Tον Ιούλιο του 1967 ο τελευταίος προδικτατορικός υπουργός Δημόσιας Τάξης, Γεώργιος Ράλλης, προειδοποιήθηκε από τον χουντικό διάδοχό του, Παύλο Τοτόμη, ότι αν συνεχίσει να επικρίνει το καθεστώς, θα εξοριστεί. Η απάντηση του Ράλλη, όπως καταγράφηκε στο ημερολόγιό του, απέπνεε μια ιδιόμορφη οικειότητα: «Οχι μόνο δεν σώσατε τον τόπο από εμφύλιο πόλεμο, αλλά με την τακτική που ακολουθείτε θα διαλύσετε την αστική παράταξη».
Ακόμη πιο εύγλωττη είναι η ανασύστασή της στα απομνημονεύματά του: «Mε τις ενέργειές σας διαβάλλετε και υπονομεύετε την παράταξή μας, χρησιμοποιώντας ως επί το πλείστον στελέχη μας σε κυβερνητικές και διοικητικές θέσεις· κυρίως τη νεολαία μας. Με την πολιτική αυτή θα δημιουργήσετε ένα νέο ΕΑΜ». Τελικά, παραδέχεται, «το νέο ΕΑΜ δεν έγινε, αλλά χάσαμε σχεδόν το σύνολο της νεολαίας μας».
Εξίσου αποκαλυπτική υπήρξε η απάντηση του Τοτόμη, όπως τη διέσωσε ο συνομιλητής του: «Χαμογελώντας, με παρακάλεσε να πηγαίνω στο υπουργείο όποτε θέλω, για να τον συμβουλεύω».
Από την ανακούφιση στην απογοήτευση
Η διάχυτη αυτή αίσθηση ενός ενιαίου εθνικόφρονος χώρου μεταξύ των πραξικοπηματιών και της ευρύτερης Δεξιάς, κατά την πρώτη ιδίως φάση της δικτατορίας, δεν ήταν αδικαιολόγητη. Πήγαζε από τους οργανικούς δεσμούς που είχαν σφυρηλατηθεί ανάμεσά τους στα χρόνια του καραμανλικού παρακράτους και της αντίστασης στον εκδημοκρατισμό του 1963-65, κυρίως όμως από την κοινή στοχοθεσία τους την άνοιξη του 1967: πάση θυσία αποτροπή μιας νέας κυβέρνησης Παπανδρέου, προκειμένου να επιβιώσουν οι μετεμφυλιακές δομές εξουσίας που απειλούνταν από την κοινωνική δυναμική ενός κεντροαριστερού εκσυγχρονισμού
Εκκολαπτόμενη επί διετία από τον αυτοεξόριστο Καραμανλή και τους στενούς συνεργάτες του, η εκτροπή δρομολογήθηκε σε τεχνικό επίπεδο τον Φλεβάρη του 1967. Οπως πληροφορούμαστε δε από την αλληλογραφία του εθνάρχη και τα αμερικανικά αρχεία, στις παραμονές της 21ης Απριλίου η ματαίωση ή ακύρωση των βουλευτικών εκλογών του Μαΐου αποτελούσε σημείο σύγκλισης όλων σχεδόν των πολιτικών της Δεξιάς.
Εκπληξη δεν αποτέλεσε έτσι αυτό καθαυτό το πραξικόπημα, αλλά το γεγονός ότι τελικά εκπορεύθηκε από τον εκτελεστικό μηχανισμό στον οποίο είχε ανατεθεί η διεκπεραίωσή του κι όχι από την πολιτικοστρατιωτική ηγεσία που το είχε παραγγείλει.
Εξ ου και πρώτη αντίδραση των εθνικοφρόνων ήταν συνήθως η ανακούφιση. Χαρακτηριστικό δείγμα, οι αναμνήσεις της Ελένης Βλάχου από τον μικρόκοσμο της πολυκατοικίας της, δίπλα στο μέγαρο Μαξίμου, το πρωί της 22ας Απριλίου: ενθουσιασμός που «γλιτώσαμε απ’ αυτές τις καταραμένες εκλογές», αλλά και ειρωνικά σχόλια για τους οικοδόμους στο απέναντι γιαπί: «Πολύ εργατικούς τούς βλέπω σήμερα. Πού είναι οι πορείες και τα 1-1-4;» («Πενήντα και κάτι», Αθήνα 1992, τ.Γ’, σ.44-45).
«Την νέαν αυτήν κατάστασιν ο δικός μας κόσμος την απεδέχθη μέχρις στιγμής […] ευνοϊκώς θα έλεγε κανείς», ενημερώνει στις 23/4/67 τον Καραμανλή ο αδερφός του Αχιλλέας, αποδίδοντας το φαινόμενο σε «κάποιαν σχετικήν εξοικείωσιν» με την ιδέα της διακυβέρνησης από στρατιωτικούς και δικαστικούς, αλλά και στην πρόσληψη της εκτροπής ως πρώτου βήματος για την ανάκτηση της εξουσίας από την ΕΡΕ: «Το γεγονός ότι και ο βασιλεύς την απεδέχθη είναι κάτι που τους κάνει να πιστεύουν ότι η όλη υπόθεσις θα μεθοδευθή διά να βγούμε ομαλώς από την νέαν αυτήν κατάστασιν, αλλά πώς και ποίος θα μας βγάλη είναι κάτι που θα αρχίση από τούδε να τον απασχολή. Φυσικά τώρα όλοι συμφωνούν ότι μόνον εσείς μπορείτε να βγάλετε τον τόπον από το αδιέξοδον. Ο Τσάτσος επ’ αυτού θέλει να έχη τας σκέψεις σας πώς θα μεθοδευθή» (Αρχείο Καραμανλή 38Α/8/460-461).
Παρά το προφανές ενδιαφέρον της, η επιστολή όχι μόνο αποσιωπήθηκε κατά τη δημοσίευση του Αρχείου, αλλά η επίμαχη παράγραφος έχει επιμελώς σβηστεί -αρκετά μετά τη γραφή της- με παχύ μπλε μαρκαδόρο.
Εξίσου σαφής ήταν ο εκδότης της «Βραδυνής», Τζώρτζης Αθανασιάδης, στην πρώτη επιστολή του προς τον Καραμανλή, δύο χρόνια μετά το πραξικόπημα (28/4/69): «Ο Κοινοβουλευτισμός είχεν τόσον εκπέσει κατά την μετά την αποχώρησίν σας εκ της πολιτικής μέχρι της Επαναστάσεως περίοδον, ώστε όλοι σχεδόν οι συντηρητικοί Ελληνες να εύχωνται παρέμβασιν εξωπολιτικών παραγόντων προς αποτροπήν των ταλαιπωριών, άτινας υφιστάμεθα, και των δεινών άτινα θα επήρχοντο οπωσδήποτε εκ των εκλογών της 28ης Μαΐου. […] Υπό το κλίμα των ανωτέρω και πιστεύων ότι επρόκειτο περί μεταβατικής περιόδου, υπεστήριξα αρχικώς την Επανάστασιν, ως Επανάστασιν».
Για την παραταξιακή αυτή οικειότητα, αποκαλυπτική είναι η αυτοκριτική του Γεωργίου Ράλλη, του μοναδικού μέλους της κυβέρνησης Κανελλόπουλου που πρόβαλε αντίσταση στο πραξικόπημα, για την γκάφα που διέπραξε τις επόμενες ώρες ως κρατούμενος του Παττακού: «Του συνέστησα», γράφει, «να γίνουν υπουργοί ορισμένοι καλοί υπάλληλοι που θα εμπόδιζαν να διαλυθεί το κράτος και θα βοηθούσαν για τη γρήγορη επάνοδο στην ομαλότητα. Επειδή τα ονόματα ήταν πολλά, ο Παττακός μού ζήτησε να τα σημειώσω. […] Ο Παπαληγούρας, από την άλλη μεριά, επέμενε πως έπρεπε το ταχύτερο να αρθεί η απαγόρευση λειτουργίας των τραπεζών και του Χρηματιστηρίου, γιατί το μέτρο ήταν δυνατόν να προκαλέσει πανικό στον κόσμο με θλιβερά για την οικονομία αποτελέσματα. Οταν αργά το βράδυ μάθαμε τη σύνθεση της νέας κυβερνήσεως, γέλασα πικρά για την αφέλειά μου» («Το ημερολόγιό μου τον καιρό της δικτατορίας», Αθήνα 1997, σ.22-3).
Τα πρώτα μέτρα της χούντας ισοδυναμούσαν, άλλωστε, με υλοποίηση κομβικών αυταρχικών σχεδιασμών τής τότε κοινοβουλευτικής Δεξιάς. Η διάλυση π.χ. της Νεολαίας Λαμπράκη δεν συνιστούσε μόνο πάγιο αίτημα της «Καθημερινής» τις τελευταίες μέρες πριν από το πραξικόπημα· σχετική γνωμάτευση είχε ήδη παραγγείλει τον Απρίλιο του 1967 ο υπουργός Δικαιοσύνης Κωνσταντίνος Τσάτσος, στο αρχείο του οποίου και παρέμεινε.
Στο ίδιο αρχείο φυλάσσεται και σχέδιο διατάγματος για την κατάργηση του μεταρρυθμιστικού Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, με τη σημείωση ότι τελικά «καταργήθηκε στις 5/5/1967». Την ίδια ανταπόκριση βρήκαν και οι δημόσιες εκκλήσεις της «Καθημερινής» για αποκεφαλισμό «των διαφόρων οργανώσεων της Κεντροαριστεράς» (12/4/67) και μόνιμη απαγόρευση των διαδηλώσεων με πρόσχημα την προστασία του… τουρισμού (8/4/67).
Η ανακούφιση αυτή είχε πάντως συγκεκριμένα όρια: τη δυσφορία που προκάλεσε στα επιφανέστερα, κοινωνικά ισχυρά στελέχη της Δεξιάς η ανατροπή των εσωτερικών ιεραρχιών της εθνικοφροσύνης. Το γεγονός, με άλλα λόγια, πως η αποφασιστική εξουσία πέρασε εν μιά νυκτί στα χέρια όσων θεωρούσαν μέχρι τότε απλούς εγγυητές της δικής τους τάξης. «Πέστε τι να μη γράψω! Αλλά όχι τι να γράψω!», εξανίσταται η Βλάχου κατά τις συναντήσεις της με τον Παπαδόπουλο, ενώ εξίσου εύγλωττη είναι η εκ μέρους της αφ’ υψηλού περιγραφή του δικτάτορα: «Ηταν αυτό που λέμε “δεύτερος”. […] Γιατί έναν άνθρωπο, που δεν θα τον είχαμε διορίσει ούτε τηλεφωνητή στην “Καθημερινή”, που έσταζε ψέμα και δολιότητα, τον είχαν τοποθετήσει σε θέση εμπιστοσύνης;» (όπ.π., σ.53).
Στο ίδιο μήκος κύματος, ο ταξίαρχος Πανουργιάς, διευθυντής Α2 του ΓΕΣ που σχεδίαζε μαζί με τον Παττακό την εκτροπή, ομολογεί στον Καραμανλή την ενόχλησή του που «η συμμετοχή των λοχαγών [στο πραξικόπημα] δεν εγένετο επί τη βάσει προσωπικής επιλογής των υπό της Διευθυνούσης Επιτροπής (15μελούς) του κινήματος αλλά ως “συνεργαζομένων”», με δική τους εκπροσώπηση στη χούντα, «όπερ τελείως καταστροφικόν διά την πειθαρχίαν».
