Τις μέρες αυτές συζητείται στη Βουλή το νομοσχέδιο του υπουργείου Εργασίας, οι εργατικές ρυθμίσεις του οποίου έχουν αναμφισβήτητα τη βαρύνουσα σημασία. Πίσω από τις γραμμές των ρυθμίσεων αυτών υπάρχουν τέσσερις κρίσιμες παραδοχές. Τέσσερις παραδοχές που αξίζει να προσεχτούν καθώς διέπουν τη λογική του νομοσχεδίου και αναδεικνύουν τις στοχεύσεις του.
1. Η τυπική αναγνώριση εργατικών δικαιωμάτων δεν αρκεί
Η έκρηξη της αδήλωτης και υποδηλωμένης εργασίας και οι διαστάσεις που έχει λάβει το φαινόμενο της απλήρωτης εργασίας αποδεικνύουν με τον πιο σαφή τρόπο ότι μόνη η τυπική αναγνώριση των εργατικών δικαιωμάτων δεν εγγυάται και την πραγματική απόλαυσή τους από τους εργαζομένους. Ο νόμος π.χ. προβλέπει την υποχρέωση του εργοδότη να καταβάλλει μισθό. Η είσπραξή του όμως είναι πολλές φορές ένας Γολγοθάς για τον εργαζόμενο, συχνά με αβέβαιο αποτέλεσμα.
Ακόμα λοιπόν κι όταν το δίκαιο αναγνωρίζει δικαιώματα ή επιβάλλει υποχρεώσεις, η απουσία αποτελεσματικών μηχανισμών ελέγχου της συμμόρφωσης και επιβολής κυρώσεων στους παραβάτες μπορεί να ματαιώσει την πρακτική εφαρμογή των υφιστάμενων κανόνων. Γι’ αυτό και είναι καθοριστική η ενίσχυση των συνοδευτικών θεσμικών εργαλείων που ενθαρρύνουν τη συμμόρφωση με το νομικό πλαίσιο.
Το νομοσχέδιο του υπουργείου Εργασίας ανταποκρίνεται στην ανάγκη αυτή, εισηγούμενο ρυθμίσεις που διευκολύνουν το έργο των ελεγκτικών μηχανισμών, ενισχύουν την αποτελεσματικότητα εφαρμογής της εργατικής νομοθεσίας, ισχυροποιούν τη θέση των εργαζομένων και τους προστατεύουν από πρακτικές εργοδοτικής αυθαιρεσίας.
2. Οι φαινομενικά «κατασταλτικές» ρυθμίσεις έχουν προωθητική δυναμική για την αγορά εργασίας
Οι ρυθμίσεις που προωθεί το σχέδιο νόμου έχουν φαινομενικά έναν κατασταλτικό χαρακτήρα, αντικειμενικά όμως συντελούν στην προστασία των επιχειρήσεων που επιλέγουν να σέβονται την εργατική νομοθεσία και να μη χρησιμοποιούν την καταστρατήγησή της ως «ανταγωνιστικό πλεονέκτημα». Η επιβολή ποινών αναστολής λειτουργίας σε επιχειρήσεις που συστηματικά παραβιάζουν την εργατική νομοθεσία και ο αποκλεισμός των ασυνεπών εργοδοτών από το δημόσιο χρήμα αποτελούν ένα εξαιρετικά αποτελεσματικό κίνητρο συμμόρφωσής τους με την εργατική νομοθεσία. Ταυτόχρονα, το γεγονός ότι πλέον μόνο όσοι σέβονται και τηρούν την εργατική νομοθεσία θα μπορούν να έχουν πρόσβαση στη δημόσια χρηματοδότηση αποδίδει σαφές προβάδισμα στις συνεπείς επιχειρήσεις.
Δεδομένου, λοιπόν, ότι η παραβατικότητα στην αγορά εργασίας, μορφή της οποίας αποτελεί η αδήλωτη, υποδηλωμένη και απλήρωτη εργασία, δεν παραβιάζει μόνο βασικά δικαιώματα των εργαζομένων, δεν μειώνει μόνο τα δηµόσια έσοδα, αλλά συνιστά επιβραδυντικό και στρεβλωτικό παράγοντα της οικονοµίας και νοθεύει τον υγιή ανταγωνισµό µεταξύ των επιχειρήσεων, οι προτεινόμενες ρυθμίσεις υποβοηθούν να τεθεί σε κίνηση ένας μηχανισμός συνολικής βελτίωσης της αγοράς εργασίας.
