Συνεντεύξεις

Θεανώ Κακουλίδου: «Χρειαζόμαστε ένα σχέδιο μεγαλύτερης αύξησης των εισοδημάτων εν γένει»

Η κυβέρνηση ανακοίνωσε πρόωρη αύξηση του κατώτατου μισθού. Στα σενάρια που φημολογούνται, στην καλύτερη περίπτωση η αύξηση θα είναι της τάξης του 9%. Πόσο βοηθητική θα είναι, όταν η απώλεια αγοραστικής δύναμης του κατώτατου, βάσει της έρευνας του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, είναι τουλάχιστον 19%;
 
Καταρχάς, θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι οποιαδήποτε αύξηση του κατώτατου, θα ενισχύσει μόνο όσους ανήκουν στους πλέον χαμηλόμισθους. Δεν μιλάμε, δηλαδή, για μια γενική ενίσχυση των εισοδημάτων, παρότι υπάρχει εν γένει απώλεια αγοραστικής δύναμης. Προφανώς, αυτό που χρειάζεται, είναι ένα μεγαλύτερο και πιο συνολικό σχέδιο αύξησης των εισοδημάτων των πολιτών, γεγονός που η κυβέρνηση έχει δείξει μέχρι τώρα ότι δεν το λαμβάνει υπόψιν. Αυτό φάνηκε και μέσα στην πανδημία, που η κυβέρνηση ήταν η μόνη, μαζί με άλλες δυο-τρεις στην ΕΕ, που αποφάσισε να μην προβεί σε αύξηση των κατώτερων μισθών. Η κυβέρνηση εδώ και καιρό έχει καταστήσει ξεκάθαρο ότι η δικής της λογική παραμένει προσκολλημένη σε ένα παλαιότερο κλίμα, που θεωρούσε τους κατώτερους μισθούς εχθρικούς για την αγορά εργασίας. Σ’ αυτό το σημείο που βρισκόμαστε, χρειάζεται σίγουρα και μια μεγαλύτερη αύξηση του κατώτατου μισθού, αλλά και ενίσχυση, επίσης, των συλλογικών συμβάσεων, γιατί χωρίς αυτές οποιαδήποτε αύξηση θα αφορά μόνο τους πολύ χαμηλόμισθους και δεν θα αγγίζει συνολικά τα εισοδήματα των πολιτών.
 
 
Άρα τα κριτήρια, κατά τη γνώμη σας, που διαμορφώνουν την πρόταση της κυβέρνησης για την αύξηση του κατώτατου, είναι οικονομικά ή απλά εκλογικά, δεδομένου ότι την επισπεύδει να ισχύσει από τον Απρίλιο;
 
Από τις ημερομηνίες που έχουν ανακοινώσει, φαίνεται ότι είναι μια καθαρά εκλογική επιλογή. Αν η κυβέρνηση ενδιαφερόταν πραγματικά και είχε μια οικονομική λογική, δεν θα περίμενε μέχρι τον Απρίλη για να φέρει αυξήσεις, αλλά θα ίσχυαν αυτές από το τέλος του 2022, που η οικονομική κατάσταση των πολιτών είχε ήδη επιδεινωθεί έντονα.
 
 
Πόσο θα έπρεπε να αυξηθεί ο κατώτατος μισθός, προκειμένου όχι μόνο να αναπληρωθεί η απώλεια της αγοραστικής του δύναμης λόγω πληθωρισμού και ακρίβειας, αλλά και να εξασφαλίζει μια πραγματικά αξιοπρεπή διαβίωση;
 
Το ύψος του κατώτατου είναι κάτι πολύ παροδικό. Μπορεί να αναφέρω τώρα ένα νούμερο και ένα μήνα μετά να υπάρξουν αυξήσεις των τιμών 15% –κάτι που απεύχομαι και δεν νομίζω να συμβεί– και το ύψος της αύξησης να μην ανταποκρίνεται στην οικονομική πραγματικότητα. Αυτό που πρέπει να λαμβάνεται υπόψιν κάθε φορά, είναι το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων και τα συνδικάτα είναι αυτά που έχουν την καλύτερη εικόνα για το τι χρειάζονται οι εργαζόμενοι. Γι’ αυτό τον λόγο, άλλωστε, θα πρέπει να συζητήσουμε για το πώς υπολογίζεται ο κατώτατος μισθός, αλλά και για την ενίσχυση των συλλογικών συμβάσεων.
 
