτικό προσωπικό που θα επιλέγεται με ακαδημαϊκά κριτήρια και ακαδημαϊκές διαδικασίες (και όχι ρουσφετολογικά όπως σήμερα), ελευθερία της διδασκαλίας και έρευνα, καθώς και ακαδημαϊκή αυτοδιοίκηση.

Σήμερα υπάρχει εξαιρετικά περιορισμένη δυνατότητα για αποφοίτους της Σχολής Αστυφυλάκων να εγγραφούν στη Σχολή Αξιωματικών, δηλαδή διατηρείται και αναπαράγεται μια «σωματειακή αντίληψη» για τους αξιωματικούς απέναντι στους αστυφύλακες, ενώ θα μπορούσαν αυτοί, οι αστυφύλακες και οι κατώτεροι αξιωματικοί, να είναι η πηγή από την οποία η Αστυνομία θα αντλεί τους ανώτερους και ανώτατους υπαλλήλους της, φυσικά με εξετάσεις, φοίτηση, επενεξέταση κ.λπ. και η Ακαδημία Αστυνομίας να μετατραπεί σταδιακά σε ενιαία σχολή.

Τα όπλα

Μια αγαπημένη αποστροφή του πρώτου υπουργού Αστυνομίας στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, του Γιάννη Πανούση, ήταν ότι δεν νοείται άοπλη αστυνομία, με την οποία απαντούσε, υποτίθεται, σε σχετικές απόψεις εντός του ΣΥΡΙΖΑ.

Τέτοιες απόψεις ούτε διατυπώθηκαν ποτέ ούτε υπήρξαν. Αυτό που υπήρχε και υπάρχει είναι η αμφισβήτηση των σχετικών νομικών διατάξεων και της πρακτικής στην ΕΛΑΣ. Για παράδειγμα, η ικανότητα των αστυνομικών υπαλλήλων να φέρουν όπλα κρίνεται μία φορά μόνο, ενώ θα έπρεπε σε τακτά χρονικά διαστήματα (ας πούμε ανά πενταετία) οι υπάλληλοι να υποβάλλονται σε εξετάσεις ανανέωσης της άδειας οπλοκατοχής και οπλοφορίας. Ακόμα, είναι ακατανόητο για ποιον λόγο οι αστυνομικοί υπάλληλοι δικαιούνται να κατέχουν και άλλο, ιδιωτικό, όπλο εκτός από το υπηρεσιακό. Θα πρέπει επίσης να διευκρινιστεί πότε χρειάζεται οι υπάλληλοι να έχουν οπωσδήποτε τον οπλισμό στο σπίτι τους (με όλους τους κινδύνους που αυτό συνεπάγεται) και πότε όχι – και επομένως το όπλο τους θα φυλάσσεται υποχρεωτικά στην υπηρεσία. Τέλος, δεν αρκεί η απαγόρευση της οπλοχρησίας εναντίον πλήθους× η οπλοφορία αστυνομικών σε διαδηλώσεις, συλλαλητήρια και άλλες λαϊκές εκδηλώσεις πρέπει να απαγορεύεται, όπως και η επέμβαση εποχούμενων αστυνομικών (ομάδα «Δράση»), αλλά και η χρήση μέσων επικίνδυνων για την υγεία ακόμα και για τη ζωή, όπως είναι τα χημικά, η εκτόξευση νερού με μεγάλη πίεση κ.λπ.

Υλικό υπάρχει

Για όλα αυτά και για άλλες πλευρές και πτυχές του ζητήματος ειδικοί επιστήμονες (αναφέρω εδώ τη, γνωστή στους αναγνώστες και τις αναγνώστριες της «Εποχής», Σοφία Βιδάλη) έχουν δουλέψει και ερευνήσει, έχουν γράψει σπουδαία άρθρα και βιβλία. Αλλά και στην ΕΛΑΣ την ίδια έχουν γίνει και γίνονται προτάσεις – όπως είναι φυσικό, προπάντων για τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας και την αντιμετώπιση των αστυνομικών ως εργαζομένων και όχι ως «οργάνων», αλλά κι αυτό είναι σπουδαίο ζήτημα. Η συγκέντρωση και κωδικοποίηση όλων αυτών χρειάζεται να γίνει και ν’ ανοίξει η δημόσια συζήτηση για τη δημόσια ασφάλεια και τους θεσμούς της.

Ανέφερα στην αρχή ότι στα 2015-2019 υπήρξε μεν έλλειψη μεταρρυθμίσεων, αλλά και μια «γενική αλλαγή κλίματος και συμπεριφοράς», κάτι που είδαμε και στην αντιμετώπιση των προσφύγων από Αστυνομία και Λιμενικό. Χρειάστηκαν μόνο λίγοι μήνες δεξιάς κυβέρνησης για να επανέλθει η κατάσταση στην εξαχρείωση του παρελθόντος. Και βέβαια δεν είναι μόνο ο Χρυσοχοΐδης, είναι η διχαστική αντίληψη για «εχθρούς» και «φίλους» της κοινωνίας αντί για πολίτες με δικαιώματα, όπως και η ανάγκη μεγαλύτερης καταστολής, ώστε να περάσει αμαχητί το σχέδιο Πισσαρίδη-ΣΕΒ, η κατάργηση κάθε προστασίας της εργασίας, η ιδιωτικοποίηση της Παιδείας, της Υγείας και της Κοινωνικής Ασφάλισης, ο πολιτισμός μάρκας Μενδώνη.

Η κατάσταση της εξαχρείωσης φέρνει στην επιφάνεια ό,τι πιο αχρείο υπάρχει παντού –και στην ΕΛΑΣ. Ωστόσο, θα ήταν μεγάλο λάθος, αν θεωρούσαμε πως, ως εκ τούτων, η συζήτηση για τη δημοκρατική μεταρρύθμιση της δημόσιας ασφάλειας είναι περιττή και άχρηστη. Ισχύει ακριβώς το αντίθετο: αυτή η συζήτηση και η προβολή ενός διαφορετικού, ρεαλιστικού ωστόσο υποδείγματος που θα συγκινεί και θα συνεγείρει και τους ανθρώπους της ΕΛΑΣ μπορεί να συμβάλει στην αντιστροφή των πραγμάτων.

Θόδωρος Παρασκευόπουλος
Πηγή: Η Εποχή