Συνεντεύξεις

Τάσος Τρίκκας: Ακόμα κι αν η έφοδος προς τον ουρανό ήταν ουτοπία, η αξία της παραμένει ακλόνητη

Τις σχέσεις ανάμεσα στο ΚΚΕ και την Κομμουνιστική Διεθνή θέτει στο μικροσκόπιο της έρευνάς του ο Τάσος Τρίκκας με το καινούργιο βιβλίο του «Οκτωβριανή Επανάσταση 1917-2017. Από το Όραμα στην Πράξη. Κομμουνιστική Διεθνής, Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας. Ρωγμές στη μονολιθικότητα» (εκδ. Θεμέλιο).

Πολύτιμο εργαλείο για την επιστημονική κοινότητα αλλά και τους αναγνώστες, το βιβλίο του ιστορικού στελέχους της Αριστεράς παρέχει επαρκή εικόνα και αρκετές διασαφηνίσεις για την ιστορία του ελληνικού κομμουνιστικού κόμματος. Ιδιαίτερα στη σημερινή συγκυρία της συμπλήρωσης 100 χρόνων από την Οκτωβριανή Επανάσταση, προσφέρει πολλαπλές αφορμές για αναστοχασμό και περαιτέρω προβληματισμό.

Στη συζήτησή μας ο Τάσος Τρίκκας εξηγεί τις προθέσεις και το σκεπτικό του, παράλληλα δε αρνείται να καταθέσει το «όπλο» της ελπίδας σημειώνοντας ότι «ακόμα και αν η έφοδος προς τον ουρανό είναι μια ευγενική ουτοπία, η αξία της παραμένει ακλόνητη».

 

 “Από το Όραμα στην πράξη” ονομάζετε το βιβλίο σας που έρχεται στη συγκυρία των 100 χρόνων από την Οκτωβριανή Επανάσταση. Τι επιχειρείτε να διερευνήσετε;

Καταρχήν η συγκυρία να μην μας οδηγήσει σε καμιά παρανόηση. Στο βιβλίο δεν επιχειρείται ούτε η διερεύνηση ούτε η αποτίμηση της Οκτωβριανής Επανάστασης. Εξετάζονται απλώς οι σχέσεις ανάμεσα στο ΚΚΕ και την Κομμουνιστική Διεθνή, όχι με την έννοια της επεμβασιολογίας ή της λαθολογίας που βαρύνει το κομμουνιστικό κίνημα, αλλά περισσότερο με την έννοια της ανάδειξης μιας δυναμικής αυτοτέλειας που πιστεύω ότι χαρακτηρίζει την ελληνική περίπτωση.

Αυτό δεν σημαίνει ότι το ελληνικό Κομμουνιστικό Κόμμα δεν ήταν γέννημα της Οκτωβριανής Επανάστασης, δεν ήταν όμως απλή απόφυσή της, είχε τη δική του οντότητα. Ο Χομπσμπάουμ έχει πει την εξής φράση: «Κάθε κομμουνιστικό κόμμα είναι το γέννημα ενός αταίριαστου γάμου ανάμεσα στην Οκτωβριανή Επανάσταση και την Αριστερά του λαού κάθε χώρας». Η ελληνική περίπτωση έχει σαφώς πολλές ιδιαιτερότητες.

Η κυριότερη απ’ αυτές είναι ότι δεν πέρασε το ελληνικό σοσιαλιστικό κίνημα μέσα από τον δίαυλο της Δεύτερης Διεθνούς. Στην Ελλάδα δεν υπήρξε σοσιαλδημοκρατία. Αυτό ήταν πλεονέκτημα και μειονέκτημα συνάμα.

Πλεονέκτημα διότι το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα ήταν αυτόχθον, «λαογενές» όπως χαρακτηρίζεται στο βιβλίο, γεγονός που του παραχωρούσε μεγαλύτερα περιθώρια σχετικής αυτονομίας. Μειονέκτημα ήταν διότι το ελληνικό σοσιαλιστικό – κομμουνιστικό κίνημα στερήθηκε τις εμπειρίες της Δεύτερης Διεθνούς που είχαν άλλα ομόλογα κόμματα.

