* Ο ΣΥΡΙΖΑ επιλέγει να πολιτικοποιήσει τις ευρωεκλογές με έναν διαφορετικό τρόπο, καθώς θα αποτελέσουν το «βάπτισμα του πυρός» για το προοδευτικό μέτωπο. Γιατί γίνεται αυτή η επιλογή σε αυτήν την πολιτική συγκυρία;
Η βασική επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ να προσδώσει ειδικό βάρος στις ευρωεκλογές στηρίζεται στην προφανή κρισιμότητά τους αναφορικά με τις εξελίξεις στην Ευρώπη, οι οποίες απειλούν να επηρεάσουν έμμεσα ή άμεσα όλες τις χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας. Η συνδυασμένη μάχη ενάντια στη νεοφιλελεύθερη λιτότητα και την Ακροδεξιά είναι το πρόταγμα. Εδώ «κουμπώνει» η προοδευτική συνεργασία αλλάζοντας τα δεδομένα.
Στις εκλογές του 2015 το δίλημμα ήταν Μνημόνιο – αντιμνημόνιο. Στις εκλογές του 2019 τα διλήμματα θα είναι πιο διαυγή. Θα έχουν να κάνουν με την κεντρικοποίηση του αγώνα, ενάντια στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και στον κίνδυνο πολιτικής συνέκφρασής τους με την Ακροδεξιά.
Οι παραλήπτες αυτής της πολιτικής πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ είναι οι πολίτες, είναι τα ευρωπαϊκά αριστερά κόμματα, είναι οι Πράσινοι, είναι κι εκείνα τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, που έχουν συνειδητοποιήσει το αδιέξοδο των νεοφιλελεύθερων προσαρμογών τους και αναζητούν απεμπλοκή από αυτές.
* Πώς απαντάτε στην κριτική ότι το προοδευτικό μέτωπο πρέπει να δομηθεί «από τα κάτω» κι όχι με προσωπικότητες «από τα πάνω», ιδιαίτερα με άτομα του «παλιού πολιτικού προσωπικού»;
Η συγκρότηση ενός πολιτικού μετώπου από τα κάτω πρέπει να αποτελεί μία σταθερή, μόνιμη και διαχρονική προσπάθεια για την Αριστερά. Όταν η Αριστερά όμως έχει κυβερνητικές ευθύνες, όπως στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, και παράλληλα τα κινήματα είναι σε υποχώρηση, οι κοινωνικές συμμαχίες μπορεί να ωριμάζουν με πιο αργούς ρυθμούς. Εδώ είναι που, πιθανότατα, πολιτικές πρωτοβουλίες από τα «πάνω» μπορεί να επιταχύνουν τους ρυθμούς ωρίμανσης της από τα «κάτω» κινητικότητας.
Άλλωστε οι κοινωνικές πολιτικές που εφάρμοσε και εφαρμόζει η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ για τις κοινωνικές δυνάμεις που ασφυκτιούν μπορούν και πράγματι εξασφαλίζουν υποστήριξη. Δεν αρκεί όμως μόνο αυτό για τη δυναμική διεκδίκηση πολιτικού μετώπου ενάντια στις κατεστημένες πολιτικές δυνάμεις. Απαιτείται συνάντηση ευρύτερων πολιτικών ρευμάτων.
Στον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος με τη ριζοσπαστικοποίησή του, κάλυψε το πολιτικό κενό που δημιούργησε η ενσωμάτωση της ελληνικής εκδοχής της Σοσιαλδημοκρατίας, που συμπορεύτηκε με τη Δεξιά, αντιστοιχεί φυσιολογικά η χρέωση μιας τέτοιας αναγκαίας πρωτοβουλίας.
Δεν ήταν λοιπόν για εμάς θέμα προτίμησης «από τα πάνω» ή «από τα κάτω». Ήταν ιστορικά αναγκαία επιλογή, που προσδοκά να εξασφαλίσει κοινωνική αποδοχή από τους ενεργούς πολίτες. Αυτό πρέπει να το υπηρετήσουμε με σοβαρότητα και στρατηγικό ορίζοντα και όχι με βραχυπρόθεσμης προοπτικής ωφελιμιστικούς τακτικισμούς.
* Με αφορμή και την τρομοκρατική ρατσιστική επίθεση στη Νέα Ζηλανδία, ποιες επιπτώσεις θα έχει μια πιθανή επιβεβαίωση των εκτιμήσεων για σημαντική άνοδο της Ακροδεξιάς στις ευρωεκλογές;
Παγκόσμια καταγράφονται, σχεδόν κάθε μέρα, απάνθρωπες, μισαλλόδοξες και ρατσιστικές τρομοκρατικές ενέργειες, με δράστες είτε οργανωμένες δυνάμεις είτε μεμονωμένα άτομα. Από ισλαμιστικές οργανώσεις και μοναχικούς λύκους, μέχρι ακροδεξιάς κοπής δολοφόνους.
