Ηχητικό

Θέμης Αχτσιόγλου: Ευρωπαϊκή οδηγία, συλλογικές συμβάσεις, εργατικό κίνημα: σχέσεις ασυμβίβαστες;

 
 
Στις 19-10-2022 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ε.Ε., μετά από αντιπαραθέσεις μιας διετίας, έντονες ζυμώσεις και πολιτικούς συμβιβασμούς, εξέδωσαν την Οδηγία 2022/2041/ΕΕ, η μεταφορά της οποίας στα εθνικά δίκαια πρέπει να γίνει το αργότερο μέχρι τις 15-11-2024.
 
 
Η Οδηγία αποσκοπεί:
 
 
α) Να διασφαλίσει ότι οι εργαζόμενοι σε ολόκληρη την Ε.Ε. θα προστατεύονται από επαρκείς κατώτατους μισθούς, απολαμβάνοντας μια αξιοπρεπή διαβίωση όπου κι αν εργάζονται.
 
 
β) Να προωθήσει τις συλλογικές διαπραγματεύσεις για τον καθορισμό των μισθών, ώστε να αυξηθεί το ποσοστό των εργαζομένων που καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις εργασίας.
 
 
Η Οδηγία, παρά τα επιμέρους προβλήματά της, είναι σημαντική διότι σηματοδοτεί μια αλλαγή παραδείγματος στις πολιτικές της Ε.Ε. για την αντιμετώπιση των μισθών. Για πρώτη φορά, στο πλαίσιο βέβαια πάντα της φιλελεύθερης καπιταλιστικής οικονομίας, ο μισθός, από κόστος εργασίας και τροχοπέδη στην ανταγωνιστικότητα και την ευελιξία της αγοράς, αντιμετωπίζεται (τουλάχιστον διακηρυκτικά) ως μοχλός προόδου και ανοδικής κοινωνικής σύγκλισης. Με τον τρόπο αυτό επιχειρείται μια ενίσχυση του κοινωνικού προσώπου της Ε.Ε.
 
 
Η προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων
 
 
Ειδικότερα, όσον αφορά το ζήτημα της προώθησης των συλλογικών διαπραγματεύσεων, με την παρ. 1 του άρθρου 4 της Οδηγίας επιβάλλονται στα κράτη-μέλη οι ακόλουθες βασικές υποχρεώσεις:
 
 
α) Να ενισχύσουν την ικανότητα των κοινωνικών εταίρων να συμμετέχουν σε διαδικασίες συλλογικής διαπραγμάτευσης για τον καθορισμό των μισθών, ιδίως σε κλαδικό ή διακλαδικό επίπεδο.
 
 
β) Να ενθαρρύνουν τις ουσιαστικές και εποικοδομητικές διαπραγματεύσεις μεταξύ των κοινωνικών εταίρων και τη διεξαγωγή τους με ίσους όρους και με κατάλληλη πληροφόρηση.
 
Στα κράτη-μέλη, στα οποία το ποσοστό κάλυψης των εργαζομένων από ΣΣΕ είναι χαμηλότερο από 80%, η παράγραφος 2 του άρθρου 4 επιβάλλει δύο πρόσθετες υποχρεώσεις:
 
 
α) Να θεσπίσουν ένα πλαίσιο προώθησης των συλλογικών διαπραγματεύσεων είτε μέσω νόμου, μετά από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους, είτε με συμφωνία με αυτούς.
 
 
β) Να καταρτίσουν ένα πενταετές σχέδιο δράσης για την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Το σχέδιο πρέπει να έχει σαφές χρονοδιάγραμμα και συγκεκριμένα μέτρα, ώστε σταδιακά να αυξηθεί το ποσοστό κάλυψης από ΣΣΕ., να επανεξετάζεται τακτικά (τουλάχιστον ανά πενταετία) και, όταν χρειάζεται, να αναθεωρείται.
 
 
Οι ρυθμίσεις της παραγράφου 1 αποτελούν κατευθυντήριες αρχές προς τον εθνικό νομοθέτη, η μη τήρηση των οποίων δεν έχει έννομες συνέπειες για τα κράτη-μέλη, οπότε υπάρχει ο κίνδυνος να παραμείνουν ανενεργές.
 
 
Οι υποχρεώσεις όμως της παραγράφου 2 είναι σαφείς και ορισμένες. Σε περίπτωση που ένα κράτος-μέλος δεν θεσπίσει σχέδιο δράσης ή θεσπίσει σχέδιο αλλά με γενικούς όρους και χωρίς συγκεκριμένα μέτρα ή παραλείπει να το αναθεωρεί ανά τακτά χρονικά διαστήματα κ.λπ., η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει δικαίωμα να κινήσει διαδικασία εναντίον του για πλημμελή εφαρμογή των διατάξεων της Οδηγίας. Βέβαια, το αν η Επιτροπή θα ενεργοποιήσει τη σχετική διαδικασία, είναι θέμα πολιτικής απόφασης.
 