Γι’ αυτό αρχικά θελήσατε να δώσετε τον τίτλο “Αντίστιξη” στο βιβλίο; Για να επισημάνετε αυτή την ιδιαιτερότητα;

Για να δείξω τη διαδραστικότητα ανάμεσα στους οργανισμούς. Αρχικά είχα βάλει τον υπότιτλο «Δύο γραμμές». Το ΣΕΚΕ / ΚΚΕ ακολουθούσε πιστά τις αποφάσεις και τις «οδηγίες» της Κομμουνιστικής Διεθνούς (Κ.Δ.). Το κόμμα όμως, η ηγεσία, οι οργανώσεις του δεν περιορίζονταν στην απλή διεκπεραίωση των «καθηκόντων» που όριζε η Διεθνής. Έπρεπε η γενική γραμμή της Κ.Δ. να περάσει μέσα από το «φίλτρο» της ελληνικής πραγματικότητας, που αποτελούσε το πεδίο της εφαρμογής της. Έτσι όμως διαμορφωνόταν από το ΚΚΕ μια «δεύτερη γραμμή», πάντοτε μέσα σε ορισμένα όρια. Ίσως σε άλλα κομμουνιστικά κόμματα ο χαρακτήρας της πειθαρχίας και της συμμόρφωσης με το πνεύμα και τις αποφάσεις της Διεθνούς να ήταν εντονότερος.

Έρχεστε λοιπόν να εναντιωθείτε σε κάποιους μύθους, να απομακρύνετε κάποιες σκιές γι’ αυτή τη σχέση;

Ασφαλώς. Ένας απ’ αυτούς τους μύθους είναι ότι το ΚΚΕ υπήρξε το κατ’ εξοχήν «υπάκουο κόμμα». Ο χαρακτηρισμός είναι αμφίσημος. Από τη μια μεριά έχουμε, πράγματι, τη συμμόρφωση με τις εντολές της Κομμουνιστικής Διεθνούς, όπως αυτές που αφορούσαν τη διαφύλαξη της συμμαχικής ενότητας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο εις βάρος των απώτερων στόχων της σοσιαλιστικής επανάστασης (Λίβανος, Καζέρτα, Βάρκιζα). Ενώ σε μια προγενέστερη φάση είχαμε την προσπάθεια της ριζικής απόρριψης των επιδιώξεων της Κ.Δ για την ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη.

Τι επιχειρείτε να διασαφηνίσετε σε σχέση με το λεγόμενο Μακεδονικό ζήτημα, του οποίου τις επιπτώσεις ζούμε ακόμα και σήμερα;

Το Μακεδονικό άνοιξε μια πληγή στο αριστερό κομμουνιστικό κίνημα, η οποία εν πολλοίς εμπόδισε την ανάπτυξή του. Υπάρχει ο μύθος ότι πίσω από το Μακεδονικό βρισκόταν η ισχυρή δύναμη του Κομμουνιστικού Κόμματος της Βουλγαρίας, που είχε την ένθερμη υποστήριξη της Ρωσίας στην αρχή και της Σοβιετικής Ένωσης μετά και που έγινε δέκτης και φορέας του βουλγαρικού εθνικισμού. Αυτό είναι εν μέρει αληθές.

Τα Βαλκάνια, μωσαϊκό εθνοτήτων, που αναζητούσαν να αναδειχτούν σε κρατικές οντότητες σε μια περίοδο ανόδου της αστικής τάξης, εμπεριείχαν τη δυνατότητα να εξελιχθούν σε ένα επαναστατικό μέτωπο στη Νότια Ευρώπη διατηρώντας τη φλόγα της εξέγερσης την ώρα που η επανάσταση είχε υποχωρήσει στην Κεντρική και Δυτική Ευρώπη. Εδώ βρίσκεται η παρέμβαση της Διεθνούς, που θέλησε να ανοίξει ένα δεύτερο μέτωπο με τον ιμπεριαλισμό, προκειμένου να αντισταθμίσει την υποχώρηση της επανάστασης στη Δυτική Ευρώπη.

