Macro

Τέρι Ίγκλετον, Περί Κακού, μτφ. Γιώργος Μαραγκός, εκδ. Πεδίο, 2024

Αν το Κακό είναι ακατανόητο, τότε μοιάζει να είναι δύσκολα προσδιορίσιμο, και πάντως μάλλον δυσκολότερα εξηγήσιμο από το Καλό, το οποίο καταντά κάποτε βαρετό, ενώ το Κακό φαντάζει πλάι του συναρπαστικό, σαγηνευτικό, λαμπερό. Συνώνυμα του Κακού: το τίποτα, το κενό, το άπειρο. Άρα το Κακό μοιάζει άπιαστο, ανεξιχνίαστο, ανεξερεύνητο∙ διαφεύγον. Η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη εξυμνούν το Καλό στέλνοντας το Κακό στην αγκαλιά του Σατανά. Η φιλοσοφία το θεωρητικοποιεί, κάνοντας την ανατομία του ακόμα πιο περίπλοκη. Η λογοτεχνία, με όπλο της τη μυθοπλασία και αρωγό την ψυχολογία, χρησιμοποιώντας ανθρώπινους χαρακτήρες, επιχειρεί να ρίξει φως στο έρεβος του Κακού.
 
Ο Τέρι Ίγκλετον [1943-…], μαρξιστής θεωρητικός και ιστορικός της λογοτεχνίας της βικτωριανής περιόδου και της αγγλικής λογοτεχνίας του 20ού αιώνα, καθώς και μελετητής της πολιτισμικής θεωρίας, είναι ακαδημαϊκός, απόφοιτος του Καίμπριτζ, δίδαξε μεταξύ άλλων και στην Οξφόρδη, ενώ εκπόνησε το διδακτορικό του δίπλα στον διακεκριμένο εκπρόσωπο της αριστερής λογοτεχνικής κριτικής Ρέιμοντ Γουίλιαμς. Όντας πολυγραφότατος έχει γράψει μελέτες και δοκίμια γύρω από τη θεωρία της λογοτεχνίας, την ιδεολογία, τον υλισμό, την τρομοκρατία, το μεταμοντέρνο, το χιούμορ.
 
Στην παρούσα μελέτη, μονογραφία της έννοιας του Κακού, επιστρατεύει προς τούτο τον Αριστοτέλη, τον Αυγουστίνο, τον Θωμά Ακινάτη, τον Σαίξπηρ, τον Τόμας Μαν, τον Σοπενχάουερ, τον Μαρξ, αλλά και μια πειστική επιχειρηματολογία απροκάλυπτα προκλητική, χρησιμοποιώντας ένα χιούμορ πνευματώδες, δηκτικό και τρομακτικά αποτελεσματικό απέναντι στο σύγχρονο αθεϊσμό του Ρίτσαρντ Ντόκινς και του Κρίστοφερ Χίτσενς, αλλά και σε παγιωμένες κοινότοπες απόψεις και στερεότυπα. Το χιούμορ του είναι γειωμένο στη σύγχρονή του πραγματικότητα και δεν έχει σχέση με την «ανωτερότητα» του αριστοκράτη τζέντλεμαν που θεάται αφ’ υψηλού τους πληβείους και βγάζει εύκολα συμπεράσματα για την καταγωγή και τη φύση του Κακού και γι’ αυτούς που το διαπράττουν.
 
Ο Ίγκλετον πιάνει το φίδι, που περιελίσσεται γύρω από το μήλο της Γνώσης, από την ουρά και του αφαιρεί το δηλητήριο που συσκοτίζει, στρεβλώνει και απλοποιεί επικίνδυνα τα πράγματα. Το Κακό του τίτλου δεν έχει άρθρο, κάνοντας το ακατανόητο Κακό ακόμη πιο αόριστο, πιο απροσδιόριστο. Το Περί Κακού αναπαράγει τα γνωρίσματα του Κακού, τα αναγνωρίζει και τα εξετάζει, επιχειρώντας να τα ερμηνεύσει σε τρία κεφάλαια με τους εύγλωττους τίτλους «Μυθοπλασία του Κακού», «Χυδαία απόλαυση», «Οι παρηγορητές του Ιώβ».
 
«Το γεγονός ότι μερικά πράγματα δεν αλλάζουν», λέει ο Ίγκλετον, «δεν είναι απαραίτητα κακό». Ωστόσο, αν και θεωρούμε το Κακό «ένα παγιωμένο οντολογικό χαρακτηριστικό της ανθρώπινης κατάστασης δεν σημαίνει πως δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα γι’ αυτό». Η ασθένεια για παράδειγμα είναι ένα κακό. Αυτό δεν σημαίνει πως ο γιατρός δεν θα προσπαθήσει να την κάνει λιγότερο επώδυνη και, αν μπορεί, να τη θεραπεύσει. Το Κακό δεν επιδέχεται θεραπείας, και τι άλλο μένει να κάνει ένας θεωρητικός από το να το μελετήσει υπό το φως του ορθού λόγου, όσο κι αν πολλές φορές ξεφεύγει από την αισιοδοξία του Διαφωτισμού, ή την «Κριτική» του Καντ, ή ακόμη και από τις θρησκευτικές παραβολές. Για την τρομοκρατία υποστηρίζει πως είναι μοχθηρή παρά κακή, γιατί χρησιμοποιεί τον αφανισμό για να επιβάλει κάτι γι’ τους δράστες ορθολογικά αξιοθαύμαστο. Η αντιμετώπιση του Κακού από τις μοντέρνες σταυροφορίες της Δύσης φέρνουν περισσότερη βία.
 
Όσο για τη φύση του Κακού, συμφωνεί με την κοινοτοπία του, όπως την ορίζει η Χάνα Άρεντ στο ομώνυμο βιβλίο της. Ο Άιχμαν του θυμίζει «εξαντλημένο τραπεζικό παρά αρχιτέκτονα γενοκτονίας». Ισχυρίζεται πως ο «εκ γενετής» κακός είναι αθώος. Το Κακό δεν είναι ελιτίστικο. Αν οι περισσότεροι τα καταφέραμε καλύτερα από τον Τζακ τον Αντεροβγάλτη δεν σημαίνει πως δεν είμαστε δυσλειτουργικοί.
 
Το Περί Κακού δεν είναι σκοτεινό βιβλίο, είναι παρηγορητικό, και είναι αφιερωμένο στον Χένρι Κίσινγκερ.
 
Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος