Τη συνέντευξη πήρε ο Θοδωρής Αντωνόπουλος
«Συγγνώμη, ρε συ, αλλά τι στην ευχή θα πούμε; Έχουν ειπωθεί πια όλα τόσες φορές!» μου λέει σχεδόν συνωμοτικά καθώς με υποδέχεται στο γραφείο του κάπου στο κέντρο. «Είμαι σίγουρος ότι θα βρούμε πράγματα να συζητήσουμε, εμπεδώνοντας καλύτερα και τα ήδη γνωστά. Πρόκειται άλλωστε για τη σημαντικότερη δίκη της μεταπολίτευσης. Εκτός αυτού, δεν συναντάς καθημερινά έναν δικηγόρο η αγόρευση του οποίου έγινε βιβλίο, ακόμα και θεατρικό έργο» τον κεντρίζω, εισπράττοντας ένα συνεσταλμένο χαμόγελο: όχι δεν είναι κάνας «σταρ», δεν θεωρεί επ’ ουδενί ότι έκανε κάτι ξεχωριστό, δεν θέλει για κανέναν λόγο να εισπράττει παραπάνω «εύσημα» από τους άλλους συναδέλφους του της Πολιτικής Αγωγής. Πιστεύει ακράδαντα στον κοινό τους αγώνα και στην πραγματικά υποδειγματική συλλογική προσπάθεια συνεισφοράς αυτά τα πεντέμισι χρόνια στη δυναμική του αντιφασιστικού κινήματος αλλά και στην αυξημένη ευαισθητοποίηση της κοινωνίας απέναντι σε τέτοια φαινόμενα.
Η κουβέντα έχει ζεσταθεί και ο συνομιλητής μου, παρά την απογοητευτική εισαγγελική πρόταση, δηλώνει καταρχάς αισιόδοξος για την αυστηρή καταδίκη των κατηγορούμενων χρυσαυγιτών, κάτι που άλλωστε θα ήταν «η φυσιολογική συνέχεια της ακροαματικής διαδικασίας, όπως εξελίχθηκε στη δικαστική αίθουσα», ειδικά μετά τη φάση των αναγνωστέων εγγράφων και της παρουσίασης του οπτικοακουστικού υλικού από το εσωτερικό της οργάνωσης, που επισφράγισε, καθώς λέει, το κατηγορητήριο.
Πιστεύει ότι η δίκη, παρά το μάκρος της, έχει παραγάγει ήδη αξιοσημείωτες πολιτικές εξελίξεις και ενεργοποιήσει σημαντικά κοινωνικά αντανακλαστικά, ότι ναι μεν το δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να κρίνει, ωστόσο «δεν μπορεί να μην τοποθετείται κάθε πολίτης που ζει στη χώρα αυτή πάνω στο πώς θα πρέπει να τελειώσει αυτή η υπόθεση» ‒ μια υπόθεση με τεράστιες πολιτικές προεκτάσεις, αφού ουσιαστικά «θα καθορίσει τα όρια της ελληνικής πολιτείας και το κατά πόσο ανέχεται μια εγκληματική οργάνωση που δρα υπό τον μανδύα του νόμιμου πολιτικού κόμματος».
Μια καταδικαστική απόφαση, επισημαίνει, δεν θα σήμαινε ότι ξεμπερδέψαμε με την ακροδεξιά και τον φασισμό, καθώς «έχουν πολλά πλοκάμια», γι’ αυτό απαιτείται εγρήγορση. Θα ήταν, όμως, καθοριστική όσον αφορά τη θεσμική ανοχή στην ωμή, ανεξέλεγκτη, προκλητική βία που ασκούσαν με κάθε ευκαιρία μέλη της οργάνωσης μέχρι και τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα.
Αναφέρεται, επίσης, στο πόσο άλλαξε όχι μόνο τον ίδιο και τους συναδέλφους του αλλά ολόκληρη την ελληνική κοινωνία αυτή η δίκη, με εκείνους τους «θεσμικούς παίκτες» και τα ΜΜΕ που τη στήριζαν παλιότερα να αναγκάζονται πλέον να ακολουθήσουν το ρεύμα, στις θυσίες που χρειάστηκαν αλλά και τις μικρές καθημερινές ηθικές ανταμοιβές που ατσάλωσαν τη θέληση της πολιτικής αγωγής, στη δικαίωση που περιμένουν τόσο οι δικηγόροι της όσο και τα θύματα που εκπροσωπούν, στην αγάπη του κόσμου που κράτησε ανοιχτό το ψαράδικο του Αχμέτ στο Πέραμα και τον ίδιο στη χώρα, ενώ τα γραφεία της Χ.Α. κλείνουν το ένα πίσω από το άλλο και η μισαλλόδοξη, μεγαλοπιασμένη, λούμπεν συμμορία του Μιχαλολιάκου έχει περάσει ήδη στα αζήτητα.
— Το πλήρωμα του χρόνου άργησε, αλλά έφτασε. Στις 7/10 εκδίδεται η απόφαση και νομίζω ότι τόσο η πολιτική αγωγή και το αντιφασιστικό κίνημα όσο και κάθε ενεργός και σκεπτόμενος πολίτης αναμένουν να είναι ξεκάθαρα καταδικαστική.
Προφανώς και περιμένουμε την καταδίκη, για την οποία παλεύουμε πεντέμισι χρόνια τώρα. Μια καταδίκη που να αφορά τόσο τα επιμέρους κακουργήματα, όπως ήταν η δολοφονία Φύσσα, η απόπειρα ανθρωποκτονίας των Αιγύπτιων αλιεργατών αλλά και των συνδικαλιστών του ΠΑΜΕ, όσο και την κατηγορία σύστασης και διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης. Μια καταδικαστική απόφαση δεν θα ήταν, άλλωστε, παρά η φυσιολογική συνέχεια της ακροαματικής διαδικασίας, όπως εξελίχθηκε στη δικαστική αίθουσα. Το να αθωωθούν οι κατηγορούμενοι ή να πέσουν στα μαλακά, που λέμε, θα ήταν αναμφίβολα μια μεγάλη έκπληξη αλλά και ένα μεγάλο πισωγύρισμα.
— Η αγόρευση της εισαγγελέως, που φάνηκε να «κλείνει το μάτι» στους κατηγορούμενους, δεν ήταν μια δυσάρεστη έκπληξη ή μήπως κάτι λίγο-πολύ αναμενόμενο;
Θα έλεγα ότι μάλλον δεν εκπλαγήκαμε, έχοντας δει όλο το προηγούμενο διάστημα τις αντιδράσεις της. Άλλωστε, η πρότασή της ήταν τόσο ακραία και τραβηγμένη από τα μαλλιά –πρότεινε την απαλλαγή όχι μόνο της ηγεσίας από τις κατηγορίες αλλά ακόμα και των δραστών της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα‒, ώστε θεωρούμε ότι πολύ δύσκολα θα επιδράσει σε ένα δικαστήριο το οποίο επέδειξε σαφώς μεγαλύτερη προσοχή και επιμέλεια στην εξέταση της υπόθεσης.
— Στα κοινωνικά δίκτυα έχει δημιουργηθεί ένα ολόκληρο ρεύμα με το hashtag «Δεν είναι Αθώοι», εντούτοις κάποιοι πρόκριναν «Είναι Ένοχοι». Ποιο θεωρείς ορθότερο;
Για μένα, το πιο σημαντικό δεν είναι ποιο από τα δύο αυτά συνθήματα θα επιλέξει κάποιος αλλά να μη μείνει αμέτοχος. Η μόνη θέση με την οποία έχω πρόβλημα είναι αυτή ακριβώς που λέει να μην τοποθετηθούμε και να περιμένουμε την ετυμηγορία. Εννοείται, βέβαια, ότι αρμόδιο να αποφανθεί είναι το δικαστήριο και ουδείς το αμφισβητεί αυτό. Δεν μπορεί όμως να ολοκληρώνεται αυτή η υπόθεση και να μην τοποθετείται κάθε πολίτης που ζει στη χώρα αυτή πάνω στο πώς θα πρέπει να τελειώσει.
Το ποινικό παράδοξο αυτής της υπόθεσης είναι ότι συμπλέκεται μια παράνομη εγκληματική οργάνωση με ένα υποτιθέμενο νόμιμο πολιτικό κόμμα. Αυτό, άλλωστε, ήταν και το στρατήγημα της Χ.Α. εξαρχής, δηλαδή να καλύψει εγκληματικές ενέργειες πίσω από το παραβάν της δημοκρατικής διαδικασίας. Μια διαδικασία στην οποία όλοι οι ψηφοφόροι συμμετείχαμε, παίρνοντας, μαζί με τα άλλα ψηφοδέλτια, και αυτό της Χ.Α.
Και μπορεί η πλειοψηφία να απεχθανόταν αυτό το ψηφοδέλτιο, όφειλε όμως να το παραλάβει. Από κει ακριβώς προκύπτει το δικαίωμα και ταυτόχρονα η υποχρέωση του καθενός μας να έχει λόγο.
— Η «φωνή λαού» είναι ευπρόσδεκτη φυσικά, τι θα γινόταν όμως αν τα πράγματα ήταν αντίστροφα και εξανίστατο κάποιος κακόπιστος (ή και αφελώς καλόπιστος);
Δεν είναι το ίδιο. Η δίκη της Χ.Α. είναι μια ποινική δίκη και οι κατηγορούμενοι δικάζονται ακριβώς για την τέλεση αξιόποινων πράξεων. Δεν πρόκειται για ένα Συνταγματικό Δικαστήριο που θα αποφασίσει την απαγόρευση ή μη της οργάνωσης. Δεν υπάρχει, άλλωστε, κάτι τέτοιο στην ελληνική έννομη τάξη. Εκείνο που υπάρχει είναι μια οργάνωση που τέλεσε κακουργηματικές πράξεις και η διερεύνηση του ρόλου τόσο εκείνων που εντάχθηκαν σε αυτήν ως μέλη όσο και των ηγετών της.
Εννοείται, φυσικά, ότι πρόκειται για μια υπόθεση με τεράστιες πολιτικές προεκτάσεις, αφού ουσιαστικά θα καθορίσει τα όρια της ελληνικής πολιτείας και το κατά πόσο ανέχεται μια οργάνωση που υπό τον μανδύα του νόμιμου πολιτικού κόμματος μπορούσε να μαχαιρώνει και στο τέλος να σκοτώνει όσους η ίδια θεωρούσε εχθρούς, θωρακίζοντας τη δολοφονική της δράση με το καθεστώς του πολιτικού κόμματος.
— Πέρασε μια τριετία από την τελευταία μας συνέντευξη, που επίσης είχε γίνει με αφορμή την υπόθεση αυτή. Τι άλλαξε στο μεταξύ όσον αφορά τη δίκη;
Αυτό που πράγματι άλλαξε ή μάλλον επισφράγισε την πορεία αυτής της υπόθεσης ήταν η φάση των αναγνωστέων εγγράφων. Το ’16-’17, όταν εξετάζονταν οι μάρτυρες για την κατηγορία της εγκληματικής οργάνωσης και τις συνδικαζόμενες υποθέσεις, η Χ.Α. μπορούσε να ισχυριστεί ότι οι καταθέσεις τους δεν ισχύουν, γιατί «αυτά τα λένε οι πολιτικοί μας εχθροί». Τους έβγαζε όλους αναξιόπιστους, ακόμα κι εκείνον τον αυτόπτη μάρτυρα που παρακολούθησε τη σκηνή της δολοφονία του Φύσσα από ένα μπαλκόνι ή τις δύο φοιτήτριες που ήταν επίσης παρούσες.