Η αίσθηση αυτή επιδεινώθηκε μετά το αποτυχημένο κίνημα του βασιλιά: «Οταν οι συνταγματάρχαι συλλαμβάνουν τους στρατηγούς», γράφει στον Καραμανλή ο πρέσβης στην Ουάσινγκτον Χρήστος Ξανθόπουλος-Παλαμάς, «θα συλλάβουν αύριον οι λοχαγοί και οι ταγματάρχαι τους συνταγματάρχας. Και αυτό εις το επίπεδον των υπαξιωματικών και των στρατιωτών λέγεται σοβιέτ. Ο Θεός ας λυπηθή την Ελλάδα». Ο προβληματισμός αυτός δεν εμπόδισε, πάντως, τον Παλαμά ν’ αναλάβει αργότερα υφυπουργός (1970-72), αναπληρωτής υπουργός (1972) και τελικά υπουργός Εξωτερικών (1973) της χούντας – ανησυχώντας, πάντα, «για τη διείσδυση των κομμουνιστών στην κυβέρνηση» του Παπαδόπουλου…
Η σαφέστερη διατύπωση αυτής της διάκρισης εντοπίστηκε σε επιστολή του δημοσιογράφου της «Βραδυνής» Βάσου Βασιλείου προς τον Καραμανλή, δύο μήνες μετά το πραξικόπημα (12/6/67): «Μία δυναμική παρένθεσις εις την δημοκρατικήν διαδικασίαν θα ήτο χρήσιμος, μόνον εάν ο Στρατός εισήρχετο απροσώπως εις την πολιτικήν σκηνήν, οπότε και θα εξήρχετο απροσώπως, αφού θα έθετε εις πέρας μίαν συγκεκριμένην αποστολήν. Αρα η εκτροπή θα έπρεπε να γίνη διά της στρατιωτικής ιεραρχίας. Ενώ έγινε εναντίον της στρατιωτικής ιεραρχίας. Δηλαδή η αναρχία, η αυθαιρεσία, ο φατριασμός, μετεφέρθη από την πολιτικήν εις τον Στρατόν. Εις το τελευταίον οχυρόν του πολιτεύματος». Οι τέσσερις τελευταίες φράσεις έχουν διαγραφεί με τον προαναφερθέντα μπλε μαρκαδόρο κι απαλειφθεί σιωπηλά κατά τη δημοσίευση του εγγράφου από τους επιμελητές του Αρχείου.
Στενές επαφές χουντικού τύπου
Με εξαίρεση μεμονωμένες περιπτώσεις, όπως ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, δεν υπήρξε κάθετη οριοθέτηση μεταξύ των στελεχών της προδικτατορικής Δεξιάς και της χούντας. Οι πρωτογενείς πηγές της εποχής, ημερολόγια και αλληλογραφίες, σκιαγραφούν απεναντίας ένα πλέγμα διαπροσωπικών σχέσεων κι επαφών που θυμίζει το γνωστό τραγούδι του Κηλαηδόνη. Ο Ευάγγελος Αβέρωφ έρχεται σ’ επαφή με τον Καραμανλή, τον Τσάτσο, τον Παλαμά, τον βασιλιά Κωνσταντίνο και τον αυλάρχη του Λεωνίδα Παπάγο, με τον αρχηγό του ΙΔΕΑ Σόλωνα Γκίκα, τους δημοσιογράφους Σάββα Κωνσταντόπουλο και Γεώργιο Δρόσο, τον προσωπικό φίλο του δικτάτορα Χαρίλαο Χατζηγιάννη, τον διευθυντή πολιτικών υποθέσεων της ΚΥΠ αντισυνταγματάρχη Σουρβίνο, με στελέχη της χούντας, όπως ο Ασλανίδης, ή ακόμη και της ΕΣΑ (όπως οι Θεοφιλογιαννάκος και Χατζηζήσης).
Ο Νανάς Τσαλδάρης συνεννοείται με τον Παπάγο, τον Αβέρωφ, τον Καραμανλή, τον Παττακό, τον Ασλανίδη, τον Χατζηγιάννη, τον Χατζηπέτρο της ΚΥΠ, συμβούλους της αμερικανικής πρεσβείας και μεταφέρει στον Αβέρωφ μήνυμα του Παπαδόπουλου. Ακόμη κι ο Ράλλης συναντήθηκε τον Αύγουστο του 1969 με τον εκπρόσωπο της σκληροπυρηνικής πτέρυγας του «επαναστατικού συμβουλίου», αντισυνταγματάρχη Πετάνη, με πρωτοβουλία και μεσολάβηση του Νίκου Ζαρντινίδη – στελέχους της ΕΡΕ, συνομιλητή αργότερα του Παπαδόπουλου και υπουργού Δημοσίων Εργων της Ν.Δ. (1977-80). Παρεμφερείς δικτυώσεις παρατηρούνται και στα χαμηλότερα κλιμάκια της παράταξης, πολιτικά και στρατιωτικά.
Η ώσμωση αυτή εξηγεί τις κατά καιρούς μεταπηδήσεις από την εθνικόφρονα αντίσταση στην ανοιχτή συνεργασία με τη δικτατορία. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αποτελεί ο απόστρατος αξιωματικός Κλεάνθης Δαμιανός, βουλευτής Δράμας της ΕΡΕ (1963-67) και μέλος του παράνομου δικτύου του Αβέρωφ (1968-69). Μετά τη σύλληψή του τον Δεκέμβριο του 1969 και την απόλυσή του με εντολή Παπαδόπουλου, θα λειτουργήσει ως διαμεσολαβητής μεταξύ καθεστώτος κι εθνικόφρονος αντιπολίτευσης: φέρνει σ’ επαφή τον Αβέρωφ με τους Θεοφιλογιαννάκο και Χατζηζήση, συνομιλεί με Ζωιτάκη και Παπαδόπουλο, καταγγέλλει δημόσια την αντιδικτατορική δήλωση 171 πρώην βουλευτών ως υπόθαλψη επέμβασης στα εσωτερικά της χώρας και τελικά διορίζεται υφυπουργός Εθνικής Οικονομίας (31/7/72).