 
Οι υποχρεώσεις της Ελλάδας
 
 
Η κάλυψη των εργαζομένων από ΣΣΕ στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια έπεσε δραματικά, ως αποτέλεσμα κυρίως των χειρουργικών επεμβάσεων στη νομοθεσία για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις κατά τη διάρκεια της μνημονιακής περιόδου, αλλά και των μέτρων που συνεχίζει να λαμβάνει η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας χωρίς πλέον τους καταναγκασμούς των μνημονίων. Έτσι, π.χ. το ποσοστό κάλυψης από ΣΣΕ το 2016 ήταν 26% και το 2022 29% (με 38 μόνο κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές συμβάσεις σε ισχύ, από τις οποίες μόνο 5 είχαν κηρυχθεί γενικά υποχρεωτικές).
 
 
Τούτο σημαίνει ότι η Ελλάδα, που βρίσκεται πολύ χαμηλότερα από το όριο του 80%, έχει υποχρέωση να διαμορφώσει ένα σχέδιο δράσης με δραστικές νομοθετικές παρεμβάσεις, που να ευνοούν την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
 
Το σχέδιο αυτό είναι απαραίτητο να περιλαμβάνει μεταρρυθμίσεις βασικών κεφαλαίων του συλλογικού εργατικού δικαίου, μεταξύ των οποίων ενδεικτικά αναφέρονται οι παρακάτω:
 
 
α) Η επαναφορά της διαδικασίας διαμόρφωσης του κατώτατου μισθού στο καθεστώς που ίσχυε πριν από το 2012, δηλαδή με απευθείας διαπραγματεύσεις μεταξύ των κοινωνικών εταίρων και την υπογραφή εθνικής ΣΣΕ.
 
 
β) Η ουσιαστική ανάκαμψη του κλαδικού και διακλαδικού επιπέδου διαπραγμάτευσης και η επάνοδος του επιχειρησιακού επιπέδου στον μη κυρίαρχο ρόλο που είχε στο σύστημα του αρχικού ν. 1876/1990.
 
 
γ) Η χωρίς εξαιρέσεις εφαρμογή της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης σε περίπτωση συρροής ΣΣΕ.
 
 
δ) Η επαναφορά της δυνατότητας μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία για την επίλυση των διαφωνιών που παρουσιάζονται στις συλλογικές διαπραγματεύσεις μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων, όπως ίσχυε αρχικά στον ν. 1876/1990.
 
 
ε) Η άρση των εμποδίων στην άσκηση του δικαιώματος της απεργίας, αφού προώθηση της συλλογικής διαπραγμάτευσης χωρίς πραγματική δυνατότητα προσφυγής σε απεργία δεν νοείται.
 
 
στ) Η κατάργηση των συνεπειών της μη καταχώρισης των συνδικαλιστικών οργανώσεων στο Γενικό Μητρώο Συνδικαλιστικών Οργανώσεων Εργαζομένων, οι οποίες οδηγούν στην αναστολή του δικαιώματός τους να διαπραγματεύονται συλλογικά και να καταρτίζουν ΣΣΕ.
 
 
Η ανάγκη ενίσχυσης των αριστερών δυνάμεων
 
 
Για να γίνουν όλα αυτά, απαιτείται πολιτική βούληση και διαφορετικές πολιτικές από αυτές που η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, για πολύ σαφείς ιδεολογικούς και ταξικούς λόγους, εφαρμόζει. Χρειάζεται επίσης ένα ρωμαλέο συνδικαλιστικό κίνημα, που θα διεκδικήσει και θα επιβάλει τις αλλαγές αυτές, καθώς και μια ενεργή κοινωνία πολιτών.
 
 
Οι ερχόμενες εκλογές για το Ευρωκοινοβούλιο είναι ευκαιρία να αποδοκιμαστούν οι δεξιές και νεοφιλελεύθερες πολιτικές και να ενισχυθούν οι αριστερές και προοδευτικές δυνάμεις, για πολλούς λόγους, αλλά και για να μη μείνουν γράμμα κενό οι διακηρυγμένοι κοινωνικοί στόχοι της Οδηγίας 2022/2041/ΕΕ για καταπολέμηση της φτώχειας στην εργασία, για μείωση των μισθολογικών ανισοτήτων και για ανοδική κοινωνική σύγκλιση.
 
Θέμης Αχτσιόγλου