3. Οι «τεχνικές» παρεμβάσεις ανταποκρίνονται σε πραγματικές ανάγκες
Με μια πρώτη ματιά οι ρυθμίσεις του νομοσχεδίου μπορεί να φανούν σαν ένα άθροισμα αρκετά ειδικών και τεχνικών παρεμβάσεων, όπως είναι π.χ. η αλλαγή του τρόπου αναγγελίας της οικειοθελούς αποχώρησης του εργαζομένου και της διαδικασίας αναγγελίας των υπερωριών, η δυνατότητα έκδοσης διαταγής πληρωμής μισθού, η επιτάχυνση της δίκης για το κύρος της απόλυσης κ.λπ.
Η αλήθεια όμως είναι ότι πίσω από κάθε μια ρύθμιση βρίσκονται καθημερινές ιστορίες εργαζομένων. Είναι δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενοι που δούλεψαν και δεν αμείφτηκαν, που δεν πήραν τα ένσημά τους, που δεν έγινε σεβαστό το ωράριο εργασίας τους, που εργάστηκαν υπερωριακά και δεν πληρώθηκαν, που απολύθηκαν και δεν πήραν αποζημίωση. Ολοι εκείνοι που βίωσαν μέσα στην κρίση ότι και τα αυτονόητα αμφισβητήθηκαν. Στη βελτίωση της καθημερινότητας αυτών των ανθρώπων αποβλέπουν οι προτεινόμενες ρυθμίσεις του νομοσχεδίου, απαντώντας σε δίκαια αιτήματα της κοινωνικής πλειονότητας. Κι αυτό σίγουρα δεν είναι ούτε μικρό ούτε τεχνικό ζήτημα.
4. Oι ειδικές ρυθμίσεις έχουν πολιτική σημασία
Οι ρυθμίσεις που περιλαμβάνει η συγκεκριμένη πρόταση νόμου ενέχουν μια ξεκάθαρη πολιτική επιλογή: την προστασία της εργασίας ως βασικό στοιχείο για το μοντέλο της ανάπτυξης που υιοθετούμε. Και η χρονική στιγμή που εισάγεται προς συζήτηση και ψήφιση αυτό το νομοσχέδιο αναδεικνύει εντονότερα την επιλογή αυτή. Σε μια περίοδο που αποτυπώνονται σαφώς θετικές ενδείξεις ανάκαμψης της οικονομίας, με τη νομοθετική παρέμβαση που επιχειρούμε προς όφελος των εργαζομένων καθιστούμε σαφές πως βασική προϋπόθεση για μια ανάπτυξη κοινωνικά δίκαιη και σταθερή είναι η διαμόρφωση υγιών εργασιακών σχέσεων και η δημιουργία ποιοτικών θέσεων εργασίας, με αξιοπρεπείς μισθούς και πλήρη εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα.
Το νομοσχέδιο αυτό, λοιπόν, είναι ένα ακόμη βήμα σε μια συνολική στρατηγική. Διότι στρατηγικός στόχος αυτής της κυβέρνησης δεν είναι η επίτευξη μιας ανάπτυξης με όρους αριθμητικής μεγέθυνσης και η επιστροφή σ’ ένα μοντέλο ανάπτυξης που γνωρίσαμε τις προηγούμενες δεκαετίες, δηλαδή ένα μοντέλο που όξυνε τις κοινωνικές ανισότητες και δεν σεβάστηκε τις εργασιακές σχέσεις, αλλά η επίτευξη μιας ανάπτυξης στον πυρήνα της οποίας τοποθετείται η αξιοπρεπής εργασία. Και η συγκεκριμένη πρόταση νόμου βάζει το λιθαράκι της στην κατεύθυνση αυτή.
Η Έφη Αχτσίογλου είναι υπουργός Εργασίας
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών