Macro

Θ’ αφήσουμε πάλι τους ίδιους να πληρώσουν το μάρμαρο;

Γιατί ήταν τόσο σκληρός ο κ. Μητσοτάκης με τα αναδρομικά των συνταξιούχων; Γιατί έκοψε με το μαχαίρι κάθε σκέψη για επιστροφή δέκατου τρίτου μισθού και επιδόματος αδείας στους συνταξιούχους που δικαιώθηκαν από το ΣτΕ; Γιατί δεν έκανε μια κίνηση που περνάει από το μυαλό όλων, να πει, δηλαδή, ότι τόσα σηκώνουμε φέτος δημοσιονομικά, αυτά μπορούμε να δώσουμε, του χρόνου βλέπουμε πάλι;

Δεν έτυχε…

Για να κατανοήσουμε τη στάση του, χρειάζεται να θυμηθούμε μερικά πράγματα. Πρώτον, ότι ο κ. Μητσοτάκης ήταν υπουργός της κυβέρνησης που έκανε τις αιματηρές περικοπές των συντάξεων, τις οποίες το δικαστήριο κηρύσσει σήμερα αντισυνταγματικές. Και μάλιστα στη δική του σημερινή κυβέρνηση έχει κρατήσει στο ίδιο πόστο, στο υπουργείο Εργασίας, τον τότε υπουργό κ. Βρούτση. Δεύτερον, ο κ. Μητσοτάκης βρήκε ως πρωθυπουργός ψηφισμένη από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ την επαναφορά της δέκατης τρίτης σύνταξης, μισής κι ανέσωστης, όπως την κατηγορούσε, αλλά προτίμησε αμέσως να την καταργήσει, ενώ θα μπορούσε να την ολοκληρώσει.
Ο μύθος δηλοί ότι ποτέ δεν θεώρησε τις περικοπές αντισυνταγματικές και, επιπλέον, με τις δέκατες τρίτες και δέκατες τέταρτες συντάξεις ποτέ δεν τα πήγαινε καλά, μάλλον τις θεωρούσε παραλογισμό. Για ένα νεοφιλελεύθερο ακόμα και οι δώδεκα συντάξεις φαίνονται πολλές. Γι’ αυτό είναι το πρώτο πράγμα που αποφασίζουν να περικόψουν χωρίς περιττές σκέψεις. Άλλωστε, και στην επιχειρηματολογία του κ. Μητσοτάκη στη Βουλή η εξήγηση ότι αυτό μόνο επιτρέπει το δημοσιονομικό περιθώριο που έχουμε, ήταν τελευταίο και καταϊδρωμένο. Ο πρωθυπουργός ενεργεί σαν ευσυνείδητος νεοφιλελεύθερος, δεν έχει αναστολές, ξέρει ποιες είναι οι θετικές και αρνητικές ταξικές μεροληψίες με τις οποίες θα πορευτεί. Σε μια κρίση ξέρει ποιος θα κερδίσει και ποιος θα κληθεί να την πληρώσει. Αυτή, λοιπόν, η πεντακάθαρη μεροληψία σε βάρος των συνταξιούχων είναι ένα σημάδι της γενικότερης κυβερνητικής πολιτικής και των επιλογών της.

Το μήνυμα είναι σαφές

Είναι ένα μήνυμα που μας κοινοποιεί. Κι αν έχει ένα νόημα να το τονίζουμε, δεν είναι για να επαναλάβουμε κάτι που ήδη γνωρίζουμε, αλλά για να προβλέψουμε τι πρόκειται να ακολουθήσει και σ’ αυτή την κρίση που ήδη βιώνουμε και πώς θα διαχειριστεί η κυβέρνηση της ΝΔ τα διαθέσιμα μέσα για την αντιμετώπισή της. Από την άποψη αυτή, έχει εξαντλήσει μάλλον τη δυναμική της η διαμάχη για το πόσα και ποια είναι τα δάνεια και οι χορηγήσεις που διατέθηκαν από την ΕΕ για κάθε χώρα, διαμάχη που έχει τη σημασία της. Ακόμη μεγαλύτερη σημασία, όμως, έχει τώρα πια ο τρόπος με τον οποίο θα διατεθούν αυτά τα μέσα, ποιοι θα ωφεληθούν και ποιοι θα ζημιωθούν από τις συγκεκριμένες επιλογές και σε ποια κατεύθυνση θα ανασυγκροτηθεί η οικονομία. Από αυτό θα κριθούν πολλά για τα επόμενα χρόνια. Και κυρίως θα κριθεί η κατάσταση στην οποία θα βρεθούν οι λαϊκές τάξεις στη διάρκεια της κρίσης και κατά την έξοδο από αυτήν.