Αυτό που κατέδειξε αναμφισβήτητα την ενοχή τους, «κλειδώνοντας» και το κατηγορητήριο, ήταν τα στοιχεία από τα βίντεο, οι φωτογραφίες και το λοιπό οπτικοακουστικό υλικό που κατατέθηκε στο δικαστήριο, το οποίο προερχόταν από το εσωτερικό της οργάνωσης. Εκεί αποδεικνυόταν καθαρά το πώς μίλαγε η Χ.Α. για τον εαυτό της όχι δημόσια αλλά ιδιωτικά, δηλαδή όταν έκαναν τις ναζιστικές τελετές «μύησης», όταν ορκίζονταν στη σημαία της Βέρμαχτ, όταν συνεννοούνταν για επιθέσεις σε «στόχους», όταν καμάρωναν για τις ανθρωποκτονίες ή τις απόπειρες ανθρωποκτονίας που είχαν διαπράξει.
Έτσι, λοιπόν, το ’19, όταν πλέον πραγματοποιούνταν οι καταθέσεις των μαρτύρων υπεράσπισης και οι απολογίες, ήταν εμφανώς αδύναμες και έωλες οι απαντήσεις που πάσχισε να δώσει η υπεράσπιση της Χ.Α. απέναντι στα συντριπτικά αυτά στοιχεία. Η εξέλιξη αυτή, άλλωστε, είναι και η αιτία της αισιοδοξίας μας για την έκβαση αυτής της δίκης.
— Μια καταδικαστική απόφαση θα ήταν, πιστεύεις, καταλυτική για τη δράση της ακροδεξιάς στην Ελλάδα, τουλάχιστον για το απροκάλυπτα βίαιο κομμάτι της;
Καταρχάς, η δίκη είχε καταλυτικές συνέπειες για την ίδια τη Χ.Α. Κάτω από την πίεσή της, τη γενικευμένη κοινωνική κατακραυγή αλλά και τη δράση του αντιφασιστικού κινήματος, η οργάνωση αυτή δεν είχε πια οξυγόνο για να αναπτυχθεί. Η κρίση αυτή επέφερε την τριχοτόμηση και τη δραματική μείωση της απήχησής της. Παρά ταύτα, η σημασία μιας καταδικαστικής απόφασης δεν πρέπει να υποτιμάται, γιατί διαφορετικά η Χ.Α. θα μπορούσε να δραστηριοποιηθεί ξανά, «επανανομιμοποιημένη» πλέον και ενισχυμένη με την κρατική χρηματοδότηση (πάνω από 8 εκατ. ευρώ) που δικαιούται ως κοινοβουλευτικό κόμμα και η οποία, λόγω της δίκης, έχει παρακρατηθεί.
Η ετυμηγορία, λοιπόν, εξακολουθεί να είναι κομβικής σημασίας για την εξέλιξη της φασιστικής απειλής στην Ελλάδα και όχι μόνο, ιδιαιτέρως δε για το μοντέλο που λάνσαρε η Χ.Α., το οποίο στο ξεκίνημά του αποδείχτηκε πολύ επιτυχημένο: ένα τύποις κοινοβουλευτικό κόμμα με παραστρατιωτικό βραχίονα.
Φυσικά, ακόμα και η αυστηρότερη δικαστική απόφαση δεν θα σημάνει το τέλος του φασιστικού φαινομένου ή του ρατσισμού. Πρόκειται για κάτι ευρύτερο που πρέπει να καταπολεμηθεί με όρους πολιτικούς, ιδεολογικούς και κοινωνικούς. Θα είναι όμως αποφασιστικής σημασίας για το αν θα ξαναδούμε σκηνικά απροκάλυπτης, ωμής βίας και τρομοκρατίας στον δρόμο, όπως αυτά που ζήσαμε τα χρόνια πριν από τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα.
— Η εγχώρια ακροδεξιά φαίνεται να έχει εγκαταλείψει πλέον τις ευθείες ναζιστικές αναφορές, στρεφόμενη σε πιο πιασάρικα πατριδολάγνα πεδία όπως το προσφυγικό, το Μακεδονικό κ.λπ., φλερτάροντας ταυτόχρονα με λογής συνωμοσιολογίες, π.χ. για την πανδημία, όπως συμβαίνει και στο εξωτερικό.
Ο φασισμός είναι ένα πολυπλόκαμο φαινόμενο που εμφανίζεται με πολλές οργανωτικές μορφές. Τρέφεται από συγκεκριμένες ξενοφοβικές και ρατσιστικές πολιτικές, όπως αυτές απέναντι σε πρόσφυγες και μετανάστες, θεσμικές πολιτικές και ιδεολογήματα των οποίων επιδιώκει να γίνει το «ακτιβιστικό» σκέλος. Έλκεται επίσης από τις θεωρίες συνωμοσίας. Οπότε θα τον ξαναβρούμε μπροστά μας.
Το σημαντικό, όμως, είναι να ακυρωθεί εντελώς το μοντέλο που λάνσαρε η Χ.Α. από το ’10 και μετά, το οποίο μάλιστα έγινε αντικείμενο εξαγωγής. Οι φασιστικές κινητοποιήσεις στο Σάρλοτσβιλ των ΗΠΑ το ’17 π.χ., που κατέληξαν στη δολοφονία της ακτιβίστριας Χέδερ Χάιερ, είχαν οργανωθεί από ομοϊδεάτες των χρυσαυγιτών που είχαν έρθει στην Ελλάδα και κόπιαραν τη δράση τους.
Θα λέγαμε ότι σύσσωμη η διεθνής της ακροδεξιάς «κοιτάζει» προς την Ελλάδα και την απόφαση της 7ης Οκτωβρίου, διότι έχει σημασία αν τέτοιες ενέργειες είναι στις δημοκρατίες μια κόκκινη γραμμή που μπορείς να την ξεπεράσεις ή αν κατάληξή τους είναι η φυλακή (σ.σ. ο δράστης της δολοφονίας στο Σάρλοτσβιλ καταδικάστηκε σε ισόβια).
— Στην πρόσφατη μαζική πορεία μνήμης για τη δολοφονία του Παύλου στο Κερατσίνι η Μάγδα Φύσσα είπε ότι η εν λόγω δίκη άλλαξε και τους ίδιους τους ανθρώπους που ενεπλάκησαν σε αυτήν.
Αυτή ήταν μια φοβερή ρήση της κυρίας Μάγδας γιατί ισχύει απολύτως, όπως ισχύει και το άλλο που είπε, ότι «την ώρα που γράφεται η Ιστορία, δεν το καταλαβαίνεις». Νομίζω, μάλιστα, ότι δεν αλλάξαμε ως άνθρωποι μόνο εμείς, οι δικηγόροι της πολιτικής αγωγής και οι άλλοι αλληλέγγυοι, ολόκληρη η ελληνική κοινωνία άλλαξε μέσα από αυτήν τη διαδικασία. Σμιλεύτηκαν κάποια αντανακλαστικά που δέκα χρόνια πριν ανήκαν σε πολύ μικρές μειονότητες.
Έχει γίνει πλέον κατανοητό στον μέσο άνθρωπο τι σήμαιναν, για παράδειγμα, οι «αγανακτισμένοι πολίτες» του Αγίου Παντελεήμονα. Αρκεί μόνο να θυμηθούμε πώς προβάλλονταν τότε αυτές οι ομαδοποιήσεις που κατέληγαν τα βράδια σε ξύλο και μαχαιρώματα. Αντιλαμβανόμαστε τώρα πολύ πιο γρήγορα από πού εκπορεύονται και πού οδηγούν τέτοιου είδους φωνές.