 
Θα έπρεπε, δηλαδή, κατά τη γνώμη σας, να υφίσταται κάθε φορά και μια τιμαριθμική αναπροσαρμογή του κατώτατου, όπως και ο καθορισμός του κατώτατου να γινόταν και πάλι μέσω συλλογικών διαπραγματεύσεων;
 
Η τιμαριθμική προσαρμογή έχει και θετικά στοιχεία, έχει και αρνητικά, τα οποία πρέπει να τα δούμε σε ένα συνολικότερο πλαίσιο. Νομίζω σε πρώτη φάση θα ήταν προτιμότερο να είχαμε μια γενναία αύξηση του κατώτατου μισθού και μια επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων όχι μόνο, όμως, της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης –που σίγουρα είναι σημαντικό οι κοινωνικοί εταίροι να την καθορίζουν– αλλά και εν γένει των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Γιατί από εκεί και πέρα, ανάλογα με τον κλάδο και τις ιδιαίτερες δεξιότητες που έχουν οι εργαζόμενοι και απαιτούνται για κάθε θέση, θα διασφαλίζονται έτσι και υψηλότεροι μισθοί. Μέχρι το 2011 ο κατώτατος μισθός ήταν ένα σημαντικό κομμάτι, αλλά όχι το σημαντικότερο, καθώς είχαμε κλαδικές συμβάσεις που καθόριζαν αρκετά υψηλότερους μισθούς. Αυτό είναι που λείπει τώρα σημαντικά από την αγορά εργασίας.
 
 
Υπάρχει, βέβαια, και το ζήτημα των τριετιών, που είναι παγωμένες πάνω από μία δεκαετία, όπως και των δώρων που έχουν χαθεί στο δημόσιο. Τι γίνεται με αυτά;
 
Για τις τριετίες, αφού πλησιάζουμε πια και το ποσοστό του 10% ανεργίας, θα πρέπει να θυμόμαστε ότι μόλις πέσουμε εκεί, θα πρέπει να ξεπαγώσουν, όπως λέει ο νόμος. Και αυτό είναι κάτι που και οι εργαζόμενοι θα πρέπει να έχουν στο μυαλό τους. Όσον αφορά στο δημόσιο, εκεί φαίνεται και η έλλειψη συνολικής εισοδηματικής πολιτικής της κυβέρνησης. Γιατί ένας πρωτοπροσλαμβανόμενος εργαζόμενος στο δημόσιο, αν επιβεβαιωθούν οι φήμες για την αύξηση του κατώτατου, θα αμείβεται το ίδιο με έναν εργαζόμενο στον ιδιωτικό τομέα, αν κάνουμε αναγωγή πως στον ιδιωτικό υπάρχουν 14 μισθοί, ενώ στο δημόσιο 12. Δεν καταλαβαίνω πως περιμένει έτσι η κυβέρνηση ο δημόσιος τομέας να γίνει θελκτικός σε εργαζόμενους με υψηλά προσόντα, που του είναι απαραίτητοι. Ειδικά όταν η κυβέρνηση φαίνεται να δίνει έμφαση στην τεχνολογία και στις ψηφιακές υπηρεσίες, πώς περιμένει ένας πτυχιούχος πληροφορικής, για παράδειγμα, να πάει να εργαστεί για 750 ευρώ, που είναι ο καθαρός μισθός στο δημόσιο;
 
 
Ιδίως όταν η πλειοψηφία των χωρών της ΕΕ προσφέρει σημαντικά μεγαλύτερους μισθούς, ιδίως κατώτατους…
 
Πράγματι, έχουν σημαντικά υψηλότερους κατώτατους, και εκεί, μάλιστα, ο κατώτατος είναι εισαγωγικός μισθός, όχι αμοιβή που θα μείνει σε όλη την εργασιακή ζωή κάποιου, όπως συμβαίνει εδώ. Σε αυτό το σημείο φαίνεται και η λάθος λογική που ακολουθήθηκε και την εποχή των μνημονίων –αλλά και από την κυβέρνηση τώρα, που φαίνεται να την πρεσβεύει ακόμη. Η λογική, δηλαδή, ότι μια αγορά εργασίας είναι ανταγωνιστική όταν έχει χαμηλούς μισθούς, γιατί έτσι θα εγκατασταθούν περισσότερες επιχειρήσεις. Οι έρευνες έχουν δείξει ότι το μισθολογικό κόστος είναι ένα πολύ μικρό κομμάτι των εξόδων μιας επιχείρησης και είναι από τα τελευταία που λαμβάνονται υπόψιν για το πού θα εγκαθιδρύσει την έδρα της. Από την άλλη, όμως, ένας εργαζόμενος κινείται πολύ εύκολα. Άρα και δεν είχαμε μεγάλες επενδύσεις, αλλά είχαμε και το φαινόμενο εργαζόμενοι με υψηλά προσόντα να φεύγουν σε άλλες χώρες. Αυτό είναι αποτέλεσμα καθαρά της εισοδηματικής πολιτικής που ασκεί η κυβέρνηση.
 
 
Το brain drain, όμως, άπτεται μόνο του μισθολογικού ή σχετίζεται και με την ποιότητα εργασίας; Στο εξωτερικό βλέπουμε πως παρά τους καλύτερους μισθούς, υφίσταται το φαινόμενο της μεγάλης παραίτησης.
 
