Macro

Τάκης Μαστρογιαννόπουλος: Είναι δύσκολο να μην αισθανθείς τη γοητεία της Ρόζας μέσα από το έργο της

Το έργο της Ρόζας Λούξεμπουργκ επανέρχεται διαρκώς στο προσκήνιο. Με αφορμή την κυκλοφορία από το περιοδικό «Μαρξιστική Σκέψη» μιας συλλογής των έργων της (σε δύο τόμους, Μάρτιος 2022 και Οκτώβριος 2022) αλλά και την πρόσφατη επέτειο της δολοφονίας της, τον Ιανουάριο του 1919, ο Χρήστος Κεφαλής** αναφέρεται στη συμβολή της μεγάλης επαναστάτριας.
 
Η Ρόζα Λούξεμπουργκ ξεκινά τη δράση της στο διεθνές σοσιαλιστικό κίνημα στη δεκαετία του 1890. Ο πρώτος μεγάλος σταθμός είναι η πολεμική της ενάντια στον Μπερνστάιν με το βιβλίο της «Κοινωνική Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση;». Ποια η σημασία της;
 
Πραγματικά μετά το 1890 η Ρόζα Λούξεμπουργκ παίζει σημαίνοντα ρόλο τόσο στην πολωνική σοσιαλδημοκρατία, όπου με τη συμβολή της κυριαρχεί εξ αρχής η αριστερή πτέρυγα, όσο και στη γερμανική σοσιαλδημοκρατία, το SPD, όπου επίσης διεξάγει επίμονη πολεμική στους ρεφορμιστές.
 
Ο Μπερνστάιν ήταν εκείνος που παρουσίασε στο SPD μια ολοκληρωμένη ρεφορμιστική στρατηγική, σύμφωνα με την οποία ο σοσιαλισμός θα επιτυγχανόταν βαθμιαία αποσπώντας όλο και μεγαλύτερες παραχωρήσεις από την αστική τάξη (αυξήσεις μισθών, ασφάλιση, γενική εκπαίδευση κ.ο.κ.).
 
Η Λούξεμπουργκ δείχνει πειστικά ότι αυτή η προοπτική μετάβασης στον σοσιαλισμό χωρίς επανάσταση ήταν μια απάτη και στην πράξη σήμαινε υποταγή στην αστική τάξη. Οπωσδήποτε κριτική στον Μπερνστάιν άσκησαν τότε και άλλοι μαρξιστές, ο Κάουτσκι, ο Πλεχάνοφ και φυσικά ο Λένιν. Η κριτική της Ρόζας όμως ήταν η πιο βαθιά και περιεκτική.
 
Ακολουθεί το 1904 η διαφωνία της Ρόζας με τον Λένιν πάνω στο οργανωτικό ζήτημα. Ποια ήταν η αιτία και το αντικείμενό της; Τι μπορούμε να πούμε γενικότερα για τη σχέση ανάμεσα στη Ρόζα και τον Λένιν;
 
Στο άρθρο της «Οργανωτικά ζητήματα της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας» (1904) η Ρόζα κριτικάρει την μπροσούρα του Λένιν «Ενα βήμα μπρος, δυο βήματα πίσω», καταλογίζοντάς του μια μπλανκιστική, υπερσυγκεντρωτική αντίληψη του κόμματος.
 
Χωρίς να μπούμε σε λεπτομέρειες, μια κρίσιμη ένσταση στην πολεμική της είναι ότι αγνοεί τις συνθήκες της παρανομίας στις οποίες έπρεπε να παλεύει το ρωσικό κόμμα. Στις συνθήκες αυτές ο συγκεντρωτισμός ήταν αναγκαίος για να δημιουργηθεί μια στέρεη παράνομη οργάνωση, κάτι που αρνούνταν οι κομματικοί αντίπαλοι του Λένιν. Το κυριότερο και όχι τόσο γνωστό σημείο όμως είναι ότι η Λούξεμπουργκ μετριάζει στη συνέχεια αρκετά αυτή την κριτική και προσεγγίζει στις πολιτικές θέσεις του Λένιν.
 
Οταν με το ξέσπασμα της Ρωσικής Επανάστασης το 1905 οι Μενσεβίκοι κατηγορούν τον Λένιν και τους Μπολσεβίκους για μπλανκισμό, η Ρόζα αντιλαμβάνεται ότι αυτή η κριτική συγκαλύπτει μια παραίτηση από την επανάσταση και την αποκρούει στο άρθρο της «Ο μπλανκισμός και η σοσιαλδημοκρατία».
 
Η Ρόζα υποστηρίζει μια επαναστατική τακτική ταυτόσημη με εκείνη των Μπολσεβίκων. Θεωρεί ότι αν και η επανάσταση είναι αστική έχοντας δημοκρατικά και όχι σοσιαλιστικά αιτήματα -δημοκρατία, λύση του ζητήματος της γης και οκτάωρο-, η εργατική τάξη πρέπει να τεθεί επικεφαλής της, αποσπώντας την ηγεσία από τους φιλελεύθερους που επιδιώκουν συμβιβασμό με τον τσαρισμό.
 
