Macro

Τέλος εποχής, αναγκαία άλλη, ρεαλιστική πολιτική

Πολλά γράφτηκαν τις τελευταίες ημέρες, σχετικά με τα αποτελέσματα της συνόδου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις 10 – 11 Δεκεμβρίου. Πολλά, με την ελληνοκεντρική οπτική, φυσικά, που “βλέπει” μόνο ευρωτουρκικές, στο βάθος ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Βασικά θέματα της συνόδου ήταν, καταρχάς, η έγκριση του προϋπολογισμού της Ε.Ε. για την περίοδο 2021-2027, σε συνδυασμό με τα οικονομικά και υγειονομικά μέτρα για την πανδημία, η συζήτηση για την κλιματική αλλαγή που συνοδεύτηκε με την απόφαση για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά τουλάχιστον 55 % έως το 2030.

 

Όλο και μακρύτερα από τις ευρωπαϊκές εξελίξεις

Θέματα που επισφραγίστηκαν με το συμβιβασμό της Ένωσης με την Ουγγαρία και την Πολωνία, για τον οποίο όμως χρειάστηκε να υποχωρήσει θεαματικά η γερμανική προεδρεία σε ζητήματα που αφορούν την προστασία του κράτους δικαίου και της δημοκρατίας στις δύο χώρες. Το θέμα των σχέσεων της Ε.Ε. και της Τουρκίας συζητήθηκε καταλαμβάνοντας την τρίτη θέση στην ατζέντα.

Η διαρκής, βέβαια, ομφαλοσκόπηση τόσο του πολιτικού συστήματος, όσο και των ΜΜΕ, δεν επέτρεψαν ιδιαίτερες αναφορές στα δύο πρώτα ζητήματα, ειδικά για το κεφαλαιώδες θέμα της κλιματικής αλλαγής. Γράφτηκαν κάποιες λίγες αράδες και έγιναν από καθόλου έως ελάχιστες αναφορές κατά τη διάρκεια της συζήτησης για τον ελληνικό προϋπολογισμό.

Η συζήτηση για τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό καλύφθηκε από τον ελληνικό Τύπο, υπό το πρίσμα της εισροής χρημάτων στον κρατικό προϋπολογισμό, ένδειξη του γνωστού ελληνικού επαρχιωτισμού. Παρακολουθώντας τον ηλεκτρονικό και έντυπο Τύπο θα νόμιζε κανείς ότι τις δύο ημέρες οι αρχηγοί των χωρών της Ε.Ε. απασχολήθηκαν με την επιβολή ή όχι κυρώσεων στην Τουρκία. Τίποτα πιο απόμακρο από την πραγματικότητα.

 

Ιδιοχείρως ο εξωπραγματικός πήχης

Ελληνική και κυπριακή διπλωματία πέρασαν πολύ κάτω από τον πήχη, τον οποίο αλόγιστα και ανεύθυνα, όλο το προηγούμενο διάστημα, είχαν οι ίδιες τοποθετήσει ψηλά. Ο έλληνας πρωθυπουργός εισερχόμενος στη Σύνοδο, ανακοίνωνε σε άψογα λατινικά την προσμονή για σκληρές κυρώσεις στην Τουρκία. Εξερχόμενος έπρεπε να εξηγήσει, ότι οι κυρώσεις, που θα γονάτιζαν οικονομικά και πολιτικά τη γείτονα, απλά δεν θα υπάρξουν. Ούτε ολόκληρη την ατζέντα υπολόγισαν, ούτε το πλέγμα σχέσεων κρίσιμων χωρών με την Τουρκία, ούτε εκτίμησαν την ευκολία που είχε η Γερμανία να πείσει άλλες χώρες ότι είναι λογικό να περιμένει η ΕΕ τη νέα διοίκηση Μπάιντεν για να συντονίσουν τη στάση από κοινού έναντι της Τουρκίας.

Σκληρό μάθημα, αλλά αναμενόμενο, καθώς οι μόνες συνέπειες που υπέστη η Τουρκία για την καταπάτηση της κυπριακής ΑΟΖ, ήταν η συμπερίληψη σε έναν κατάλογο δύο ονομάτων εκτελεστικών αξιωματούχων της τουρκικής κρατικής πετρελαϊκής ΤΡΑΟ. Γεγονός απολύτως αναμενόμενο καθώς η ρητορική των κυρώσεων απευθύνεται περισσότερο στο εσωτερικό με έντονα ψηφοθηρικά χαρακτηριστικά και λιγότερο στις πραγματικότητες που διέπουν το ευαίσθητο πεδίο της ευρωπαϊκής διπλωματίας και των διεθνών σχέσεων.