Αυτή είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση για την αγορά εργασίας και είναι το θετικό, ίσως, που βγήκε από την πανδημία. Ότι οι εργαζόμενοι, δηλαδή, στο εξωτερικό, ακριβώς επειδή είχαν και υψηλότερες παροχές από το κοινωνικό κράτος συγκριτικά με την προ πανδημίας εποχή, κατάφεραν και σκέφτηκαν και τους δόθηκε η ευκαιρία να επαναπροσδιορίσουν τις προτεραιότητές τους. Έτσι, η ποιότητα ζωής και η αρμονική συμβίωση εργασιακού και ελεύθερου χρόνου απέκτησε και πάλι νόημα. Αυτό είναι κάτι που βλέπουμε περισσότερο στην Ευρώπη, παρά στην Ελλάδα, γιατί εδώ είμαστε αρκετά πίσω. Το τι προσφέρει, τελικά, μια χώρα στο σύνολό της, όπως είναι οι πολιτικές για την οικογένεια, που στη χώρα μας είναι εξαφανισμένες, ή οι πολιτικές για τον ελεύθερο χρόνο, που επίσης οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα δεν διαθέτουν, αποτελούν σημαντικό κομμάτι για έναν άνθρωπο για το πού θα αποφασίσει να εργαστεί και να ζήσει.
 
 
Γυρνώντας πάλι στο ζήτημα του κατώτατου, ακόμα και με την επικείμενη αύξησή του, κατά πόσο προφυλάσσει τους εργαζόμενους από το κατώφλι της φτώχειας;
 
Η εισοδηματική φτώχεια προσδιορίζεται πάντα ως το ποσοστό των εργαζομένων που βρίσκονται κάτω από τον ενδιάμεσο μισθό, υπολογίζεται δηλαδή βάσει του συνόλου των μισθών σε μια οικονομία. Το φαινόμενο, όμως, που κυριαρχεί στην Ελλάδα είναι ότι έχουμε εν γένει χαμηλούς μισθούς, δεν έχουμε υψηλές μισθολογικές διαφορές. Από τη μία αυτό είναι καλό, γιατί δεν υπάρχουν έντονες μισθολογικές ανισότητες, από την άλλη σημαίνει ότι και το ταβάνι που μπορεί να φτάσει ένας εργαζόμενος, είναι πολύ χαμηλά. Αυτό που έχει, λοιπόν, μεγάλη σημασία, είναι ο δείκτης της υλικής υστέρησης, που με αυτόν βλέπουμε ότι η χώρα μας βρίσκεται πολύ πίσω –και το πιο ανησυχητικό είναι ότι χρόνο με τον χρόνο το ποσοστό της φτώχειας βάσει αυτού του δείκτη αυξάνεται. Οπότε φαίνεται εκ των πραγμάτων ότι ο μισθός των εργαζομένων δεν αρκεί για να καλύψουν τις ανάγκες τους. Χρειάζονταν σημαντικές αυξήσεις εν γένει στους μισθούς ήδη πριν από την έλευση του τόσο έντονου πληθωρισμού.
 
 
Για την πραγματική στήριξη των πολιτών, αρκεί μόνο η απαραίτητη, βέβαια, αύξηση του κατώτατου, αλλά και εν γένει των μισθών, ή πρέπει να ληφθούν και άλλα μέτρα, όπως θα ήταν η μείωση του ΦΠΑ, το πλαφόν στα ενοίκια κτλ;
 
Καταρχάς, όπως αναφέρει και η οδηγία της ΕΕ, επιπρόσθετα της αύξησης του κατώτατου, θα πρέπει να ενισχυθούν οι συλλογικές συμβάσεις, που θα πρέπει να καλύπτουν τουλάχιστον το 80% του εργατικού πληθυσμού, αλλά και να υπάρχουν ισχυροί ελεγκτικοί μηχανισμοί, ώστε να είμαστε σίγουροι ότι οι πολιτικές για την εργασία υλοποιούνται στην πράξη κάθε φορά. Αυτό ξέρουμε ότι στην Ελλάδα δεν ισχύει. Πέραν από αυτά τα τρία σημεία, που είναι σίγουρα από τα πιο βασικά για τη στήριξη του εισοδήματος, χρειάζονται συνολικότερες πολιτικές και από την πλευρά του ΦΠΑ, όπως αναφέρατε, ειδικά για βασικά τρόφιμα και τα είδη υγιεινής. Να σημειώσουμε ότι βασικά είδη υγιεινής για τις γυναίκες και τα βρέφη στην Ελλάδα έχουν από τους υψηλότερους ΦΠΑ. Χρειάζεται σίγουρα και μια πιο στοχευμένη επιδοματική πολιτική, όπως είναι πχ τα ενοίκια για τους νέους ανθρώπους, αλλά και ενίσχυση του κοινωνικού κράτους. Γιατί όταν έχεις τη δυνατότητα δημόσιας κατοικίας, ισχυρής δημόσιας υγείας κ.ο.κ., τότε τα κόστη που έχει ένας εργαζόμενος μειώνονται σημαντικά.
 
Θεανώ Κακουλίδου είναι οικονομολόγος, μεταδιδακτορική ερευνήτρια
 
Τζέλα Αλιπράντη