Βέβαια οι συγκρούσεις στα Βαλκάνια δεν είχαν τον χαρακτήρα της κοινωνικής, ταξικής σύγκρουσης και αυτό κάνει μια μεγάλη διαφορά. Αλλά ο Λένιν από το 2ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς ασχολήθηκε με την αγροτιά, απέναντι στην οποία η Δεύτερη Διεθνής είχε δείξει πνεύμα αδιαφορίας και δυσπιστίας, υπογραμμίζοντας το επαναστατικό δυναμικό που εμπεριέχει η αγροτιά και την ανάγκη σύζευξης του αγώνα της εργατικής τάξης μαζί της.

Έτσι διαμορφώθηκε η γραμμή της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Διεθνούς για την αυτονόμηση των εθνοτήτων της περιοχής, μέσα στην οποία είχε ξεχωριστή θέση ο ευρύτερος μακεδονικός χώρος και η Θράκη. Φυσικά τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν σύμφωνα με το επαναστατικό αυτό σχέδιο. Η σύγκρουση στη βαλκανική χερσόνησο διαμορφώθηκε περισσότερο σε εθνική σύγκρουση ανάμεσα στη Βουλγαρία και την Ελλάδα.

Το ΚΚΕ από την αρχή αντιτάχθηκε στην πολιτική της Διεθνούς για το Μακεδονικό. Διαφώνησε τόσο στο επίπεδο των επιχειρημάτων που ανέπτυξαν οι εκπρόσωποί του σε συνόδους της Διεθνούς όσο και στο χαμηλότερο επίπεδο μιας πολιτικής και τεχνικής κωλυσιεργίας. Επικαλέστηκε την ανετοιμότητα του πληθυσμού να υιοθετήσει το σύνθημα της ανεξαρτησίας της Μακεδονίας και της Θράκης. Επικαλέστηκε επίσης την αλλαγή της εθνολογικής σύνθεσης με την εισροή των προφύγων από τη Μικρά Ασία και έφτασε στο σημείο να υιοθετήσει τεχνάσματα που δικαιολογούσαν την καθυστέρηση εφαρμογής των εντολών της Διεθνούς.

Κατόρθωσε να συγκροτήσει μια δική του θέση για το Μακεδονικό;

Χρειάστηκε να περάσουν μερικά χρόνια. Το Τρίτο Τακτικό Συνέδριο του ΚΚΕ (Απρίλιος 1927) πραγματοποιεί στροφή στην αντιμετώπιση του Μακεδονικού. Το προσεγγίζει από τη σκοπιά των προβλημάτων του προσφυγικού στοιχείου και αποκαθιστά τον χαρακτήρα της μακεδονικής γης ως τόπου διεξαγωγής «αυτόχθονος» εσωτερικής ταξικής πάλης, χωρίς την παρεμβολή εξωγενών γεωπολιτικών παραγόντων.

Πώς επέδρασε τελικά η απόφασή του στους πληθυσμούς της περιοχής και ποιες οι επιπτώσεις του μέχρι σήμερα;

Επέδρασε κατ’ αρχήν σε βάρος του ελληνικού κομμουνιστικού και αριστερού κινήματος που στιγματίστηκε, με την εντατική προπαγάνδα και την παρόξυνση των παθών, ως κόμμα «εθνικής προδοσίας» εξαιτίας της ιδεολογικής του συγγένειας με τους Βούλγαρους κομμουνιστές και τη Διεθνή. Τα κατάλοιπα αυτού του στιγματισμού προσπαθούν να διατηρήσουν και να καλλιεργήσουν σήμερα οι δυνάμεις της Άκρας Δεξιάς αναβιώνοντας το πνεύμα του αντικομμουνισμού.