Kανείς δεν υποτιμά τους κινδύνους της αναθεωρητικής πολιτικής της ηγεσίας Ερντογάν. Και την πολύ μεγάλη δυσκολία που συναντά σήμερα κάθε πρωτοβουλία για διάλογο με την Τουρκία. Σύμφωνα μάλιστα με έναν καλό γνώστη της ελληνοτουρκικής διένεξης, “τώρα ο Ερντογάν έγινε όπως τον ήθελε η εθνικιστική, πατριωτική ελληνική πολιτική πλευρά”, δηλαδή τόσο προκλητικός που “δικαιωνόμαστε”, καταγγέλλοντας και αδρανώντας. Θέση εντελώς αδιέξοδη και επικίνδυνη, εκτός από μυωπική.

 

Απαραίτητη στροφή στην εξωτερική πολιτική

Το ζήτημα όμως παραμένει για την ελληνική πλευρά, πώς η χώρα μας θα πρωταγωνιστήσει αποτελεσματικά σε μια προσπάθεια επίλυσης των διαφορών με την Τουρκία και υπέρβασης όλων των διαφορών που έχουν προκύψει στην Ανατολική Μεσόγειο. Εξίσου σημαντικό είναι το πώς θα μπορέσουμε να υπερβούμε καχυποψίες των εταίρων μας, ότι είμαστε οχυρωμένοι πίσω από ένα status quo και από το 2004 αρνούμαστε να προσέλθουμε σε ένα διάλογο για την επίλυση των προβλημάτων.

Με δεδομένη τη γεωστρατηγική σημασία που έχει η Τουρκία για την Ε.Ε. τα ισχυρά οικονομικά συμφέροντα των ισχυρών κρατών της Ευρώπης στην τουρκική αγορά, την ισχυρή έκθεση των ευρωπαϊκών τραπεζών στο τουρκικό τραπεζικό σύστημα, και τη σκιά του προσφυγικού να τρομάζει τις ευρωπαϊκές πολιτικές ελίτ, η πολιτική των κυρώσεων – πάντοτε εξάλλου προβληματική – φθάνει προφανώς στο τέλος της. Η παράκαμψη σ’ αυτή τη Σύνοδο των αποφάσεων του Οκτωβρίου, πιστοποιεί το παραπάνω.

Όμως, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι το πρόβλημα δεν είναι η μη απόφαση για κυρώσεις. Το κενό, που τονίζει την απροθυμία και ευθύνη των Βρυξελλών, είναι ότι η Σύνοδος δεν εργάστηκε έτσι που να ορισθούν οι όροι και οι προϋποθέσεις που βαθμιαία θα αρχίσει ο διμερής διάλογος και με τη δική της εποπτεία θα λυθεί η ελληνοτουρκική διένεξη. Αυτό που έπρεπε να ζητάμε – αντί κυρώσεων – είναι πλαίσιο ομαλού και παραγωγικού διαλόγου αφενός και πρόοδο στις ευρωτουρκικές σχέσεις αφετέρου. Η Τουρκία, με βάση και τη συνεχώς ισχυροποιούμενη θέση της, διαβάζει πιο σωστά τους διεθνείς συσχετισμούς. Γι’ αυτό η πολιτική της έχει κι ένα δεύτερο σκέλος: Μιλά συνεχώς για διάλογο. Δεν υπάρχει μέρα μετά τη Σύνοδο που να μην το επαναλάβει.