Η συνέπεια αυτής της γενικευμένης βίας τροφοδοτεί τον φόβο και ο φόβος διαμορφώνει συναινέσεις στον περιορισμό των δικαιωμάτων. Η κήρυξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης στη Γαλλία, μετά το χτύπημα στο Μπατακλάν τον Νοέμβριο του 2016, δεν έγινε αντικείμενο κοινωνικής διαμαρτυρίας, αντίθετα συνετέλεσε στην αύξηση της ισλαμοφοβίας.
Η διαφορετική αντιμετώπιση των δολοφονικών ενεργειών, ανάλογα με το πολιτικό ή εθνικό χρώμα των δραστών, αλλά και το χρώμα των θυμάτων, εκτός του ότι διαμορφώνει διχαστικά στρατόπεδα μέσα στην κοινωνία, δυναμώνει την Ακροδεξιά και τις διακρίσεις. Το αποτρόπαιο ρατσιστικό έγκλημα στη Νέα Ζηλανδία χρεώνει όλες τις δημοκρατικές δυνάμεις στην Ευρώπη να κάνουν το παν ώστε η Ακροδεξιά όχι μόνο να μην δυναμώσει, αλλά να ηττηθεί.
* Για ποιο λόγο εκτιμάτε ότι δεν προχώρησαν οι προσπάθειες για προοδευτικές συγκλίσεις και στην Τοπική Αυτοδιοίκηση; Τι παρεμβάσεις χρειάζονται στις τοπικές κοινωνίες για την αντιμετώπιση φασιστικών πρακτικών και αντιλήψεων;
Η Τοπική Αυτοδιοίκηση έχει πολιτικές ιδιομορφίες που διαμορφώθηκαν ιστορικά στη χώρα. Πρόσωπα και παρατάξεις του παλιού δικομματισμού, λόγω της πολύχρονης και πλειοψηφικής παρουσίας τους σε επίπεδο δήμων, έχουν διαμορφώσει εκλογική πελατεία με ισχυρά συμφέροντα και ειδική… «τεχνογνωσία».
Τα συμφέροντα αυτά αντέχουν και αναπαράγονται καταφέρνοντας σε έναν βαθμό να μπλοκάρουν τις προσπάθειες κοινωνικής χειραφέτησης των τοπικών κοινωνιών διά του εκδημοκρατισμού και της συμμετοχικότητας της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Παραμένει δηλαδή η Τοπική Αυτοδιοίκηση ένας «προστατευμένος χώρος», σχεδόν «αποστειρωμένος», που αναπαράγεται, ανεξάρτητα από τους πολιτικούς συσχετισμούς που επικρατούν στην κεντρική πολιτική σκηνή, ίσως και γιατί, κακώς βέβαια, είναι χώρος χαμηλών προσδοκιών για τις κοινωνικές απαιτήσεις και διεκδικήσεις.
Η προοδευτική συνεργασία, λοιπόν, που επιχειρεί νέους, επίκαιρους και προωθητικούς διαχωρισμούς, δεν φαίνεται όντως να συναντά θετική ανταπόκριση από το πολιτικό – αυτοδιοικητικό προσωπικό, που θέλει να βολεύεται στα «κεκτημένα» του.
Αυτό, όμως, καθόλου δεν σημαίνει ότι δεν διαμορφώνονται αισιόδοξες δυνατότητες για πετυχημένη πορεία των αριστερών υποψηφίων σε πολλές πόλεις, δήμους και Περιφέρειες. Το αντίθετο μάλιστα. Χρειάζεται, όμως, έμπνευση και πολλή δουλειά στο δίμηνο που απομένει μέχρι τις εκλογές.
Και βέβαια πρέπει να εξαντλήσουμε κάθε δυνατότητα ώστε ο εθνικισμός, η ξενοφοβία και το μίσος ενάντια στους πρόσφυγες να μην ιδεολογικοποιήσουν τις συντεχνιακές και συντηρητικές εκπροσωπήσεις των τοπικών κοινωνιών. Η Τοπική Αυτοδιοίκηση πρέπει να διαδραματίσει νευραλγικό ρόλο στην υπεράσπιση της δημοκρατίας και να γίνει ανάχωμα στη συντηρητικοποίηση της κοινωνίας.
Πηγή: Η Αυγή