Η Ρόζα προτείνει, ακριβώς όπως ο Λένιν, τη φόρμουλα της «δημοκρατικής δικτατορίας του προλεταριάτου και της αγροτιάς», δηλαδή μια επαναστατική εξουσία με επικεφαλής την εργατική τάξη που θα υλοποιούσε το επαναστατικό πρόγραμμα συντρίβοντας την αντεπανάσταση. Αυτό τη φέρνει αντιμέτωπη με τους Μενσεβίκους που από τον αστικό χαρακτήρα της επανάστασης συνήγαγαν ότι η ηγεσία έπρεπε να ανήκει στην αστική τάξη.
 
Μετά την ήττα η Ρόζα ασκεί οξεία πολεμική στους λικβινταριστές, την άκρα δεξιά των Μενσεβίκων που ήθελαν να διαλύσουν τις παράνομες κομματικές οργανώσεις, όσο και στους υπεραριστερούς Μπολσεβίκους υπό τον Μπογκντάνοφ, που αντιτάσσονταν στη συμμετοχή στις εκλογές για τη Δούμα. Και εδώ επίσης προσεγγίζει πολύ τις θέσεις του Λένιν, κάτι που αναγνωρίζει άλλωστε η ίδια σε ένα αδημοσίευτο τότε πολιτικό απολογισμό της, όπου αποκαλεί τους λικβινταριστές καρκίνωμα του κόμματος.
 
Η διαφωνία της με τον Λένιν σε αυτό το διάστημα είναι ότι η ρήξη με τους λικβινταριστές θα έπρεπε να εκπληρωθεί από όλο το κόμμα και όχι μέσα από μια συμμαχία ομάδων που συμφωνούσαν ήδη με αυτή, συγκεκριμένα των Μπολσεβίκων και των κομματικών Μενσεβίκων του Πλεχάνοφ. Το πρόβλημα με την τακτική της είναι ότι οι άλλοι κύριοι κομματικοί ηγέτες, ο Μάρτοφ και ο Τρότσκι, δεν ήθελαν να συνεισφέρουν τότε στη ρήξη με τους λικβινταριστές. Ανάμεσα στον Λένιν και τη Ρόζα υπάρχει έτσι μια εκτεταμένη πολιτική συμφωνία και μια διαφωνία στο οργανωτικό πεδίο, μετριασμένη στα επόμενα στάδια συγκριτικά με το 1904.
 
Καθώς πλησιάζει ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η Ρόζα ασκεί μια διαρκή πολεμική στον μιλιταρισμό και τη δεξιά στροφή του SPD, με αποκορύφωμα τη ρήξη της με την ηγεσία του SPD όταν η τελευταία παίρνει σοβινιστική θέση με το ξέσπασμα του πολέμου.
 
Μετά τον ρωσοϊαπωνικό πόλεμο του 1905 συγκροτούνται οι δύο ιμπεριαλιστικοί συνασπισμοί της Αντάντ και των Κεντρικών Δυνάμεων και εντείνεται ο μιλιταρισμός και οι γεωπολιτικοί ανταγωνισμοί που θα οδηγήσουν στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι δεξιοί ηγέτες του SPD βλέπουν στη συγκρότηση των ιμπεριαλιστικών μπλοκ μια εγγύηση για την ειρήνη, ενώ και ο Κάουτσκι, ο θεωρητικός του «μαρξιστικού κέντρου», αναλώνεται με ουτοπικά στο πλαίσιο του καπιταλισμού σχέδια για έναν γενικό αφοπλισμό.
 
Η Λούξεμπουργκ, αντίθετα, διακρίνει ξεκάθαρα ότι αυτές οι τάσεις οδηγούν στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και ασκεί μια συνεπή εφ’ όλης της ύλης πολεμική στον Κάουτσκι, με τον οποίο έρχονται πλέον σε ρήξη· πολεμική εξαιρετικά επίκαιρη εν όψει των αντίστοιχων πολεμικών κινδύνων των ημερών μας.
 
Το αποκορύφωμα αυτής της πορείας είναι η διεθνιστική στάση της Ρόζας όταν ξεσπά ο πόλεμος και η ρήξη της με την ηγεσία του SPD, που, παρά τις ενάντιες αποφάσεις των σοσιαλιστικών συνεδρίων της Στουτγάρδης και της Βασιλείας, συντάσσεται με τον γερμανικό ιμπεριαλισμό υιοθετώντας την εθνικιστική «υπεράσπιση της πατρίδας». Η Ρόζα συγγράφει την «Μπροσούρα του Γιούνιους», όπου στιγματίζει τους σοσιαλσοβινιστές και συνεισφέρει καθοριστικά στην ίδρυση της Ενωσης Σπάρτακος και αργότερα του Κ.Κ. Γερμανίας.
 
