Βλέπεις τη φωτογραφία αυτού του δυστυχισμένου που είναι ντυμένος «αρχαίος Έλληνας πολεμιστής» κι έχει στήσει καραούλι μέσα στη μαύρη νύχτα (της ψυχής του) για να προστατέψει τη χώρα από τον εξισλαμισμό και σου έρχεται να χλευάσεις το απροσμέτρητο βάθος της γελοιότητας. Περιμένει με το δόρυ ανά χείρας, να επιτεθεί στα μισοκοιμισμένα παιδάκια και να διατρήσει, ο γενναίος, τα λούτρινα αρκουδάκια που κρατούνε στα χέρια τους, ώστε να κατατροπώσει τον οχτρό: να μην αφήσει τα παιδάκια να κοιμηθούνε και μολυνθεί τα αιωνίως ατάραχο και αρυτίδωτο «αίμα των Ελλήνων». Τον βλέπεις και σου έρχεται να χλευάσεις. Να χλευάσεις και τη γελοιότητα των «Ενωμένων Μακεδόνων» οι οποίοι ψήνουν γουρούνια (κανιβαλίζοντας τον εαυτό τους) έξω από κει που έχουν μαντρώσει τους κατατρεγμένους για να «τους την πούνε» με γουρουνίσιο κρέας και μπόλικο αλκοόλ. Επίδειξη γελοίας αχρειότητας και γενναίας φυλετικής βλακείας που θα έκανε και αυτούς τους «γενναίους του Μπρανκαλεόνε» νε έχουν αυτοκτονικό ιδεασμό από ζήλεια.
Σου έρχεται να χλευάσεις το γελοίο πρόσωπο τη φρίκης, αλλά δεν έχει νόημα. «Η ομίχλη μπαίνει από παντού στο σπίτι» λέει το υπέροχο τραγούδι του αξέχαστου Γιάννη Σπανού σε στίχους του ποιητή Βύρωνα Λεοντάρη, που ερμηνεύει μοναδικά η Αρλέτα. Πεθαμένοι και οι τρεις, μας άφησαν μόνους να παλεύουμε με την ομίχλη του φασισμού που μπαίνει από παντού στις ψυχές των ανθρώπων. Και την ομίχλη δεν τη χλευάζεις, ούτε μπορείς να την αριθμήσεις.
Πώς να αριθμήσεις την ανοηταίνουσα αμβλύνοια του Κυρανάκη που υπερασπιζόμενος (μέσα στη Βουλή!) το γουρουνίσιο ψήσιμο μίλησε για «τα δικαιώματα στην κατανάλωση και στον τρόπο ζωής που έχουν οι Έλληνες πολίτες», αλλά και την αμβλεία συνείδηση της πολύπλαγκτης Ντόρας Μπακογιάννη που τους καταλόγισε το… ακαταλόγιστο (και στον γενναίο Πλεύρη): «Δεν κατάλαβαν το θέμα για το οποίο μιλούσαν». Αμβλύνοες στην ανθρωπιά…
Πώς να αριθμήσεις την επιθετική βλακεία που ρέει ορμητικά από τις… στατιστικές δηλώσεις του Χαράλαμπου Αθανασίου, ότι σε 20 χρόνια το 30% στη Λέσβο θα είναι μουσουλμάνοι; Κι από κοντά η αγριότητα του κυβερνητικού εκπροσώπου ότι οι αυξημένες περιπολίες στη θάλασσα σημαίνουν περισσότερους πνιγμένους, η φρικωδία του εθισμένου σ’ αυτήν Βορίδη, πως οι μετανάστες δεν δικαιούνται ανθρωπιστική βοήθεια, οι δηλώσεις του Θ. Ρουσόπουλου και τόσα άλλα.
Όχι. Δεν έχει νόημα να χλευάζεις την γελοιότητα της φρίκης ή να προσπαθείς να αριθμήσεις τη φρίκη της γελοιότητας, γιατί δεν γίνεται. Άσε που υπάρχει κίνδυνος να χαθείς κι εσύ μέσα στη χλεύη και στην αρίθμηση και να χάσεις το πρόσωπο του θηρίου τώρα που «η ομίχλη μπαίνει από παντού στο σπίτι». Νόημα λοιπόν έχει να πολεμάς για να διαλυθεί αυτή η ομίχλη. Να πολεμάς ακόμα και κάνοντας σημαία την όποια λύπη, την πίκρα της διάψευσης, τον λυγμό της ματαίωσης. Τίποτα δεν υπάρχει που να μην μπορεί να χρησιμοποιηθεί σ’ αυτό τον αγώνα, τίποτα που να μην μπορεί να γίνει η μεγάλη ανάσα που θα σαρώσει τα πυκνά νέφη της φασισμένης γελοιότητας. Είναι μεγάλο πράγμα η χαρά της αγάπης και η δύναμη της δημιουργίας που δεν υπάρχουν χωρίς τον Άλλο. «Εγώ είναι ο άλλος» λέει ο Ρεμπώ και μια πελώρια παγκόσμια μηχανή δουλεύει νυχθημερόν αλέθοντας κορμιά και συνειδήσεις για να μην φτάσει ένας και μόνο στίχος στον φυσικό του αποδέκτη. Για να μετατραπεί ο κάθε οιονεί ποιητής σε «αρχαίο Έλληνα πολεμιστή» και σε δικαιωματία του χοιρινού. Δεν είναι λίγο το ποίημα και το τραγούδι όταν «η ομίχλη μπαίνει από παντού στο σπίτι». Γι’ αυτό ξοδεύονται μυθικά ποσά: για να είμαστε ανίδεοι.
Έγραφε ο μέγας ποιητής Γιώργος Σαραντάρης (που πέθανε από κακουχίες στο Αλβανικό μέτωπο μαζί με τσιγγάνους, «μακεδόνες», ποινικούς, κομμουνιστές, παρίες και άλλα «κακοποιά στοιχεία», την ώρα που διάφοροι φερώνυμοι γόνοι ρονρόνιζαν στα μετόπισθεν): «’Δεν είμαστε ποιητές’ σημαίνει φεύγουμε/ σημαίνει εγκαταλείπουμε τον αγώνα/παρατάμε τη χαρά στους ανίδεους…».
Τους στίχους αυτούς (τα ποίημα του Σαραντάρη έχει κι άλλους), χρόνια μετά, τους πήρε ο Βύρωνας Λεοντάρης, πρόσθεσε άλλους δύο δικούς του κι έφτιαξε ένα νέο ποίημα που περιλαμβάνεται στη συλλογή του «Εν γη αλμυρά» (εκδ. Έρασμος): «Παρατάμε τη χαρά στους ανίδεους… / Ε, ναι λοιπόν, αυτό σημαίνει…».
Ε, ναι λοιπόν. Ούτε αρίθμηση, ούτε χλευασμός. Πείσμα και μόνο πείσμα στην ποίηση του ανθρώπου, για να φύγει η ομίχλη.
«Θα περάσουν από πάνω μας όλοι οι τροχοί» λέει με τη σειρά του ο Νίκος Καρούζος, «στο τέλος / τα ίδια τα όνειρά μας θα μας σώσουν. / Αγάπη μείνε στην καρδιά – / αυτός ας είναι ο κανών του τραγουδιού σου».
Πείσμα στο όνειρο λοιπόν. Κι άσε τη στάχτη στους σταχτόψυχους.
Κώστας Καναβούρης
Πηγή: Η Αυγή