Έχοντας υπόψη μας τα γεγονότα οφείλουμε να αναγνωρίσουμε –έστω και καθυστερημένα– ότι κάναμε λάθος. Στη σύγκρουση Τσίπρα–Αλαβάνου για την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ αναφέρομαι.
Όπως είναι γνωστό, η εκλογή του Τσίπρα στη ηγεσία του Συνασπισμού είχε πολλά στοιχεία διαδοχής δια απονομής του δακτυλιδιού από τον Αλ. Αλαβάνο. Όπως έγραψε τότε και o Θ. Σιχλετίδης σε ένα άρθρο του στην Καθημερινή, ο Αλέκος Αλαβάνος «για τη διαδοχή του πρότεινε και στήριξε τον Αλέξη Τσίπρα και στις 10 Φεβρουαρίου του 2008 –την τελευταία ημέρα του 5ου τακτικού συνεδρίου του ΣΥΝ– τον χειροκρότησε με τη χαρά που έχει ένας πατέρας στην ορκωμοσία του παιδιού του στο πανεπιστήμιο».
Η συνέχεια αποδείχθηκε βέβαια προβληματική. Ο Τσίπρας αμφισβήτησε την ηγεσία του Αλαβάνου στο μετωπικό σχήμα του ΣΥΡΙΖΑ. Το ζήτημα της εκπροσώπησης στις ευρωεκλογές του 2009 προκάλεσε μια μεγάλη διαστάσεων κρίση τόσο στον Συνασπισμό, όσο και στον ΣΥΡΙΖΑ. Ο Τσίπρας επέμενε ότι έπρεπε να τηρηθεί η συμφωνία ανάμεσα στις συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ ότι το σχήμα εκπροσωπούσε ο εκάστοτε πρόεδρος του Συνασπισμού, ενώ ο Αλαβάνος υποστήριζε ότι ο ίδιος έπρεπε να παραμείνει πρόεδρος του μετωπικού σχήματος και το κέντρο των αποφάσεων να μεταφερθεί οριστικά στη Βαλτετσίου, στην έδρα του ΣΥΡΙΖΑ. Η αντίθεση αυτή δεν μπόρεσε να γεφυρωθεί. Η ρήξη ήταν οριστική.
Σε αυτή την αποφασιστική καμπή εμείς –μέλη και στελέχη από τον Συνασπισμό, την ΑΚΟΑ, τους ανένταχτους κλπ– υποστηρίξαμε την «κανονικότητα», δηλαδή τη συμφωνία ότι ο πρόεδρος του Συνασπισμού ήταν και πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ. Μόνο που οι συνθήκες δεν ήταν πλέον κανονικές. Η σύγκρουση ανάμεσα στα δυο ηγετικά στελέχη του Συνασπισμού –μια κρίση ηγεσίας με έντονο το προσωπικό στοιχείο– είχε δημιουργήσει μια νέα κατάσταση, στην οποία άρχισαν να φαίνονται τα πρώτα προβλήματα που αργότερα θα οδηγούσαν στο φαινόμενο που αποκλήθηκε, και όχι άδικα, αρχηγισμός, αυτή η γεροντική ασθένεια της Αριστεράς, από την οποία υποφέρουν όχι μόνο τα μεγάλα κόμματα, αλλά και πολλές οργανώσεις της άκρας Αριστεράς.
Κάναμε, λοιπόν, λάθος που υποστηρίξαμε τον Α. Τσίπρα, όπως άλλωστε λάθος έκαναν όσοι και όσες υποστήριξαν την προεδρία του Αλαβάνου –μια διαφορετική, αλλά επίσης αρχηγικού τύπου επιλογή. Η λύση βρισκόταν, και το αποκάλυψαν οι ιδιαίτερα αρνητικές εξελίξεις στη συνέχεια, όχι στην επιλογή ενός πολύ ή λίγο χαρισματικού ηγέτη, κατά τα πρότυπα των αστικών κομμάτων, αλλά σε μια συλλογική ηγεσία, η οποία μπορεί να μην σε προστατεύει από λάθη, αλλά τουλάχιστον αποτελεί εμπόδιο στον αρχηγισμό και τον προεδροκεντρισμό και, για να μιλήσουμε με σύγχρονούς όρους, από την «αδιαμεσολάβητη» σχέση του αρχηγού με τη βάση, δηλαδή με τους ψηφοφόρους του κόμματος. Μια οργανωτική δομή η οποία καμία σχέση με την Αριστερά, όποια τύπου και αν έχει κανείς υπόψη του.
Έπρεπε να προτείνουμε τότε μια ηγετική ομάδα στην οποία θα συμμετείχαν ο Τσίπρας, και ο Αλαβάνος από κοινού με άλλα έμπειρα και δοκιμασμένα στελέχη, όπως για παράδειγμα ο Γ. Μπανιάς, ο Μ. Γλέζος, η Ε. Πορτάλιου, η Σ. Παπαδόγιαννη κλπ. Μια συλλογική ηγεσία όχι μόνο για το κόμμα, αλλά και για τους θεσμούς του κράτους. Ο διαπαιδαγωγικός ρόλος μιας τέτοιας πρότασης είναι εμφανής και για τον λόγο αυτό θα έπρεπε να προταθεί και κυρίως να υλοποιηθεί.
Η «Νέα Αριστερά», έχοντας βιώσει όλες τις αρνητικές συνέπειες του αρχηγισμού και της προεδρολαγνείας, μια νέα εκδοχή της προσωπολατρίας, πρέπει και μπορεί να προτείνει ένα μοντέλο συλλογικής ηγεσίας, που να μην έχει καμιά σχέση με το αρχηγικό, μονοπρόσωπο και ιδιαίτερα αντιδημοκρατικό μοντέλο που χαρακτήριζε την ηγεσία του Αλ. Τσίπρα, το οποίο πήρε βέβαια τραγελαφικές διαστάσεις με την προεδρία Κασσελάκη. Δεν χρειάζεται ένας νέος Τσίπρας, ούτε αρσενικού ούτε θηλυκού γένους. Δεν πρέπει να επαναληφθούν τα λάθη του παρελθόντος.
Τάκης Μαστρογιαννόπουλος