Είναι η πιο γνωστή πλευρά της επαναστατικής δράσης της, για την οποία ο Λένιν είπε ότι το όνομά της θα γραφτεί με χρυσά γράμματα στην ιστορία του σοσιαλισμού. Μιας δράσης που θα διακοπεί βάναυσα τον Ιανουάριο του 1919, όταν δολοφονείται με την καθοριστική «συμβολή» των πρώην συντρόφων της του SPD, Σάιντεμαν, Εμπερτ και Νόσκε.
 
Από την άλλη μεριά παραμένει μια σημαντική διαφωνία της Ρόζας με τον Λένιν στο εθνικό ζήτημα.
 
Η θέση της Ρόζας στο εθνικό ζήτημα συνδέεται με τις ιδιαίτερες συνθήκες στην Πολωνία, όπου η πολωνική σοσιαλδημοκρατία υποχρεώθηκε να διεξάγει επίμονο αγώνα ενάντια στους μικροαστούς σοσιαλιστές του PPS, οι οποίοι εστίαζαν κοντόφθαλμα στην πολωνική ανεξαρτησία, υποστηρίζοντας ότι ο ευρύτερος αγώνας για την ανατροπή του τσαρισμού δεν ενδιέφερε τους Πολωνούς.
 
Απέναντί τους η Λούξεμπουργκ τόνισε σωστά ότι η πολωνική εργατική τάξη έπρεπε να αγωνιστεί μαζί με τη ρωσική εργατική τάξη για την ανατροπή της τσαρικής απολυταρχίας και ότι ένα στενά εθνικό πολωνικό κίνημα θα συντριβόταν από τον τσαρισμό. Αντί όμως να πει ότι «αγωνιζόμαστε μαζί με όλους τους λαούς της Ρωσίας για την ανατροπή του τσαρισμού και στο πλαίσιο αυτό, μετά τη νίκη, συζητάμε για την πολωνική ανεξαρτησία», πήγε στο αντίθετο άκρο.
 
Εναντιώθηκε συνολικά στην πολωνική ανεξαρτησία ως ένα αντιδραστικό αίτημα. Αυτή η θέση της και οι γενικεύσεις της ότι το εθνικό ζήτημα έχει ξεπεραστεί στην ιμπεριαλιστική εποχή δεν δικαιώθηκαν από την Ιστορία. Ως ελαφρυντικό μπορεί να αναφερθεί ότι σε άλλες περιπτώσεις, όπως απέναντι στα εθνικά κινήματα της Βαλκανικής και της Αυστροουγγαρίας, η Λούξεμπουργκ πήρε πολύ σωστότερες θέσεις.
 
Ποια ήταν η στάση της Ρόζας απέναντι στην Οκτωβριανή Επανάσταση; Και μια συνολική εκτίμηση;
 
Η Λούξεμπουργκ υποστήριξε σθεναρά την Οκτωβριανή Επανάσταση, τονίζοντας ότι οι Μπολσεβίκοι έσωσαν την τιμή του διεθνούς σοσιαλισμού. Ταυτόχρονα άσκησε κριτική σε αρκετές επιλογές των Μπολσεβίκων, όπως η λύση που έδωσαν στο αγροτικό ζήτημα, η διάλυση της Συντακτικής Συνέλευσης και το ζήτημα ευρύτερα της δημοκρατίας, και η Ειρήνη του Μπρεστ.
 
Εδώ επίσης μετά την αποφυλάκισή της στα τέλη του 1918 η Ρόζα μετρίασε αρκετά αυτές τις κριτικές. Σε μια επιστολή της στον Βάρσκι, έναν από τους επιφανείς ηγέτες του πολωνικού κόμματος, δήλωνε ότι τις είχε αναθεωρήσει και ότι οι επιλογές των Μπολσεβίκων επιβάλλονταν από την ιστορική κατάσταση που αντιμετώπιζαν.
 
Συνολικά, θα έλεγα, είναι δύσκολο να ασχοληθείς με το έργο της Ρόζας και να μην αισθανθείς τη γοητεία της. Είχε μια πολύπλευρη προσωπικότητα και μια πολυσύνθετη σκέψη, το εύρος της οποίας δεν μπορεί να αποτυπωθεί σε μια συνοπτική αναφορά. Ακόμη και τα λάθη της πήγαζαν από την αγωνία να βρεθούν οι πιο σύντομοι δρόμοι για την υπερίσχυση του σοσιαλισμού ως μόνης διεξόδου απέναντι στην ιμπεριαλιστική βαρβαρότητα. Και, πέρα από λάθη, είχε μια πλειάδα γόνιμων συμβολών σε όλα τα πεδία του μαρξισμού.
 
Ο Τάκης Μαστρογιαννόπουλος είναι ερευνητής της ιστορίας του διεθνούς εργατικού κινήματος
**Μέλος της Σ.Ε. της «Μαρξιστικής Σκέψης»