Τη συνέντευξη πήρε ο Παύλος Κλαυδιανός
Η κυβέρνηση, μετά το εργασιακό, ετοιμάζει νέες θεσμικές ανατροπές. Υπολογίζει κάτι λάθος ή βρίσκει εύφορο έδαφος;
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη υπολογίζει μόνο τον στρατηγικό στόχο της, την οριστική και μη αμφισβητούμενη κυριαρχία του αστισμού στην Ελλάδα. Άλλωστε, έχει δεσμεύσεις γι’ αυτό τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό. Γι’ αυτό και βιάζεται πολύ, πριν η φθορά της, της αφαιρέσει τη δυνατότητα να αξιοποιεί με τον πιο αντιδημοκρατικό τρόπο την πανδημία. Ο Μητσοτάκης ξέρει πολύ καλά, βοηθούσης και της πανδημίας, πως ή τώρα ή ποτέ. Όμως η στρατηγική της Δεξιάς για να ανατραπεί, απαιτεί αξιόπιστη εναλλακτική στρατηγική της Αριστεράς. Αυτός πρέπει να είναι κυρίως ο στόχος μας και όχι μόνο η αποδόμηση του Μητσοτάκη.
Το εργασιακό, όμως, έδειξε ότι, αν και παραμένουν αντιπαλότητες, οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης αντέδρασαν, για πρώτη φορά, παράλληλα. Πώς θεωρείς ότι θα το προσλάβει η κυβέρνηση;
Η κυβέρνηση έχει σοβαρούς και υπαρκτούς λόγους να φοβάται το κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο αντίστασης στις στρατηγικές επιλογές της. Ήδη το πανεκπαιδευτικό, κυρίως το νεολαιίστικο κίνημα, την έχει υποχρεώσει δύο φορές σε μελετημένες αναδιπλώσεις. Θα κάνει τα πάντα για να το αποτρέψει. Για μας πρέπει να γίνει κορυφαία προτεραιότητα.
Έρχεται το ασφαλιστικό που, κατά την κυβερνητική πρακτική, δεν θα περιορίζεται μόνο στην επικουρική ασφάλιση. Ο ΣΥΡΙΖΑ–ΠΣ θα περιμένει τη Βουλή για να ενισχύσει τις κοινές αντικυβερνητικές θέσεις ή θα προεργαστεί;
Η μάχη στη Βουλή είναι σημαντική για πολλούς λόγους. Μην την υποτιμάμε. Αλλά όντως δεν φτάνει. Ούτε ο δρόμος φτάνει από μόνος του. Χρειαζόμαστε «διείσδυση» ιδεών και ελπίδας όπου ζει, εργάζεται ή και ξεσκάει η κοινωνία. Βουλή–δρόμος–καθημερινή ζωή είναι από κοινού τα τρία κρίσιμα πεδία που πρέπει να γίνουν ένα. Φυσικά και το κόμμα είναι «κρίσιμο πεδίο».
Σχετικά μ’ αυτό σημειώσαμε στην «Εποχή» ότι στην πολιτική εισέβαλε ένας «νέος» παίκτης, ο αντιδρών κοινωνικός παράγοντας. Ήταν πρόωρη εκτίμηση, επιθυμία ή υπάρχει σ’ αυτό πολιτική ουσία;
Αυτός ο «νέος παίκτης», ο αντιδρών κοινωνικός παράγοντας, είναι ο διαχρονικός και πάντα νέος… μαθουσάλας των κοινωνικών και πολιτικών εξελίξεων και ανατροπών. Μόνο που δεν τον παραγγέλνεις και ποτέ δεν ξέρεις πότε θα έρθει. Η καλύτερη στάση είναι να είμαστε πάντα διαθέσιμοι για την υποδοχή του, ώστε να μας εμπιστευτεί. Όλα θα κριθούν από τον βαθμό στέρεης κοινωνικής αυτοπεποίθησης. Σε αυτό καλούμαστε να δώσουμε τον καλύτερο εαυτό μας. Όχι απογοήτευση, επειδή χάσαμε τις εκλογές του 2019. Ο δρόμος θέλει… δρόμο.