— Μαζί με αυτά διαπιστώνεται, νομίζω, μια μεταβολή στη στάση πολλών μεγάλων ΜΜΕ απέναντι σε τέτοια φαινόμενα. Δεν θα μπορούσε σήμερα η Χ.Α. ή κάποιο αντίστοιχο ακραίο μόρφωμα να έχει τη μιντιακή «ασυλία» και προβολή που απολάμβανε τις «καλές εποχές».
Ναι, αυτό που βλέπαμε μέχρι και λίγο πριν από τη δολοφονία Φύσσα, να παρουσιάζεται η Χ.Α. σαν ένα λαϊφστάιλ φαινόμενο –ο Γερμενής καλεσμένος στον Θέμο, ο Κασιδιάρης σε μεσημεριανάδικα ως ένας «νέος της γενιάς μας» κ.λπ.‒ δύσκολα θα επαναληφθεί. Χρειάστηκε, βέβαια, μια πολύ μεγάλη προσπάθεια για να μεταστραφεί αυτό το κλίμα. Οι ίδιοι οι λεγόμενοι θεσμικοί παίκτες δυστυχώς δεν έχουν αλλάξει, αναγκάστηκαν όμως να συμμορφωθούν με τη στροφή αυτή που συνέβη σε κοινωνικό επίπεδο. Γι’ αυτό λέω ότι η παραπάνω ρήση της κυρίας Μάγδας χτύπησε φλέβα πραγματικά.
— Οι συνήγοροι της οικογένειας Φύσσα μου είχαν πει, θυμάμαι, ότι αυτή η δίκη ένωσε και τους δικηγόρους της πολιτικής αγωγής, με τον κοινό σκοπό να υπερβαίνει πολιτικές διαφορές ή τυχόν προσωπικές φιλοδοξίες.
Πράγματι, έτσι είναι, και είμαστε πολύ ευχαριστημένοι που καταφέραμε να συνεργαστούμε άψογα τρεις ομάδες δικηγόρων με διαφορετικές προσωπικότητες και από διαφορετικές ιδεολογικές και πολιτικές αφετηρίες, έχοντας μάλιστα να τιθασεύσουμε και να προωθήσουμε επιλεγμένα στο δικαστήριο ένα τεράστιο αποδεικτικό υλικό.
Ουσιαστικά, κάναμε τη δουλειά της αστυνομίας, η οποία απλώς μας έστειλε έναν σκληρό δίσκο με χιλιάδες βίντεο προς εξέταση. Το βίντεο π.χ. από τα γραφεία της Τοπικής Οργάνωσης Νίκαιας, όπου προετοιμάζονταν οι δολοφονικές επιθέσεις και όπου ο Πατέλης είπε το περίφημο «ό,τι κινείται, σφάζεται», εμείς το εντοπίσαμε…
— Σε προσωπικό επίπεδο, πόσο σε άλλαξε αυτή η εμπειρία;
Καταρχάς, στην επιμονή που χρειάστηκε να δείξω όλα αυτά τα χρόνια για την ολοκλήρωση αυτής της υπόθεσης. Γιατί μπορεί εξαρχής να ήμουν κομμάτι του αντιφασιστικού κινήματος, το οποίο επέμενε ήδη από την ίδρυση της Χ.Α. ότι δεν πρόκειται για πολιτικό κόμμα αλλά για εγκληματική οργάνωση, χρειάστηκε εντούτοις να συνειδητοποιήσω και στην πράξη πόσο πραγματικά μεγάλη υπομονή, επιμονή και προσπάθεια χρειάζεται προκειμένου να υλοποιήσεις κάτι, ειδικά σε ένα πεδίο όπως αυτό μιας δικαστικής αίθουσας, που δεν είναι και το πλέον πρόσφορο για κινηματική δράση ‒ θα λέγαμε ότι είναι ένα παιχνίδι «εκτός έδρας».
Έπειτα, μια διαδικασία πεντέμισι χρόνων, με τόσες τακτικές δικάσιμους συν την απαιτούμενη προετοιμασία, δυσχέρανε πολύ, όπως ήταν επόμενο, τη λειτουργία των δικηγορικών γραφείων μας και τη διεκπεραίωση των υπόλοιπων υποθέσεων που χειριζόμαστε. Επρόκειτο, αναμφίβολα, για μια συνειδητή μας επιλογή που δεν χωρούσε εκπτώσεις ούτε στο πρακτικό επίπεδο. Η δίκη αυτή ήταν σαν μια δίνη. Ακόμα και στις πιο αδιάφορες φάσεις της, όπως όταν επί ένα εξάμηνο σχεδόν η υπεράσπιση απήγγελλε στο δικαστήριο επερωτήσεις βουλευτών της Χ.Α., από το τάδε επαρχιακό γεφύρι μέχρι για τη φέτα ΠΟΠ, πασχίζοντας να αποδείξει ότι παράγουν κοινοβουλευτικό έργο, όφειλες να είσαι παρών.
Ανταμοιβή μας για όλα αυτά είναι το να σε σταματούν άγνωστοι στον δρόμο, σε χαιρετούν εγκάρδια, σε ρωτούν με αγωνία για την πορεία της δίκη, σου λένε «κρατήστε γερά», «είμαστε μαζί σας», όταν έρχονται νεότεροι συνάδελφοι και σου λένε «έτσι θέλω να ασκήσω κι εγώ τη δικηγορία» ‒ είναι ένα συναίσθημα ανεκτίμητο για μένα και όλους τους δικηγόρους της πολιτικής αγωγής.
— Υπήρχαν, άλλωστε, και μέσα στο κίνημα κάποιες αντιδράσεις αναφορικά με την αξία και την αποτελεσματικότητα της δικαστικής διαδικασίας αλλά και με μια πιθανή ηρωοποίηση των κατηγορούμενων.
Πράγματι, όμως νομίζω ότι αποδείχτηκε περίτρανα πως αυτοί οι φόβοι δεν ευσταθούσαν. Οι ίδιοι οι κατηγορούμενοι, άλλωστε, μόνο σαν «ήρωες» δεν εμφανίστηκαν στο εδώλιο. Ηγετικά στελέχη της Χ.Α. αναγκάστηκαν να δηλώσουν ότι λέγανε «χάιλ Χίτλερ» ή φορούσαν ναζιστικές στολές επειδή τάχα είχε ανοίξει το Τριώδιο. Δηλαδή μιλάμε για την απόλυτη γελοιοποίηση του φασισμού, όταν αντιμετωπίζει την προοπτική να λογοδοτήσει για την ιδεολογία και τις αξιόποινες πράξεις του.
— Η αγόρευσή σου στη δίκη της Χ.Α. έγινε βιβλίο (Με τις μέλισσες ή με τους λύκους), ακόμα και θεατρικό. Δεν θυμάμαι να έχει υπάρξει κάτι αντίστοιχο.
Κοίτα, νομίζω ότι αυτό δεν σχετίζεται με κάποια εξυπνάδα που είπα εγώ αλλά με την ιστορικότητα που απέκτησε αυτή η δίκη, με την πολιτεία να καλείται να τοποθετηθεί και να θέσει τα όρια σε ένα φαινόμενο για το οποίο η κοινωνία βοούσε από πολύ καιρό: ότι πρόκειται για μια οργάνωση νεοναζί μαχαιροβγαλτών που κατάφερε τον Μάιο του ’12 να εκσφενδονιστεί στο κέντρο του πολιτικού συστήματος, πράγμα που σήμανε και την κλιμάκωση της φασιστικής βίας. Το αυξημένο αυτό πολιτικό ενδιαφέρον ήταν που αποτυπώθηκε τόσο στις αγορεύσεις της πολιτικής αγωγής όσο και στο βιβλίο.