Τα πολιτικά στελέχη της Δεξιάς που ήρθαν σε συστηματικότερη επαφή με τη χούντα μπορούν να χωριστούν σε τρεις κατηγορίες: (α) πρώιμους συνεργάτες, (β) μεταγενέστερους «συνομιλητές» του δικτάτορα και (γ) γεφυροποιούς.
Οι πρώιμοι συνεργάτες υπήρξαν σχετικά λίγοι, καθώς οι πραξικοπηματίες δεν παρέλειπαν να καταδικάζουν αδιαφοροποίητα την κοινοβουλευτική «φαυλοκρατία»· οι όποιες εξαιρέσεις είχαν εκδηλώσει δε σχετικές τάσεις από καιρό. Κατοχικός χίτης με ενεργό συμμετοχή στην πυροδότηση των Δεκεμβριανών του 1944, άτυπος καθοδηγητής της ΕΚΟΦ και εισηγητής δικτατορικών λύσεων από την εποχή του Καραμανλή, σύνδεσμος του «επαναστατικού συμβουλίου» με τη CIA και τακτικός συνομιλητής της αμερικανικής πρεσβείας, ο πρώην βουλευτής της ΕΡΕ Νίκος Φαρμάκης μετείχε λ.χ. ενεργά στο πραξικόπημα και προαλειφόταν για υπουργός Εξωτερικών, περιορίστηκε όμως τελικά στον ρόλο απλού συμβούλου του Παπαδόπουλου.
Πιο εμφανίσιμος, ο παλαίμαχος διπλωμάτης και πολιτικός Παναγιώτης Πιπινέλης, άτυπος ηγέτης της ακροδεξιάς πτέρυγας της ΕΡΕ και μεταβατικός πρωθυπουργός το 1963, είχε ταχθεί ρητά υπέρ μιας εξωκοινοβουλευτικής εκτροπής ήδη από το 1965. Με άρθρο του στη «Βραδυνή» χαιρέτισε την «επανάσταση» ως απαρχή «αποκαθάρσεως του κρατικού μας βίου» (5/10/67) κι ανέλαβε υπουργός Εξωτερικών εν μέσω κυπριακής κρίσης. Παρέμεινε στη θέση αυτή μέχρι τον θάνατό του (19/7/70), διατηρώντας ταυτόχρονα επικοινωνία με τον αυτοεξόριστο Κωνσταντίνο.
Οι επίσημοι συνομιλητές του δικτάτορα («εφαψίες») πρωτοεμφανίστηκαν τον Απρίλιο του 1971, όταν ο Παπαδόπουλος ξεκίνησε διερευνητικές επαφές με εκπροσώπους του πολιτικού κόσμου εν όψει μιας ελεγχόμενης φιλελευθεροποίησης.
Σύμφωνα με εξαντλητική σχετική μελέτη του Λεωνίδα Καλλιβρετάκη, μέχρι τη Μεταπολίτευση 59 πρώην βουλευτές (οι 34 της τελευταίας Βουλής) «είχαν πολιτικές επαφές με τους κρατούντες»· 50 ανήκαν στον χώρο της ευρύτερης Δεξιάς (των αποστατών συμπεριλαμβανομένων), ενώ 9 προέρχονταν από το Κέντρο. Τα επιχειρήματά τους ποίκιλλαν, από την αποδοχή των τετελεσμένων του 1967 ως αφετηρίας επανόδου στον κοινοβουλευτισμό μέχρι την απροκάλυπτη εξύμνηση της «εθνοσωτηρίου». Δώδεκα ανέλαβαν υπουργικά αξιώματα, ενώ τέσσερις (Ι. Βαρβιτσιώτης, Ν. Ζαρντινίδης, Αντ. Μπαρότσης, Αθ. Σπανορρήγας) αναδιπλώθηκαν στην πορεία δημόσια.
Μία, δύο, πολλές «γέφυρες»
Κάποια ιστορικά στελέχη της Δεξιάς διαπραγματεύθηκαν πάλι παρασκηνιακά με τη χούντα, αυτοπροτεινόμενα για διάφορους ρόλους. Πρόεδρος της Βουλής επί Παπάγου και Καραμανλή, ο Κωνσταντίνος Ροδόπουλος φέρεται λ.χ. να εισηγήθηκε υπόγεια το 1968 την αναγόρευσή του σε ηγέτη μιας «ιδεώδους αντιπολιτεύσεως που δεν θα δημιουργή ζητήματα».
Μια γεύση της επιχειρηματολογίας που ανταλλασσόταν στη διάρκεια αυτών των επαφών παίρνουμε από τη συνομιλία του Τσαλδάρη με τον Παττακό, τον Απρίλιο του 1973, όπως την περιέγραψε ο ίδιος στον Καραμανλή. Διαμαρτυρόμενος για την υπεροψία της χούντας απέναντι στους προκατόχους της, ο μετέπειτα πρόεδρος της Βουλής φρόντισε να θυμίσει στον πραξικοπηματία τις ημέτερες δάφνες – ή ό,τι, τέλος πάντων, εκλάμβανε ο ίδιος ως τέτοιες: «Πρέπει ο κ. Παπαδόπουλος να γνωρίζη ότι το ΟΧΙ του Μεταξά δεν σβύνεται με τίποτα, έστω και αν καθήση εκατό χρόνια. Ούτε την προσάρτησι της Δωδεκανήσου, ούτε τον συμμοριτοπόλεμο που έκανε ο πατέρας μου θα μπορέσετε να κάνετε». Ο «συμμοριτοπόλεμος» δεν ήταν βέβαια δυνατό να επαναληφθεί, για τεχνικούς καθαρά λόγους· για «προσάρτηση» όμως, κάτι δοκίμασε τελικά να κάνει ο Ιωαννίδης…
Οι «γεφυροποιοί» που δοκίμασαν να δρομολογήσουν μια ελεγχόμενη, συναινετική επάνοδο σε κάποια μορφή κοινοβουλευτισμού αποτελούν τη σοβαρότερη κατηγορία προσωπικοτήτων της Δεξιάς που συνδιαλέχθηκε με το καθεστώς.