Αν, όμως, ο παράγοντας αυτός –νέος παίκτης κτλ– γίνεται όλο και περισσότερο αισθητός, θα μπορεί άραγε να επηρεάσει θετικά τις πολιτικές συμπεριφορές των κομμάτων της αντιπολίτευσης, παρά τις έκδηλες αντιπαλότητές τους;
Ο ΣΥΡΙΖΑ θέριεψε με κεντρικό διακηρυγμένο στόχο και κάλεσμα την ενότητα της Αριστεράς. Ο Γιάννης Μπανιάς δυστυχώς δεν ζει πια. Μας λείπει πάρα πολύ, εννέα χρόνια τώρα. Μπορεί να άλλαξαν πολλά και παντού από τότε, αλλά όντως λείπει και στις παρούσες συνθήκες. Το όραμα που υπηρέτησε με πείσμα (όχι βέβαια μόνος του), και το κατάφερε σε μεγάλο βαθμό, ξανάρχεται σήμερα με νέα δεδομένα. Τώρα πια, όμως, ξέρουμε ότι η ενότητα, χωρίς να γίνει αίτημα των «από κάτω», δεν μπορεί να ξεπεράσει τις αδράνειες των «από πάνω». Ταυτόχρονα ξέρουμε πως, χωρίς πρωτοβουλίες των «από πάνω», το αίτημα είναι δύσκολο να δικαιωθεί. Σήμερα, ο ΣΥΡΙΖΑ–Προοδευτική Συμμαχία καλείται να μιλήσει πολύ δυνατά για ισότιμη, πολυεπίπεδη συνεργασία και συμπόρευση Αριστεράς–Πράσινων–Αντινεοφιλελεύθερης Σοσιαλδημοκρατίας, με βάση όμως καθαρές αρχές, σαφείς στόχους και αδιαπραγμάτευτο σεβασμό στην ιδιαίτερη διαδρομή κάθε ρεύματος, χωρίς ηγεμονισμούς και χωρίς μπουρδουκλώματα συγκυριακής ψηφοθηρικής σκοπιμότητας. Βεβαίως και με σκληρή αποθάρρυνση προσωπικών σχεδίων.
Εκτιμάς ότι έχει τεθεί στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα της προοδευτικής διακυβέρνησης; Εννοώ, υπάρχει ακόμη απόσταση μεταξύ αυτής της πολιτικής θέσης και της διαπιστωμένης ανάγκης γι’ αυτή από κοινωνικές δυνάμεις;
Πριν από μερικούς μήνες, σε μία συνεδρίαση του Πολιτικού Συμβουλίου του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία, ο σύντροφος Μενέλαος Γκίβαλος μας πρότεινε ένα ενιαίο δίπτυχο (όσο το θυμάμαι με πλήρη ακρίβεια): αρχές, αξίες και όραμα αριστερό και ριζοσπαστικό – διακυβέρνηση προοδευτική. Προσωπικά συμφωνώ και πιστεύω πως αυτό το δίπτυχο πρέπει να το μελετήσουμε σοβαρά και να εμβαθύνουμε συλλογικά και ενιαία και στις δύο πτυχές του. Εάν το καταφέρουμε, θα έχουμε καλύψει ένα σημαντικό τμήμα του συλλογικά συμφωνημένου Πολιτικού Σχεδίου, που μας λείπει και το έχουμε ανάγκη επειγόντως.