Το αντίπαλο σχέδιο

Γι’ αυτό η απαίτηση που απηύθυνε στην κυβέρνηση ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλ. Τσίπρας να δώσει η κυβέρνηση στη δημοσιότητα το πόρισμα της επιτροπής Πισσαρίδη, καθώς και τις δικές της θέσεις για το μείζον αυτό ζήτημα, είναι η μία όψη του νομίσματος. Η άλλη, η πιο σημαντική από μια άποψη, είναι η υποχρέωση της αξιωματικής αντιπολίτευσης να επεξεργαστεί άμεσα το δικό της σχέδιο, που δηλώνει μια διαφορετική, αντίθετη από την κυβερνητική, προοπτική. Για το χαρακτήρα των κυβερνητικών επιλογών έχουμε ήδη αρκετά δείγματα. Το προαναφερόμενο ήταν το πιο πρόσφατο και χαρακτηριστικό για το πώς θυμούνται οι νεοφιλελεύθεροι τα δημοσιονομικά περιθώρια, κυρίως όταν πρόκειται να αποκατασταθούν απώλειες των πιο αδύνατων οικονομικά στρωμάτων. Υπάρχουν ακόμα δείγματα γραφής για το πού θα κατευθυνθούν δάνεια και χορηγήσεις, ποιους κλάδους και ποιες επιχειρήσεις θα ευνοήσουν ή για το πώς εννοούν στην κυβέρνηση την πράσινη ανάπτυξη ή το ρόλο του δημόσιου τομέα, που τόσο εξυμνήθηκε ευκαιριακά στη διάρκεια της πανδημίας.
Τα τεσσεράμισι χρόνια κυβερνητικής εμπειρίας του ΣΥΡΙΖΑ και γνώσης των στελεχών του επιτρέπουν στην αξιωματική αντιπολίτευση να παρουσιάσει από τώρα το δικό της σχέδιο, στις γενικές γραμμές του, αλλά και στους βασικούς κρίσιμους τομείς: την προστασία της εργασίας και των δικαιωμάτων των εργαζομένων, την ενίσχυση και ανάπτυξη του κοινωνικού κράτους, την προστασία των δημόσιων αγαθών, την ενίσχυση των παραγωγικών τομέων της οικονομίας, την υποστήριξη του τομέα των νέων τεχνολογιών, τη ριζοσπαστική αντιμετώπιση του σχεδιασμού της απεξάρτησης από ορυκτά καύσιμα και της ανάπτυξης του πρωτογενούς τομέα με έμφαση στην ποιοτική παραγωγή, την ανάδειξη της κοινωνικής οικονομίας σε δυναμικό τομέα του παραγωγικού συστήματος, την ενίσχυση του κράτους πρόνοιας και του δημόσιου συστήματος υγείας, την αναβάθμιση του δημόσιου ασφαλιστικού συστήματος, την υπεράσπιση της δημόσιας εκπαίδευσης από τις επιθέσεις ιδιωτικοποίησής της και την ενίσχυσή της με υλικά μέσα και ικανό έμψυχο δυναμικό…

Στη ρίζα των προβλημάτων

Ο απόλυτος και ψυχρός τρόπος με τον οποίο ο πρωθυπουργός αντιμετώπισε το ζήτημα της απόδοσης των αναδρομικών στους συνταξιούχων, δεν αναδεικνύει μόνο την απόσταση προεκλογικών λόγων και κυβερνητικών έργων, μας δείχνει και την κατεύθυνση στην οποία εντάσσονται οι λύσεις που επιλέγει κάθε φορά μια κυβέρνηση εμπνεόμενη στα οικονομικά από το νεοφιλελευθερισμό. Και υποδεικνύει σε αντίστιξη τις υποχρεώσεις μιας αντιπολίτευσης που οφείλει τη δύναμή της, την ανθεκτικότητά της και τους ισχυρούς δεσμούς της με τις λαϊκές τάξεις και τη νέα γενιά στις ενδείξεις και τις αποδείξεις ριζοσπαστικότητας που τη συνόδευαν ήδη από τη θεαματική ανοδική πορεία της μέχρι την κυβέρνηση και έως σήμερα στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Μιας ριζοσπαστικότητας που δεν είναι ένα είδος μόδας, ούτε περιορίζεται στο πεδίο των δικαιωμάτων. Χρειάζεται να αγγίζει, να επιχειρείται και να δοκιμάζεται και στο πεδίο των σχέσεων παραγωγής. Όχι γιατί το επιτάσσει κάποια ιδεολογία, αλλά γιατί, όπως πρόσφατα αποδείχτηκε με την υγειονομική και την επακόλουθη οικονομική κρίση, χρειάζεται να φτάνουμε στη ρίζα των προβλημάτων, αν θέλουμε να συναντήσουμε τα στοιχεία μιας βιώσιμης για το περιβάλλον και τους ανθρώπους λύσης.

Χαράλαμπος Γεωργούλας

Πηγή: Η Εποχή