Όσο για τη θεατρική διασκευή της αγόρευσης, τι να πω! Αυτό ειδικά δεν ξέρω αν έχει ξαναγίνει, πόσο μάλλον για μια δίκη που δεν έχει ακόμα τελεσιδικήσει, άρα το ιστορικό διακύβευμα παραμένει ανοιχτό. Αυτό ακριβώς συζητούσα με τα παιδιά που εμπνεύστηκαν και έστησαν την παράσταση, ότι δηλαδή πρέπει να βρεθεί ένας όρος γι’ αυτό το είδος θεάτρου. Επρόκειτο, βέβαια, για μια παράσταση με ελάχιστους πόρους και εθελοντική συμμετοχή, αφού κανένας ηθοποιός δεν ζήτησε να πληρωθεί, όπως ακριβώς εθελοντική είναι και η δουλειά της ομάδας των δικηγόρων της πολιτικής αγωγής.
— Οι δικοί σου εντολείς, οι Αιγύπτιοι αλιεργάτες; Σε άκουσα στο ραδιόφωνο να λες ότι «το ψαράδικο του Αχμέτ παραμένει ανοιχτό, ενώ τα γραφεία της Χ.Α. κλείνουν το ένα μετά το άλλο».
Ο Αμπουζίντ Εμπάρακ, που χτυπήθηκε πολύ βίαια, και η οικογένεια των αλιεργατών που επίσης χτυπήθηκαν και διατηρούν ψαράδικο στο Πέραμα, δεν διανοούνταν καν ότι τα ονόματά τους θα συνδέονταν με μια τόσο μεγάλη και σημαντική δίκη. Έδειξαν όμως σθένος και αποφασιστικότητα, καθώς και η γειτονιά τούς αγκάλιασε μετά από εκείνο το περιστατικό, κάτι που είχε μεγάλη σημασία γι’ αυτούς, καθώς αρχικά σκέφτονταν να εγκαταλείψουν την Ελλάδα – το ενδιαφέρον και η αγάπη του κόσμου ήταν που τους ενδυνάμωσαν. Και παρότι κι εκείνοι κουράστηκαν από τη μεγάλη διάρκεια της δίκης, έχουν την πεποίθηση ότι στις 7 Οκτωβρίου θα ακούσουν μια απόφαση αντίστοιχη της διαδικασίας που προηγήθηκε.
— Έστω ότι οι κατηγορούμενοι τρώνε τις αναμενόμενες βαριές ποινές. Δεν έχουν δικαίωμα έφεσης; Πού μπορεί να οδηγήσει αυτό;
Προφανώς και δικαιούνται να ασκήσουν έφεση. Θα πρέπει όμως και το δικαστήριο να δεχτεί ότι η έφεσή τους έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, αλλιώς θα φυλακιστούν μέχρι την εκδίκασή της στον β’ βαθμό. Όμως, κατά τη δική μου εκτίμηση, αυτό είναι ένα δικαστήριο κατεξοχήν α’ βαθμού και η απόφασή του θα είναι καταλυτική. Οι κατηγορούμενοι πολύ δύσκολα θα την ανατρέψουν στο Εφετείο, ενώ και η διαδικασία εκεί θα είναι πολύ πιο σύντομη. Βέβαια, στην περίπτωση μιας απαλλακτικής απόφασης, έχει σημασία αν θα είναι ομόφωνη (οπότε δεν εφεσιβάλλεται και η Χ.Α. πλέον θα έχει την ευκαιρία να εκδηλώσει ξανά την εγκληματική δυναμική της) ή κατά πλειοψηφία, οπότε μπορεί να ασκήσει έφεση ο εισαγγελέας. Ουσιαστικά, αυτό που έχει να κρίνει το δικαστήριο –και το γνωρίζει καλά, όπως όλοι μας‒ είναι αν η δολοφονία του Παύλου Φύσσα ήταν η τελευταία στη σειρά των χρυσαυγίτικων εγκλημάτων.
H αγόρευση του Θανάση Καμπαγιάννη στη δίκη της Χρυσής Αυγής κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αντίποδες με τον τίτλο «Με τις μέλισσες ή με τους λύκους».
Πηγή: Lifo