Ο πρωθυπουργός εξήγγειλε πρόσφατα ένα μέτρο επιστροφής ενός ενοικίου ετησίως στους ενοικιαστές, παρουσιάζοντάς το ως απάντηση στο στεγαστικό πρόβλημα. Άλλη μια φορά η κυβέρνηση βαφτίζει στεγαστική πολιτική ένα μέτρο που όχι μόνο δεν αποτελεί λύση, αλλά οξύνει το πρόβλημα. Πρόκειται για έναν επικοινωνιακό χειρισμό, καθώς δεν εντάσσεται σε καμία συνολική, μακροπρόθεσμη στρατηγική για τη στέγη. Αντί να αντιμετωπίσει τις ρίζες της κρίσης – την έλλειψη στεγαστικών εναλλακτικών, τις ανεξέλεγκτες αυξήσεις και την κερδοσκοπική και επενδυτική χρήση της κατοικίας – η κυβέρνηση επιλέγει και πάλι μια αποσπασματική και έκτακτη παρέμβαση, άλλο ένα τσιρότο στην ανοιχτή πληγή της στεγαστικής κρίσης.
Η διαχρονική έλλειψη ουσιαστικής κοινωνικής πολιτικής κατοικίας, σε συνδυασμό με μια σειρά από μεταρρυθμίσεις που μετέτρεψαν την κατοικία σε επενδυτικό προϊόν, είναι ο λόγος που η Ελλάδα παραμένει ουραγός στους ευρωπαϊκούς δείκτες στεγαστικής ασφάλειας. Ένα στα τέσσερα νοικοκυριά είναι υπερβολικά επιβαρυμένο με στεγαστικά κόστη, τρία στα τέσσερα νέα άτομα εξακολουθούν να μένουν στο γονεϊκό σπίτι λόγω των απλησίαστων ενοικίων, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες οικογένειες ζουν με τη διαρκή αγωνία του επόμενου ενοικίου, περικόπτοντας άλλες βασικές ανάγκες – τροφή, ένδυση, εκπαίδευση – για να αντεπεξέλθουν.
Η κρατική σιωπή απέναντι στη στεγαστική κρίση είναι εκκωφαντική. Αντί για μια συνεκτική δημόσια πολιτική για τη στέγη, βλέπουμε προγράμματα κινήτρων και επιδοτήσεων – «Σπίτι μου», «Ανακαινίζω-νοικιάζω», «Κοινωνική αντιπαροχή» − που διοχετεύουν δημόσιους πόρους στους ίδιους τους επωφελούμενους από την στεγαστική κρίση – εκμισθωτές, μεσίτες, κατασκευαστές και επενδυτές − χωρίς να παρέχουν ταυτόχρονα στους ενοικιαστές κάποια εγγύηση όσον αφορά την ασφάλεια της μίσθωσης και τον εξορθολογισμό των ενοικίων. Όσα παρουσιάζονται ως στεγαστική πολιτική, λοιπόν, υποδαυλίζουν την κερδοσκοπία, ανεβάζουν τις τιμές και βαθαίνουν την κρίση.
Η επιστροφή του ενός ενοικίου, όσο κι αν προβάλλεται ως γενναιόδωρη παροχή, εντάσσεται ακριβώς στην ίδια λογική. Σε μια αρρύθμιστη και ασύδοτη αγορά κατοικίας, τέτοιου είδους επιδοματικές «ανάσες» καταλήγουν να ενισχύουν όσους ήδη επωφελούνται. Είναι σίγουρο ότι τον Δεκέμβριο, αμέσως μετά την εφαρμογή του μέτρου, οι εκμισθωτές − η μειοψηφία του πληθυσμού που θησαυρίζει από την κρίση − θα σπεύσουν να αυξήσουν κι άλλο τις τιμές, για να πάρουν και πάλι τη μερίδα του λέοντος από το δημόσιο χρήμα. Όπως μέσω της επιδότησης στεγαστικών δανείων με τα προγράμματα «Σπίτι μου» δημόσιο χρήμα καταλήγει στις τσέπες των πωλητών ακινήτων, που ανεβάζουν τις τιμές των επιλέξιμων κατοικιών εν μία νυκτί, έτσι και μέσω της αύξησης των μισθωμάτων η επιστροφή ενοικίου θα ωφελήσει κυρίως τους εκμισθωτές. Δεν είναι τυχαίο ότι η επιδότηση ενοικίου είναι από τα λίγα στεγαστικά μέτρα που παίρνουν την έγκριση της ΠΟΜΙΔΑ, της οργάνωσης που σκοπό έχει να συντηρήσει τη στεγαστική κρίση στη χώρα μας, και άρα τα εισοδήματα των μελών της.
Επιπλέον, ο σχεδιασμός του μέτρου έχει σαφή φοροεισπρακτικό χαρακτήρα. Αφού η κυβέρνηση αδυνατεί να ελέγξει τα αδήλωτα εισοδήματα από ενοίκια, μετατρέπει τους ενοικιαστές σε άτυπους ελεγκτές, αναγκάζοντάς τους να πιέσουν τους εκμισθωτές να δηλώσουν όσα μέχρι τώρα απέκρυπταν. Οι εκμισθωτές, με τη σειρά τους, θα αυξήσουν το ενοίκιο, προκειμένου να αποζημιωθούν για την απώλεια των «μαύρων». Αυτή είναι η περιβόητη «αυτορρύθμιση» της αγοράς: ο νόμος του ισχυρού. Κάθε φορά που ακούμε «προσφορά και ζήτηση» πρέπει να φέρνουμε στον νου μας όλα τα μικρά και μεγάλα νομοθετήματα των τελευταίων ετών που στόχο είχαν να ανεβάσουν τις τιμές στην κτηματαγορά, να περιορίσουν την οικιστική χρήση, να δημιουργήσουν περιθώρια κέρδους για όσους βλέπουν τις πόλεις ως πεδίο κερδοσκοπίας και να αποδυναμώσουν όσους τις βλέπουν ως χώρο διαβίωσης.
Φυσικά, τα χρήματα αυτά καλώς θα επιστραφούν στην κοινωνία· είναι δικά μας χρήματα, δουλέψαμε και φορολογηθήκαμε για αυτά. Δεν πρέπει να υποτιμούμε την σημασία που έχουν τέτοιες «ανάσες» στην οικονομία ενός νοικοκυριού. Σε καμία περίπτωση όμως δεν πρέπει να συγχέουμε τέτοια επιδόματα με στεγαστική πολιτική. Η κατοικία είναι θεμελιώδες κοινωνικό δικαίωμα, πυλώνας ευημερίας και αξιοπρέπειας για την κοινωνική πλειοψηφία. Το στεγαστικό πρόβλημα δεν θα λυθεί με αποσπασματικά και έκτακτα μέτρα, αλλά απαιτείται ριζική αλλαγή πορείας· χρειάζεται μια ενιαία, συνεκτική και μακροπρόθεσμη στεγαστική πολιτική που θα έχει γνώμονα τις ανάγκες των πολλών και όχι τα κέρδη των λίγων. Αυτό σημαίνει ουσιαστικό έλεγχο των αυξήσεων των ενοικίων για την ανάσχεση της αισχροκέρδειας, παράλληλα με πραγματικές δημόσιες επενδύσεις στη στέγη με δημιουργία ικανού αποθέματος κοινωνικής κατοικίας, δηλαδή ενοικιαζόμενης κατοικίας που να διατίθεται έξω από την αγορά.
Μοντέλα εφαρμογής των παραπάνω πολιτικών υπάρχουν πολλά. Αυτό που απουσιάζει, ωστόσο, δεν είναι μόνο η πολιτική βούληση και η πυγμή για να παραμεριστούν οι κερδοσκόποι, αλλά και η συλλογική δυνατότητα να φανταστούμε την στεγαστική ασφάλεια πέρα από την ιδιόκτητη κατοικία. Η κοινωνία παραμένει εν πολλοίς εγκλωβισμένη στο φαντασιακό της ιδιοκατοίκησης, παρόλο που πλέον όλες οι οδοί προς αυτήν έχουν οριστικά κλείσει. Την έλλειψη φαντασίας αυτή την εκμεταλλεύεται η κυβέρνηση, προκειμένου να μας πείσει ότι δεν υπάρχει εναλλακτική στην σημερινή ανυπόφορη στεγαστική κατάσταση.
Η υπέρβαση της στεγαστικής κρίσης δεν απαιτεί απλά πιο εμπεριστατωμένες προτάσεις στεγαστικών πολιτικών ή μια πιο προοδευτική διακυβέρνηση. Είναι απαραίτητο οι ίδιοι οι πληττόμενοι και πληττόμενες από την κρίση να πάρουν πρωτοβουλία, να αρθρώσουν αιτήματα για ασφαλή, αξιοπρεπή και οικονομική κατοικία, να αλλάξουν τους συσχετισμούς και να προβάλλουν μια διαφορετική αντίληψη για την στέγη, που να υπερβαίνει τον ορίζοντα της ιδιόκτητης κατοικίας. Η συλλογική οργάνωση όσων βιώνουν στεγαστική επισφάλεια και η αποφασιστική διεκδίκηση του δικαιώματος στην κατοικία είναι προαπαιτούμενο για οποιαδήποτε αλλαγή πορείας. Ήδη εμφανίζονται τα τελευταία χρόνια, για πρώτη φορά στην πρόσφατη ιστορία της χώρας, οργανώσεις, σωματεία και δίκτυα με σαφή στεγαστικά αιτήματα, διαγράφοντας σε εμβρυακή μορφή ένα στεγαστικό κίνημα, έναν πολύμορφο και αποκεντρωμένο συλλογικό φορέα που θα διεκδικήσει την κατοικία ως κοινωνικό δικαίωμα. Η διοργάνωση δράσεων πανελλαδικά το Σάββατο 28 Απριλίου, στο πλαίσιο των Παγκόσμιων Ημερών Δράσης για τη Στέγη, μπορεί να αποτελέσει ένα βήμα σε αυτήν την κατεύθυνση.
Ο Θοδωρής Καρυώτης είναι κοινωνικός επιστήμονας και ιδρυτικό μέλος της Ένωσης Ενοικιαστών Θεσσαλονίκης