Φαβορί γι’ αυτόν τον ρόλο αποτελούσε εξ αρχής (και παρέμεινε μέχρι τέλους) ο αυτοεξόριστος Καραμανλής. Αμέσως μετά το πραξικόπημα, γνωστοποίησε σε διάφορους πιθανούς μεσολαβητές ότι το έβλεπε ως δυνητικό εφαλτήριο για την υλοποίηση του προδικτατορικού οράματός του, μιας «κυβερνουμένης και ουχί κυβερνώσας δημοκρατίας». Ακόμη και ο όρος «γέφυρα» ήταν άλλωστε δική του επινόηση, ήδη από τον Ιούνιο του 1967. Για μια αναλυτική επισκόπηση των σχετικών υπόγειων ζυμώσεων παραπέμπουμε τον αναγνώστη στο βιβλίο του Δημήτρη Ψαρρά «Το μυστικό του εθνάρχη», που διένειμε προ τριετίας η «Εφ.Συν.».
Τρεις ελάσσονες υποψήφιοι δοκίμασαν την τύχη τους, όσο ο Καραμανλής ανέμενε (κατά την εύστοχη διατύπωση ενός απ’ αυτούς) «να του στρώσουν έτοιμο το τραπέζι διά να έλθη εις την Ελλάδα». Πρόκειται για τους Ευάγγελο Αβέρωφ, Σπύρο Μαρκεζίνη και Θρασύβουλο Τσακαλώτο.
▶ Ο Αβέρωφ ήταν ο πρώτος πολιτικός της Δεξιάς που καταδικάστηκε το καλοκαίρι του 1967 από στρατοδικείο για «παράνομον συγκέντρωσιν» στο σπίτι του· ο πρώτος, επίσης, που εγκαινίασε την επόμενη χρονιά τη δημόσια προσέγγιση του καθεστώτος, για μια ελεγχόμενη επιστροφή στον κοινοβουλευτισμό με αντάλλαγμα την ασυλία των πραξικοπηματιών. Καθοριστική τομή για την επιλογή του αυτή αποτέλεσε το νόθο δημοψήφισμα του 1968, όταν διαπίστωσε την ενεργό κινητοποίηση κάποιων εθνικοφρόνων υπέρ του καθεστώτος και τη σταδιακή ανάδειξη του Παπαδόπουλου ως «του νέου ηγέτη της Δεξιάς». Οι επαφές του επικεντρώθηκαν κυρίως στην γκρίζα ζώνη μεταξύ ΕΡΕ και στρατιωτικού καθεστώτος και στα κέντρα εξουσίας του εξωτερικού (ΗΠΑ, Βρετανία, χώρες ΕΟΚ, βασιλιάς, Καραμανλής). Ειδικά ο Καραμανλής, μολονότι απέφυγε να ταυτιστεί δημόσια μαζί του, υπήρξε ένας από τους μέντορες του εγχειρήματος, μαζί με τον Αμερικανό πρέσβη Χένρι Τάσκα. Ο Αβέρωφ χαιρέτισε έτσι την επανάληψη της αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας προς τη χούντα τον Σεπτέμβριο του 1970 και τον Ιανουάριο του 1972 κατήγγειλε δημόσια όσους διαφωνούσαν με την κυοφορούμενη συμφωνία ελλιμενισμού του 6ου στόλου. Στα τέλη της χρονιάς συνειδητοποίησε όμως τη δομική αποτυχία των προσπαθειών του και ξαναπέρασε στην Αντίσταση, συνεργαζόμενος με τους κινηματίες του Ναυτικού. Μετά το πραξικόπημα του Ιωαννίδη επιχείρησε νέα γέφυρα, προς τον Γκιζίκη τούτη τη φορά. Οι προσπάθειές του στέφθηκαν τελικά από επιτυχία, όταν το βράδυ της 23ης Ιουλίου 1974 πρωτοστάτησε στη θριαμβευτική επάνοδο του Καραμανλή.
▶ Ο Μαρκεζίνης συγκέντρωνε την άνοιξη του 1967 την προτίμηση της αμερικανικής πρεσβείας και των Ανακτόρων ως υποψήφιος πρωθυπουργός που «θα ηκολούθη δυναμικήν πολιτικήν» και θα διεξήγε εκλογές με την κατάλληλη «δημιουργίαν ατμοσφαίρας», ώστε να διασφαλιστεί «περηφανής νίκη» της ΕΡΕ. Μετά το πραξικόπημα είχε αλλεπάλληλες επαφές με τον Παπαδόπουλο το 1968 και τον Παττακό κατόπιν. Οι προσπάθειές του ευοδώθηκαν τελικά τον Οκτώβριο του 1973, όταν ο Παπαδόπουλος του ανέθεσε τη «δοτή» πρωθυπουργία μιας ελεγχόμενης φιλελευθεροποίησης. Οσα ακολούθησαν είναι λίγο-πολύ γνωστά. Οχι όμως και η εκδικητική διαβεβαίωσή του -μεταπολιτευτικά- πως, έτσι και είχε διατηρήσει την πρωθυπουργία, οι Ελληνες «θα έβλεπαν τι σημαίνει λιτότης».