Μόνο στο Μακεδονικό επιχείρησε να διαφοροποιηθεί το ΚΚΕ από την Κομμουνιστική Διεθνή;

Όχι φυσικά. Έχουμε διαφοροποίηση του ΣΕΚΕ – ΚΚΕ από τη γραμμή της Διεθνούς σε μια σειρά ζητημάτων. Παράδειγμα είναι η πολιτική της «μακράς νομίμου υπάρξεως» που υιοθέτησε το 1922 σε πλήρη αντίθεση με τη γραμμή της Κ.Δ. Επρόκειτο για μια «δεξιά παρέκκλιση», ένα είδος ταξικής ανακωχής απέναντι στην επαναστατική πολιτική της Διεθνούς. Άλλη εμφανής απόκλιση, στην ίδια απόφαση περί «μακράς νομίμου υπάρξεως», είναι ο χαρακτηρισμός των μέχρι τότε αποφάσεων της Κ.Δ. ως «δοκουμέντων ιστορικής σημασίας οφειλόντων να φωτίσουν αυτό [το ΣΕΚΕ] εις τον δρόμον του».

Στην απόφαση δεν περιλαμβάνεται η παραμικρή νύξη για τη δεσμευτικότητα των αποφάσεων της Διεθνούς, που επέβαλλαν οι 21 όροι. Παράλληλα υπάρχει διαφοροποίηση της γραμμής του ΣΕΚΕ στο θέμα των πολιτικών συνεργασιών καθώς και του Ενιαίου Μετώπου που βρίσκεται την εποχή αυτή στο κέντρο της προσοχής της Κ.Δ. Υπάρχουν και άλλα σημεία διαφοροποίησης, όπως το σχήμα της «Αριστερής Δημοκρατίας» ως μεταβατικής φάσης στην πορεία προς τον στρατηγικό στόχο του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού. Πρόταση που καταδίκασε η Κ.Δ.

Πού οφείλεται, κατά την άποψή σας, αυτή η διαφοροποίηση;

Στη διαφορετική, πριν απ’ όλα, οπτική των δύο πλευρών και σε διαφορετικά ενδεχομένως συμφέροντα. Οφείλεται επίσης στην αναγνώριση, από την Κ.Δ. των πρώτων χρόνων, της ιδιαίτερης υπόστασης των άλλων κομμουνιστικών κομμάτων, στον σεβασμό των διαφορετικών απόψεών τους που αντιμετωπίζονταν με πνεύμα ισοτιμίας. Αυτό πάντοτε εντός ορισμένων ορίων, γιατί στο Μακεδονικό έχουμε υπέρβαση της ισοτιμίας με την άσκηση πίεσης εκ μέρους της Διεθνούς.

Ο Νίκος Ζαχαριάδης

Αυτά βεβαίως αναφέρονται στα πρώτα χρόνια της Κ.Δ. πριν επικρατήσει ο σταλινισμός. Στα σταλινικά χρόνια διαπιστώνουμε αντίστοιχες τάσεις στο ΚΚΕ;

Ασφαλώς όχι, διότι ο σταλινισμός στηριζόταν ακριβώς στην άρνηση αυτής της ισοτιμίας και στην απόλυτη κυριαρχία του «διεθνούς κέντρου», δηλαδή της Μόσχας. Ωστόσο η δυναμική της αυτοτέλειας του ΚΚΕ βρίσκει τρόπο να εκδηλωθεί και στα σκληρά αυτά χρόνια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ιστορικό γράμμα του Νίκου Ζαχαριάδη με το οποίο ο γραμματέας του ΚΚΕ καλούσε σε αγώνα εναντίον του ιταλικού φασισμού σε μια περίοδο που η πολιτική της Σοβιετικής Ένωσης και της Διεθνούς ήταν η άρνηση οποιασδήποτε ανάμειξης σε διεθνείς συγκρούσεις στα Βαλκάνια.

Άλλο ένα παράδειγμα είναι η θεωρία των δύο πόλων που ανέπτυξε ο Ζαχαριάδης μετά την επιστροφή του από το ναζιστικό στρατόπεδο όπου κρατούνταν. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, η ελληνική εξωτερική πολιτική έπρεπε να εξισορροπεί ανάμεσα στον βρετανικό και τον σοβιετικό πόλο. Και τούτο σε μια εποχή που η Ελλάδα είχε παραχωρηθεί από τη Σοβιετική Ένωση στη σφαίρα επιρροής των Βρετανών.

Τι λέτε για την επέτειο των 100 χρόνων από την Οκτωβριανή Επανάσταση;

Η επέτειος δεν ανακαλεί στη μνήμη μονάχα ένα παγκόσμιας εμβέλειας ιστορικό γεγονός. Η αναφορά σ’ αυτήν έχει και επικαιρικό χαρακτήρα. Πρώτα απ’ όλα διανύουμε μια περίοδο όπου καταβάλλονται προσπάθειες υποβιβασμού, έως εξοβελισμού της πολιτικής. Μεγάλο κατόρθωμα της Οκτωβριανής Επανάστασης ήταν η πολιτικοποίηση πελώριων μαζών που ζούσαν στο περιθώριο της εθνικής και κοινωνικής ζωής της Ρωσίας. Χιλιάδων μουζίκων που περιφέρονταν αναζητώντας ψωμί και στέγη στην αχανή αυτή χώρα.

Μ’ αυτή τη χαμοζωή συγκρούστηκε η Οκτωβριανή Επανάσταση. Μετέτρεψε το αυτονόητο σε κίνητρο στοχασμού και εξόδου από τη χαμοζωή. Παράλληλα η οικουμενικότητα της σοσιαλιστικής ιδεολογίας που διέδωσε η Οκτωβριανή Επανάσταση, δημιούργησε ένα πνεύμα διεθνούς αλληλεγγύης, αυτό ακριβώς που λείπει σήμερα.

Είναι δύσκολο να αποτιμηθεί αυτό το κομβικό ιστορικό γεγονός;

Ναι, είναι δύσκολο, πάρα πολύ δύσκολο θα έλεγα, αλλά αναγκαίο. Ασφαλώς η Ιστορία δεν επαναλαμβάνεται, αλλά ορισμένοι παραλληλισμοί με γεγονότα του παρελθόντος, ακόμα κι αν είναι επιφανειακοί, είναι αναπόφευκτοι και σημαντικοί. Παρά την απουσία αποτίμησης της εποχής του κομμουνισμού έρχεται στο νου η Γαλλική Επανάσταση, που ηττήθηκε αλλά δεν τερματίστηκε η εποχή της το 1814-1815. Το Βατερλώ δεν έκλεισε τον «ισολογισμό» της.

Ίσως αυτό το ιστορικό προηγούμενο να μπορεί να μας βάλει σε κάποιες σκέψεις. Μήπως η κατάρρευση της ΕΣΣΔ σηματοδοτεί μια τομή ασυνέχειας μέσα στο μεγάλο συνεχές της ανθρώπινης περιπέτειας; Ίσως η Επανάσταση του Οκτώβρη να μην είπε την τελευταία της λέξη. Ό,τι όμως και να συμβεί, η επανάληψη του σταλινικού φαινομένου δεν περιλαμβάνεται σε καμιά προοπτική.

Απ’ αυτή την άποψη, σήμερα, που ο ορίζοντας είναι αρκούντως σκοτεινός, θεωρείτε ότι μπορούμε να ελπίζουμε ακόμα σε “εφόδους προς τον ουρανό”;

Μπορούμε. Η ελπίδα μας όμως δεν θα στηρίζεται σε αδήριτες «ιστορικές αναγκαιότητες», αλλά σε μια ενδεχομενικότητα που θα προκύψει από τη συνάντηση της συγκυρίας με την ιστορική πρωτοβουλία. Ακόμα και αν η έφοδος προς τον ουρανό είναι μια ευγενική ουτοπία, η αξία της παραμένει ακλόνητη. Η ουτοπία, η ελπίδα δεν είναι μονάχα ανθρώπινα συναισθήματα ή κατασκευές της ανθρώπινης νόησης. Είναι και γνωστικά εργαλεία, πράξεις, γέφυρες ανάμεσα στο παρόν και σε ένα καλύτερο μέλλον που θα έρθει. Όπως έλεγε ο Βέμπερ, «ό,τι είναι εφικτό δεν θα μπορούσε ποτέ να επιτευχθεί αν κάποιοι δε δοκίμαζαν ξανά και ξανά να πραγματοποιήσουν το ανέφικτο».

Τη συνέντευξη πήρε η Πόλυ Κρημνιώτη

Πηγή: Η Αυγή