Macro

Τέλος εποχής για τη Γερμανία

Ολα δείχνουν τέλος εποχής στη Γερμανία, από την πολιτική σκηνή μέχρι την οικονομία.

Στην πολιτική σκηνή ο ορίζοντας είναι θολός με άγνωστες τις επιπτώσεις και τις παρενέργειες του διπλού σοκ των αποτελεσμάτων των ευρωεκλογών και των δημοσκοπήσεων, που δείχνουν συνολική ανατροπή με τη Χριστιανοδημοκρατική Ενωση να έρχεται δεύτερη μετά τους Πράσινους και τους Σοσιαλδημοκράτες να συνεχίζουν την ελεύθερη πτωτική τους πορεία.

Στα παραπάνω έρχεται να προστεθεί η είσοδος της οικονομίας της Γερμανίας σε ύφεση σύμφωνα με τα στοιχεία του δεύτερου τριμήνου του 2019, μια εξέλιξη προβλέψιμη και αναμενόμενη ως παρενέργεια του εμπορικού πολέμου ΗΠΑ-Κίνας.

Ο ορίζοντας δεν αφήνει κανένα περιθώριο αισιοδοξίας καθώς ο σκληρός πυρήνας της γερμανικής βιομηχανικής παραγωγής, η αυτοκινητοβιομηχανία, κινδυνεύει να αντιμετωπίσει ταυτόχρονα εμπόδια πρόσβασης στους δύο σημαντικότερους εξαγωγικούς προορισμούς της, την αγορά των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου.

Αν ο Τραμπ ξεκινήσει την παρατεταμένη προεκλογική εκστρατεία για την προεδρική εκλογή του Νοεμβρίου του 2020 με την επιβολή δασμών στην ευρωπαϊκή αυτοκινητοβιομηχανία και αν τελικά στα τέλη Οκτωβρίου η Βρετανία αποχωρήσει από την Ε.Ε. με σκληρό Brexit, οι παρενέργειες στη γερμανική οικονομία θα ξεπεράσουν ακόμα και το πιο τολμηρό απαισιόδοξο σενάριο.

Το ερώτημα που εύλογα τίθεται με βάση τα παραπάνω δεδομένα είναι αν και σε ποιο χρονικό ορίζοντα το Βερολίνο θα εξαναγκαστεί να αλλάξει πολιτική με την υιοθέτηση μέτρων αναθέρμανσης της οικονομίας μέσω αύξησης της ζήτησης.

Το ερώτημα έχει βαρύνουσα και αποφασιστική σημασία όχι μόνο για τη Γερμανία αλλά για το σύνολο της ευρωζώνης και της Ε.Ε.

Σε συνέντευξή του στη «Μοντ» της 17.8 ο πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας Ρέντσι εκφράζει την ευχή η δυσμενής παγκόσμια οικονομική συγκυρία να οδηγήσει το Βερολίνο σε πιο επεκτατική, πιο κεϊνσιανή πολιτική.

Σε κάθε περίπτωση η είσοδος της Γερμανίας σε περίοδο ύφεσης θα επηρεάσει καταλυτικά την πρωτοφανή πολιτική ρευστότητα που είναι κυρίαρχη μετά τις ευρωεκλογές.

Κύριο ζητούμενο είναι αν μέχρι τα τέλη του χρόνου οι Σοσιαλδημοκράτες αποσυρθούν από την υπό τη Μέρκελ κυβέρνηση Μεγάλου Συνασπισμού.

Στην περίπτωση αυτή τρία είναι τα εναλλακτικά σενάρια: κυβέρνηση μειοψηφίας των Χριστιανοδημοκρατών, κυβερνητικός συνασπισμός Χριστιανοδημοκρατών, Φιλελευθέρων και Πρασίνων και, τέλος, πρόωρη προσφυγή στις κάλπες.

Και τα τρία παραπάνω σενάρια έχουν κοινό παρονομαστή τη βεβαιότητα της πρόωρης αποχώρησης της Μέρκελ από την καγκελαρία, δύο χρόνια πριν από τη λήξη της θητείας της τον Σεπτέμβριο του 2021.

Πέραν των σεναρίων για πολιτικές εξελίξεις, είναι λογικό η σημερινή υπό τη Μέρκελ κυβέρνηση να εξαντλήσει κάθε δυνατό μέσο ώστε να αποφευχθεί μια μετωπική αντιπαράθεση της Ε.Ε. με τις ΗΠΑ του Τραμπ, αλλά και να υιοθετήσει απέναντι στη Βρετανία του Τζόνσον μια ρεαλπολιτίκ ώστε να μην υπάρξει σκληρό Brexit.

Είναι προφανές ότι οι συμβιβασμοί και οι υποχωρήσεις για τις οποίες είναι έτοιμο το Βερολίνο απέναντι τόσο στην Ουάσινγκτον όσο και στο Λονδίνο θέτουν το ερώτημα αν θα προκαλέσουν τριβές ή, ακόμα χειρότερα, μετωπική σύγκρουση με τη Γαλλία του Μακρόν.

Αν στο Βερολίνο θέλουν να αποφύγουν έναν εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ-Ε.Ε. και ένα ταυτόχρονο σκληρό Brexit, μια συγκυρία η επικινδυνότητα της οποίας είναι στρατηγικών διαστάσεων για τα ζωτικά συμφέροντα της Γερμανίας, στο Παρίσι ο Μακρόν βρίσκεται στους αντίποδες: μια σκληρή και αποφασιστική στάση της Ε.Ε. απέναντι στους Τραμπ και Τζόνσον θα οδηγήσει εκ των πραγμάτων σε μια πολιτική εμβάθυνσης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, το πλαίσιο της οποίας είχε περιγράψει ο Γάλλος πρόεδρος στην ομιλία του στη Σορβόνη στα τέλη Σεπτεμβρίου του 2017.

Τούτων λεχθέντων παραμένει ζητούμενο η τοποθέτηση των πολιτικών δυνάμεων της Γερμανίας εντός και εκτός κυβέρνησης ως προς τα μέτρα που θα πρέπει να ληφθούν για την αναθέρμανση της οικονομίας.

Μέχρι στιγμής η θεαματική δημοσκοπική πρωτιά των Πρασίνων μοιάζει να οφείλεται κατά κύριο λόγο στις περιβαλλοντικές ευαισθησίες μιας συνεχώς διογκούμενης μερίδας του εκλογικού σώματος. Οι θέσεις των Πρασίνων για το μέλλον της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είναι περισσότερο ένα γενικό και αόριστο ευχολόγιο πολιτικής ορθότητας παρά εναλλακτική συνολική πρόταση.

Ενα είναι βέβαιο, ότι η Γερμανία το φθινόπωρο του 2019 ζει ένα τέλος εποχής.

Η πρωτοφανής ευνοϊκή συγκυρία, με κύριο σημείο αναφοράς τον ανεμπόδιστο εξαγωγικό δυναμισμό της γερμανικής οικονομίας που επέτρεπε ανάπτυξη και ταυτόχρονη μόνιμη δημοσιονομική περιοριστική πολιτική αλλά και δανεισμό με αρνητικά επιτόκια, τελειώνει.

Με την πολιτική του Μηδενικού Ελλείμματος -Scwharze Null / Μαύρο Μηδέν στα γερμανικά- να έχει πλέον τον ρόλο θεολογικού δόγματος, η προσαρμογή της Γερμανίας στα νέα δεδομένα προβλέπεται δύσκολη και οδυνηρή τόσο για την ίδια όσο και για τους εταίρους της στην Ε.Ε. – ευρωζώνη.