▶ Ο Τσακαλώτος υποδείχθηκε από τον Καραμανλή στον βασιλιά, λίγο πριν από το πραξικόπημα, ως ιδανική λύση (μαζί με τον Μαρκεζίνη) για τη δρομολόγηση της εκτροπής, εφόσον αποκλειστεί η «ομαλή εξέλιξις προς εκλογάς». Μετά το πραξικόπημα ταυτίστηκε απροκάλυπτα με τη χούντα, υμνολογώντας δημόσια τους δικτάτορες, καταδικάζοντας ακόμη και τη συνέντευξη Καραμανλή στη Le Monde σαν «πρόσκλησιν των αξιωματικών εις στάσιν». Ο κολλητός του Παπαδόπουλου, Χαρίλαος Χατζηγιάννης, εκμυστηρεύθηκε στον αυλάρχη του βασιλιά (21/3/68) πως ο φιλόδοξος στρατηγός «αποβλέπει στη μεταβατική πρωθυπουργία που θα επαναφέρει τη χώρα στη νομιμότητα». Σύμφωνα πάλι με τον Τζώρτζη Αθανασιάδη (1972), «ο Τσακαλώτος βαυκαλιζόταν ότι θα του πρόσφεραν την αντιβασιλεία». Τελικά έμεινε στο ράφι, μολονότι φήμες τον ήθελαν υποψήφιο πρωθυπουργό ακόμη και μετά το πραξικόπημα του Ιωαννίδη.
Ο φόβος του «όχλου»
Ποιες αντιλήψεις όμως επικαθόρισαν τη στάση των πολιτικών της Δεξιάς απέναντι στη δικτατορία;
Η τραυματική εμπειρία του προσωπικού εξευτελισμού και των ασφυκτικών περιορισμών λειτούργησε κάποιες φορές διαπαιδαγωγητικά. Μπορεί ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος πριν από το πραξικόπημα να διαβεβαίωνε τον Αμερικανό πρέσβη ότι, σε περίπτωση εκλογικής ήττας της ΕΡΕ, «το ελληνικό έθνος δεν πρόκειται να παραδοθεί στους κομμουνιστές ή στον Ανδρέα Παπανδρέου»· μετά την 21η Απριλίου είχε μεταμορφωθεί όμως σε τέτοιο βαθμό, ώστε η δημοκρατική αδιαλλαξία του να προκαλεί την εχθρότητα αντιδραστικών ομολόγων του, όπως ο Κωνσταντίνος Τσάτσος. Σε κάπως μικρότερο βαθμό, το ίδιο ίσχυε και για τον Γεώργιο Ράλλη.
Από την ευρύτερη εθνικοφροσύνη, η αναμέτρηση χούντας-αντιστασιακών βιώθηκε ωστόσο σαν επώδυνη εμφύλια διαμάχη. Αν πρώην δωσίλογοι όπως ο Τουρκοβασίλης δεν δίσταζαν να συμπαραταχθούν ανοιχτά με την «εθνοσωτήριο», παλιοί συναγωνιστές σε κατοχικές οργανώσεις της «αστικής αντιστάσεως», όπως ο ΕΣΑΣ, βρέθηκαν πλέον σε αντίπαλα στρατόπεδα: οι Λουκάς Πάτρας και Μανόλης Φθενάκης επάνδρωσαν τις χουντικές κυβερνήσεις, ενώ ο Γ.Α. Μαγκάκης, ο Γιώργος Κουμάντος ή ο Χριστόφορος Στράτος επιδόθηκαν σε αντιστασιακές ενέργειες ποικίλων αποχρώσεων.
Ο διχασμός διαπερνά ακόμη και οικογένειες: σε αντίθεση με τον βασιλόφρονα γαμπρό του, Χριστόφορο Στράτο, ο βιομήχανος Κατσάμπας τάσσεται αναφανδόν υπέρ της χούντας. «Θα κάνετε εμάς τη Δεξιά, τους αστούς, τους αντικομμουνιστάς, να μισήσουμε οριστικά και αμετάκλητα τον Στρατό», προειδοποιεί πάλι χαρακτηριστικά ο Τσαλδάρης τον Παττακό. «Θα διασπάσετε δηλαδή μια και καλή τους εθνικόφρονας. Θα κάνετε ό,τι ακριβώς θέλουν και επιδιώκουν οι κομμουνισταί;».
Ο φόβος του «όχλου» ενοποιεί πάντως τον εθνικόφρονα χώρο, οριοθετώντας τις κινήσεις του. «Εντονος λαϊκή αντίδρασις κατά της Επαναστάσεως επικουρουμένη ίσως και από την σπουδάζουσαν νεολαίαν, δεν γνωρίζομεν πού είναι δυνατόν να καταλήξη και ποίοι θα επωφεληθούν της αναρχίας η οποία θα προκύψη», γράφει χαρακτηριστικά στον Καραμανλή ο παλιός αρχηγός του ΙΔΕΑ (και πρώτος μεταπολιτευτικός υπουργός Δημόσιας Τάξης) Σόλων Γκίκας τον Ιούλιο του 1973, ενώ η μαζική αντίσταση στη χούντα έχει ήδη δώσει τα πρώτα δείγματα γραφής. «Είναι πολλοί οι πιστεύοντες ότι η λύσις αυτή είναι η έχουσα σοβαράς πιθανότητας και η μόνη ενδεδειγμένη […]. Προσωπική μου γνώμη είναι να επιδιωχθή ο εξαναγκασμός της επαναστάσεως όπως τραπή προς την πραγματικήν ομαλότητα […]. Η ανάμιξις του όχλου δι’ επίτευξιν λύσεων με φοβίζει. Η αύξησις του αριθμού των κομμουνιστών, η τολμηρά εμφάνισίς των εις τα στρατοδικεία, αι περιορισμέναι ίσως δυνατότητες των Ενόπλων Δυνάμεων ν’ αντιμετωπίσουν λαϊκάς μάζας εχούσας εθνικόφρονα προμετωπίδα, η αποδιοργάνωσις του Κράτους και το ανοργάνωτον των εθνικοφρόνων πρέπει να αποκλείσουν λύσεις τη συμμετοχή του όχλου».
«Το κίνημα αυτό δεν ωφέλησε», γράφει πάλι ο Τσάτσος στον Καραμανλή την επομένη της σφαγής του Πολυτεχνείου, υπενθυμίζοντας ότι «στις λαϊκές εξεγέρσεις -ιδίως όταν δεν υπάρχει αρχηγός- το απάνω χέρι το παίρνουν οι εξτρεμιστές». Ακόμη κι ο διπλωμάτης Ρόδης Ρούφος, συγγραφέας αντιδικτατορικού βιβλίου που κυκλοφόρησε ψευδώνυμα στο εξωτερικό, εκφράζει ήδη από το 1971 την ανησυχία του πως «η επόμενη γενιά της αντίστασης στη χούντα θα βυθίσει την Ελλάδα στην αιματηρή βία».
Η σκιά των πατρώνων
Πέρα από την ιδεολογία υπάρχει όμως και η διαπλοκή: οι σχέσεις με το στέμμα, την αμερικανική διπλωματία και κάθε λογής υπερατλαντικά κέντρα, τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και πρεσβείες, καθώς και με ισχυρούς εγχώριους επιχειρηματίες, αποδεικνύονται συχνά καθοριστικές για τον προσανατολισμό του κόσμου της Δεξιάς υπέρ ή κατά της δικτατορίας, πολύ περισσότερο δε για την ανάληψη πρωτοβουλιών προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση. Η αίσθηση του ειδικού βάρους αυτών των μηχανισμών λειτουργεί έτσι κι αλλιώς ευνουχιστικά: «Απήντησα όπως έπρεπε και ίσως οξύτερα από ό,τι έπρεπε», σημειώνει αυτοκριτικά ο Ράλλης για μια συνομιλία του με τον σταθμάρχη της CIA στην Αθήνα και τον πολιτικό σύμβουλο της αμερικανικής πρεσβείας, που τον Οκτώβριο του 1969 προσπαθούσαν να τον πείσουν πως ο λαός θέλει τη χούντα.
Ιδιαίτερα καθοριστική υπήρξε η επιρροή επώνυμων μεγαλοεπιχειρηματιών. Η οικονομική στήριξη των εφοπλιστών θεωρούνταν λ.χ. από τον Καραμανλή απαραίτητη προϋπόθεση για οποιαδήποτε δραστηριότητα με κάποια πιθανότητα επιτυχίας. Αποκαλυπτικές είναι και οι πληροφορίες για τον πρωταγωνιστικό ρόλο ενός απ’ αυτούς στις συναντήσεις των «εφαψιών» με τον δικτάτορα: «Ολοι οι πολιτικοί που επισκέφθηκαν τον Παπαδόπουλο έχουν κάποια οικονομική εξάρτηση από τον Βαρδινογιάννη, όπως ο Βαρβιτσιώτης που είναι νομικός σύμβουλος στις επιχειρήσεις του, όπως και ο γιος του Θανόπουλου», εξηγεί το 1971 ο Αβέρωφ στον αυλάρχη του βασιλιά. Την ίδια ακριβώς εξήγηση θα δώσει ο Κανελλόπουλος στον καθηγητή Κουλουμπή και ο Νίκος Μομφεράτος στον Καραμανλή.
Στη βάση της εθνικοφροσύνης
Ενας τρίτος παράγοντας ήταν οι αντίρροπες πιέσεις που τα στελέχη της Δεξιάς δέχονταν από τον κοινωνικό περίγυρο και την πολιτική τους πελατεία.
Τον Μάιο του 1970, ο Ράλλης ενημέρωσε λ.χ. τον Καραμανλή πως οι υποστηρικτές της χούντας ταυτίζονταν με μια μερίδα των οπαδών της ΕΡΕ, ενώ «οι οπαδοί του Κέντρου είναι όλοι αντίθετοι προς την σημερινήν κατάστασιν». «Ελάχιστοι πρώην οπαδοί μας -περίπου 10-15% του συνόλου του πληθυσμού- έχουν προσχωρήσει» στο καθεστώς, συμπληρώνει την επόμενη χρονιά· μεγέθη μικρά μεν αλλά διόλου αμελητέα ως ποσοστό τής τότε Δεξιάς, η εκλογική εμβέλεια της οποίας υπολογιζόταν τον Απρίλιο του 1967 σε 40%. Ετσι και «προσχωρήσουμε δυο-τρία γνωστά ονόματα εις νέον κόμμα του Παπαδόπουλου», πληροφορεί πάλι το 1970 τον εθνάρχη ο Αβέρωφ, «είναι έτοιμοι να προσχωρήσουν πολλοί και καλοί του επιστημονικού, επαγγελματικού και πολιτικού κόσμου».
Η ενδοπαραταξιακή αυτή ρευστότητα αποτυπώνεται και στους φακέλους της Ασφάλειας. Οταν ο Αβέρωφ ταχυδρόμησε αντιπολιτευτικά μανιφέστα του σε μεσαία στελέχη της ΕΡΕ, ουκ ολίγοι παραλήπτες, ένθερμοι πλέον χουντικοί, έσπευσαν να ενημερώσουν σχετικά την υπηρεσία. Την ίδια τύχη είχαν και τα κείμενα δηλώσεων του Καραμανλή που παραδόθηκαν για διακίνηση σε «πρώην στέλεχος της ΕΡΕ Ιωαννίνων» τον Δεκέμβριο του 1967 ή ταχυδρομήθηκαν το 1969 σε πολίτες «υγιών κοινωνικών φρονημάτων», όπως ένας γνωστός έμπορος της Δράμας, «οπαδός της ΕΡΕ προ της Επαναστάσεως», κι ένας δημοσιογράφος της Λιβαδειάς που στο μεσοδιάστημα είχε εξελιχθεί σε «οπαδόν της Εθνικής Επαναστατικής Κυβερνήσεως».
Εκθεση της Ασφάλειας για την υποδοχή από το κοινό της δήλωσης Καραμανλή (30/9/1969) επισημαίνει, τέλος, τον χωρισμό «των δεξιών εις δύο μερίδας»: οι μεν «επεδοκίμασαν τας εν λόγω δηλώσεις, τας οποίας ανέμενον από καιρού», ενώ «η δευτέρα και μεγαλυτέρα μερίς εδέχθη ταύτας μετ’ αγανακτήσεως». Οφείλουμε, βέβαια, να διατηρήσουμε κάθε αμφιβολία για την αριθμητική ακρίβεια αυτών των εκτιμήσεων. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με τα σχόλια του σκληρού πυρήνα της εθνικόφρονος παράταξης, που επίσης κατέγραψαν οι ασφαλίτες και κατηγορούσαν τον εθνάρχη πως «εκώφευε επί λαοκρατίας» (δηλαδή επί Παπανδρέου) κι ότι «μας εγκατέλειψε, αφήνοντάς μας στα χέρια του Κανελλόπουλου που μας διέλυσε».
Για την κοινωνική βάση της Δεξιάς, η χούντα συνεπαγόταν άλλωστε προνομιακή νομή του κράτους μέσω της εκκαθάρισης του Δημοσίου, της διευρυμένης κι αυστηρότερης προαπαίτησης πιστοποιητικού κοινωνικών φρονημάτων και της ανάδειξης της εθνικοφροσύνης σε κατ’ εξοχήν τυπικό προσόν των υποψήφιων υπαλλήλων.
Σ’ ένα διαφορετικό επίπεδο, το καθεστώς διεμβόλισε τα κόμματα της Δεξιάς στρατολογώντας επιλεκτικά ουκ ολίγα τοπικά και κατώτερα στελέχη τους: για τη «Συμβουλευτική», ειδοποιεί ο Βάσος Βασιλείου τον Καραμανλή το 1970, «βολιδοσκοπούνται και “νεολαίοι” της ΕΡΕ». Τουλάχιστον το 30% των στελεχών της ΕΚΟΦ που καταλογογράφησε το 1975 ο Ανδρέας Λεντάκης είχε ενεργό χουντική δράση μετά το 1967 (71 σε σύνολο 237). Μια αναλυτική καταγραφή του πολιτικού παρελθόντος της μικρομεσαίας στελέχωσης των κρατικών μηχανισμών και οργανωτικών κόμβων της χούντας (ΕΠΟΚ, Ελληνική Λέσχη, διορισμένοι τοπικοί άρχοντες, πρόεδροι και μέλη Δ.Σ. κρατικών οργανισμών, τραπεζών κ.λπ.) θα ήταν, δίχως άλλο, εξαιρετικά ενδιαφέρουσα.
Για πολλούς εθνικόφρονες, η στελέχωση αυτών των δικτύων ισοδυναμούσε με προσωπική απάντηση σ’ ένα τυπικό δίλημμα καριέρας. Αποκαλυπτικό επ’ αυτού το δημοσιευμένο ημερολόγιο του βασιλόφρονος δικηγόρου Γεωργίου Κάρτερ, όταν τον Γενάρη του 1968 τού προτάθηκε να μετάσχει στην Κεντρική Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή των δικτατόρων: «Ολη τη νύχτα δεν έκλεισα μάτι. Πρέπει να αποφασίσω! Ή μαζί τους ή εχθρός τους. Ουδέτερη στάση είναι αδιανόητη. Στηριχθήκαμε στον βασιλέα και εχάσαμε! Αν οι συνταγματάρχες αποτύχουν θα καταστραφή ο Τόπος. Εχουμε το δικαίωμα να αφήσουμε να καταστραφή; Πρέπει όμως να σταθμίσω και το μέλλον μου… Αν δεν πάω, ίσως χάσω και το παρόν και το μέλλον. Αν πάλι πάω στο εχθρικό στρατόπεδο, εκεί επικρατεί ο βέβαιος κίνδυνος και η πλήρης αβεβαιότης» («Τα καύσιμα ετελείωσαν…», Αθήνα 2011, σ.183).
Τελικά, ο Κάρτερ δεν έγινε μόνο μέλος της επιτροπής αλλά και γ.γ. του υπ. Εργασίας (1969-1971), υφυπουργός Εθνικής Οικονομίας (1971-1972), μέλος του Δ.Σ. της Τραπέζης της Ελλάδος (1973) και σύμβουλος του Παπαδόπουλου «επί πολιτικών και κοινωνικών θεμάτων».
Σε κάποια άλλα επίπεδα, οι συνέχειες ανιχνεύονται δυσκολότερα. Από τα απομνημονεύματα του υπουργού Προεδρίας και Δικαιοσύνης της ΕΡΕ, Κωνσταντίνου Τσάτσου, μαθαίνουμε λ.χ. ότι μια προδικτατορική ερωμένη του ανέπτυξε επί χούντας την ίδια ακριβώς σχέση με τον πανίσχυρο γ.γ. Αθλητισμού, Κωνσταντίνο Ασλανίδη. Προφανώς δεν ήταν η μόνη που θεώρησε την 21η Απριλίου ελάσσονα -απλώς- τομή στη συνέχεια του κράτους…
Τάσος Κωστόπουλος