Παρ’ όλα αυτά, η αξιοποίηση της θετικής ατζέντας που προσφέρεται στην Τουρκία, με πρωτοβουλία της Γερμανίας, και τη συναίνεση του γάλλου προέδρου, είναι το όχημα που μπορεί να αξιοποιήσει η ελληνική πλευρά. Σκληρή διαπραγμάτευση, έντιμοι συμβιβασμοί, επίλυση των διαφορών στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου. Εδώ βεβαίως για να βάλει η ΕΕ – αλλά και οι ΗΠΑ – “πλάτη” θέλουν διαβεβαιώσεις από την ελληνική πλευρά ότι θα κουβεντιάσει στη βάση του συμβιβασμού. Η ελληνική εξωτερική πολιτική δεν είναι καθόλου αξιόπιστη σ’ αυτό το σημείο. Αν εκπεμπόταν μία ρεαλιστική πολιτική αυτό θα έπειθε, θα “έφτιαχνε” συμμάχους ή θα αφόπλιζε “εχθρούς” στις Συνόδους. Θα απελευθέρωνε ίσως δυνάμεις και εντός της Τουρκίας, κάτι που, στην Αριστερά, μας ενδιαφέρει.

 

Η αξιωματική αντιπολίτευση “έχει γραμμή”, αν θέλει

Σ’ αυτό τον αναπροσανατολισμό της εξωτερικής πολιτικής πρέπει να ηγηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Το όχημα της θετικής ατζέντας είναι χρήσιμο και για το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Η εγκατάλειψη από τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ μιας ρητορικής που επικεντρώνει στις κυρώσεις, στην επέκταση στα 12 μίλια, του δόγματος που μας κληροδότησε ο Α. Παπανδρέου ότι έχουμε μία διαφορά μόνο με την Τουρκία στο Αιγαίο και αυτή είναι η υφαλοκρηπίδα, της ερωτοτροπίας με τη θέση ότι μπορεί να έχουμε σύνορα με την Κύπρο και κοινό αμυντικό δόγμα και η σαφής υιοθέτηση στήριξης μίας προοπτικής επίλυσης των διαφορών μέσω των συνομιλιών, εκτός των άλλων θα τον απαλλάξει από την υποχρέωση να απολογείται, πχ, γιατί δεν υπερψήφισε τον προϋπολογισμό των αμυντικών δαπανών. Πρέπει πρωτίστως να εξαλείψει την υπόνοια ότι εμφορείται από τη θέση “τώρα που είμαστε αντιπολίτευση μπορούμε να κάνουμε πολιτική από πατριωτική πλευρά, αλλά ως κυβέρνηση θα είμαστε ρεαλιστές”.

Η θετική εμπειρία υπάρχει και είναι πρόσφατη. Η επίλυση της διαφοράς μας με την Βόρεια Μακεδονία προφανώς και έγινε στο πλαίσιο μίας υπαρκτής θετικής ατζέντας στην προοπτική εισόδου της γείτονος στην ΕΕ. Δεν το αγνοούμε. Στο πλαίσιο αυτής της θετικής προοπτικής, η επίλυση των διαφορών έγινε πιο εύκολη. Όσο και αν τα μεγέθη είναι διαφορετικά και οι επιλογές της Τουρκίας εντάσσονται σε ανταγωνιστικό, έναντι των γειτόνων της, σχέδιο, η μεθοδολογία είναι κοινή.

Τα αποτελέσματα στο τέλος της ημέρας θα είναι θετικά καθώς και σε οριστική επίλυση των διαφορών μας θα φθάσουμε και τους αλόγιστους στρατιωτικούς εξοπλισμούς, σε περίοδο που πρέπει να στηριχθεί ο κόσμος της εργασίας και το κοινωνικό κράτος, σε περίοδο πανδημίας, θα αποφύγουμε.

 

Κυπριακό: να εγκαταλειφθεί η προσχηματική τακτική

Στο κυπριακό, η κούραση της διεθνούς κοινότητας από τις παλινωδίες της κυπριακής κυβέρνησης, η άρνηση της να αποδεχτεί τον όρο της πολιτικής ισότητας ώστε να διανύσει το τελευταίο μίλι προς την λύση της Διζωνικής, Δικοινοτικής Ομοσπονδίας (ΔΔΟ), συνδυάζεται με την αλλαγή της ηγεσίας στην τουρκοκυπριακή κοινότητα και την εκλογή του εθνικιστή Τατάρ.

Ως μοναδική λύση παραμένει η εγκατάλειψη της προσχηματικής τακτικής και η αποφασιστική της εμπλοκή στην διαδικασία επίλυσης του κυπριακού, σύμφωνα με το σχέδιο και τα έξι σημεία που έχει υποβάλει ο Γ.Γ. του ΟΗΕ.

 

Παύλος Κλαυδιανός, Μιχάλης Υδραίος

Πηγή: Η Εποχή