Σε ικανοποιεί η έως τώρα εργασία του κόμματος, που είναι και ο νομοθέτης της απλής αναλογικής, στο ζήτημα των συμμαχιών; Δίνει την εντύπωση ότι όταν μιλά για τη δυνατότητα κυβέρνησης από τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης περισσότερο αμύνεται. Πώς το κόμμα θα γίνει πειστικό έναντι και των υποψήφιων συμμάχων και της, βαλλόμενης από τη Δεξιά, κοινωνίας;
Η ερώτηση περικλείει εξαιρετικά εύστοχα και την απάντηση, την οποία και αποδέχομαι. Προσθέτω μόνο ότι, όποτε κι αν γίνουν οι εκλογές, εκτιμώ με βεβαιότητα πως υπό τις παρούσες συνθήκες η ΝΔ θα στοχεύσει στην αποδυνάμωση ή και στην ενσωμάτωση των ακροδεξιών ή κεντροδεξιών δυνάμεων με τον «μπαμπούλα» του ΣΥΡΙΖΑ–Προοδευτική Συμμαχία. Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρει, κυρίως γιατί δεν ξέρουμε πότε θα γίνουν οι εκλογές. Ελπίζω βάσιμα πως δεν θα τα καταφέρει. Είναι και στο χέρι μας. Η πόλωση, όμως, θα είναι δεδομένη και έντονη. Εμείς μπορούμε να κάνουμε ανάλογη επιλογή; Κι αν μπορούμε, πρέπει; Προσωπικά λέω όχι. Αλλά και εδώ χρειαζόμαστε Πολιτικό Σχέδιο.
Στις συζητήσεις επανέρχεται το ζήτημα του αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου ή ρεύματος, διότι όντως διαρκεί και τώρα στην αντιπολίτευση. Εντυπωσιάζει ότι πολιτικοί επιστήμονες της εγκυρότητας του Ηλία Νικολακόπουλου εκτιμούν ότι δεν έχει γίνει ούτε καν ακόμη αποδεκτό ως ζήτημα προς αντιμετώπιση και μελέτη από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ–ΠΣ. Είναι έτσι;
Τρίτο κορυφαίο ζήτημα του Πολιτικού Σχεδίου. Από μία άποψη, μάλιστα, το πιο κρίσιμο. Το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο δεν είναι μόνο μία στρατηγική κομματική επινόηση της ΝΔ. Είναι και το πολιτικό κόστος για μας του μνημονιακού συμβιβασμού. Πρέπει να αντιμετωπίσουμε τη στρατηγική επιλογή του συστήματος, ή να μας ενσωματώσει ή να μας αποδυναμώσει, και πρέπει επίσης να επανασυγκροτήσουμε σχέσεις εμπιστοσύνης με την κοινωνία. Ο Απολογισμός 2012–2019 ήταν ένα βήμα προς αυτή την ανίχνευση. Εν πολλοίς έχει μείνει συλλογικά αναξιοποίητο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ πώς ερμηνεύει το φαινόμενο να ενισχύεται κατά οκτώ μονάδες περίπου από τις ευρωεκλογές στις εθνικές και μετά, κατά τις δημοσκοπήσεις, οι σπεύδοντες κοντά του (κυρίως νέες/οι) επανέρχονται στην υπό αίρεση υποστήριξη; Έχουμε δυο χρόνια δεξιάς κυβέρνησης, γιατί δεν ενισχύεται ο ΣΥΡΙΖΑ;
Το 32% των εκλογών του 2019 είναι μία πολύ ισχυρή έγκριση και εντολή, κυρίως από λαϊκά στρώματα και νέους ανθρώπους. Μας έχει αναδείξει, μάλιστα, στο πιο ισχυρό κόμμα της Αριστεράς στην Ευρώπη. Αυτό θα πρέπει να είναι για μας βάση αυτοεκτίμησης, χωρίς βέβαια σύνδρομα υπεροψίας. Το 32%, ή ακόμα και το δημοσκοπικό 22%, πρέπει να ιδωθούν ως εφαλτηριακή βάση στρατηγικής αντεπίθεσης, με κύριους στόχους τις προσδοκίες των λαϊκών στρωμάτων και της νεολαίας. Για να κτίσουμε ξανά κοινωνικές συμμαχίες, πρέπει να ξεκινάμε από στέρεη βάση. Τίποτα δεν είναι εύκολο και δεδομένο, κανείς δεν έχει έτοιμες λύσεις, αλλά μερικά στοιχειώδη θα πρέπει να είναι αδιαπραγμάτευτα.
Επίκειται η προγραμματική Συνδιάσκεψη. Αναγκαίο και σπουδαίο βήμα, που έχει όμως και υστερήσεις, αν κριθεί με βάση τα επίδικα που έχουν τεθεί στην εποχή μας, από την τριπλή κρίση του καπιταλισμού. Οι περιβαλλοντικές, ιδίως οι ενεργειακές προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ, έχουν δεχθεί ισχυρή κριτική.
Μακάρι η επικείμενη Πανελλαδική Προγραμματική Συνδιάσκεψη να καταγραφεί ως μείζον πολιτικό γεγονός. Η κλιματική κρίση και οι ενεργειακοί πόροι είναι βέβαιο ότι θα μας απασχολήσουν. Εργασία – Περιβάλλον – Δημοκρατία είναι το κεντρικό τρίπτυχο στο οποίο η ριζοσπαστική Αριστερά, ο ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία οφείλει να βάλει τη σφραγίδα του. Η επιτυχία της Συνδιάσκεψης πρέπει να γίνει εφαλτήριο, όχι μόνο για τη συνέχιση της δράσης μας, αλλά και για την πορεία μας προς το Συνέδριο. Μακάρι επίσης τα συμπεράσματα της Συνδιάσκεψης να γίνουν διεκδικήσιμοι στόχοι μαζί με την κοινωνία.
Ποια η προοπτική Συνεδρίου; Οι θεσμικές, συμφωνημένες, παρεκκλίσεις για να διευκολυνθεί η διεύρυνση δεν διαρκούν πολύ; Εν τω μεταξύ, έχει αρχίσει και μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση για το είδος του κόμματος που χρειαζόμαστε.
Έχουμε μεγάλη ανάγκη το Συνέδριο. Μας πρόλαβε η πανδημία και δεν το πραγματοποιήσαμε το 2020. Με σεβασμό, βέβαια, στους υγειονομικούς κανόνες και με την κρυφή ελπίδα ότι η πανδημία θα ελεγχθεί, ελπίζω να το πραγματοποιήσουμε μέσα στο 2021. Σε αυτό θα πρέπει να στοχεύσουμε συλλογικά. Ο ΣΥΡΙΖΑ–Προοδευτική Συμμαχία διανύει δύο χρόνια τώρα περίοδο μεταβατική, με ρυθμίσεις ανάγκης «υβριδικού» χαρακτήρα, οι οποίες όμως πρέπει να τελειώνουν. Οι σαφείς συλλογικές αποφάσεις, η δημοκρατική νομιμοποίηση των οργάνων και η εμβάθυνση των απαντήσεων για παλαιά και νέα προβλήματα είναι ζητήματα τεράστιας σημασίας, που, αν κάτι μπορεί να μας τα εξασφαλίσει, δεν νομίζω ότι υπάρχει τίποτα άλλο εκτός από το Συνέδριο. Συμφωνώ τέλος ότι η συζήτηση για το είδος του κόμματος που χρειαζόμαστε είναι ήδη πολύ ενδιαφέρουσα και πρέπει να συνεχιστεί. Δεν πρέπει, όμως, να μείνουμε στο τι κόμμα δεν θέλουμε. Αντίθετα, πρέπει να μιλήσουμε ξανά για την ανάγκη του κόμματος και δη του αριστερού κόμματος. Μέσα στην παγκόσμια κρίση του κομματικού φαινομένου, όπως και της πολιτικής, οφείλουμε να υπερασπιστούμε τον πολύτιμο ρόλο που ανέλαβε να επιτελέσει στη σύγχρονη παγκόσμια ιστορία «ο θεσμός της ένωσης προσώπων, που ξεκινώντας από κοινή ιδεολογική βάση, αναλαμβάνουν την υποχρέωση να επεξεργάζονται διαρκώς πολιτικές προτάσεις για την πρόοδο, την ισότητα και τη δικαιοσύνη και να τις διεκδικούν μαζί με την κοινωνία». Εάν αυτό είναι για μας το κόμμα, τότε γίνεται φανερό γιατί αξίζει και να το υπερασπιστούμε.
Πηγή: Η Εποχή