ΣΥΡΙΖΑ

Τάκης Μαστρογιαννόπουλος: Από τους μπράβους και τους πορτιέρηδες στις «υποδειγματικές» διαδικασίες

Τελικά έχουν ξεπεράσει κάθε όριο. Ακόμα και σε χαρακτηρισμούς. Σε πρόσφατο άρθρο της στην Εφημερίδα των Συντακτών η κ. Δώρα Αυγέρη, μέλος της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ και τομεάρχης Υγείας, υποστήριξε, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι «ο προοδευτικός κόσμος δεν μπορεί να ξεχνά τι σημαίνει Δεξιά. Και ταυτόχρονα πρέπει να ξαναγνωρίσει την Αριστερά. Αυτό δεν γίνεται με κομματικούς μπράβους και ιδεολογικά face control. Οι πολίτες δεν είναι περαστικοί που ρίχνουν ένα βλέμμα από περιέργεια». Δεν είναι τυχαίο ότι το συγκεκριμένο απόσπασμα του άρθρου, το οποίο αποτελεί συμμετοχή της στον προσυνεδριακό διάλογο του ΣΥΡΙΖΑ, έγινε και ο τίτλος του άρθρου.
Ειλικρινά έμεινα άναυδος όταν διάβασα το συγκεκριμένο απόσπασμα. Εδώ ο κόσμος χάνεται με την κυβέρνηση Μητσοτάκη –τη χειρότερη κυβέρνηση της μεταπολίτευσης– και η κ. Αυγέρη ανακαλύπτει στον ΣΥΡΙΖΑ κομματικούς μπράβους και ιδεολογικούς πορτιέρηδες

Τι είχες Γιάννη

Η κ. Αυγέρη χρησιμοποιεί τον εξωφρενικό αυτό χαρακτηρισμό –είμαι βέβαιος ότι έχει πλήρη επίγνωση του όρου- για να χαρακτηρίσει όσους υποστηρίζουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να παραμείνει κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς. Η φρασεολογία της, παρότι δημοσιογράφος ή ίδια, είναι αποκαλυπτική ενός εσωκομματικού ύφους και ήθους που τα τελευταία χρόνια έχει κάνει την ανησυχητική του εμφάνιση μέσα στις γραμμές του ΣΥΡΙΖΑ.
Βέβαια, δεν είναι μόνο η κ. Αυγέρη, η οποία ως άπειρη στα εσωκομματικά χρησιμοποιεί ακραίες εκφράσεις που την εκθέτουν, αλλά και πολλοί άλλοι οι οποίοι, ομνύοντας συνεχώς και αδιαλείπτως στο όνομα του προέδρου (και αυτό βέβαια μόνο τυχαίο δεν είναι) έχουν ως στόχο την μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ σε μία κεντροαριστερή παράταξη. Για τον λόγο αυτό ηγετικά στελέχη, κυρίως προερχόμενα από το ΠΑΣΟΚ και όχι μόνο, κατηγορούν όσους διαφωνούν με τον διαλυτικό αυτό στόχο χρησιμοποιώντας, στην καλύτερη περίπτωση τον ανιστόρητο και απαξιωτικό χαρακτηρισμό του «ΣΥΡΙΖΑ του 3%», στις χειρότερες δε περιπτώσεις, χρησιμοποιούν χαρακτηρισμούς ανάλογους με αυτούς του άρθρου της κ. Αυγέρη. Δεν θα ήταν υπερβολικό να υποστηριχτεί ότι ένας ιδιότυπος, νέου τύπου, «αυριανισμός» εμφανίζεται όλο και περισσότερο, ο οποίος από ότι φαίνεται θα ενταθεί μέσα στην προσυνεδριακή περίοδο.
Τα τελευταία χρόνια, από το 2010 και μετά πολλά στελέχη, μέλη αλλά και ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ έχοντας απογοητευθεί πλήρως από το ΠΑΣΟΚ προσχώρησαν σταδιακά στον ΣΥΡΙΖΑ. Δεν χρειαζόταν να είναι κανείς έμπειρος πολιτικά για να διαπιστώσει ότι αυτοί οι άνθρωποι, οι περισσότεροι άνθρωποι της δουλειάς, προσχώρησαν στον ΣΥΡΙΖΑ με ανιδιοτέλεια και διάθεση προσφοράς –και ήταν χιλιάδες. Έκτοτε, συμμετέχουν ενεργά στη ζωή του κόμματος μέσα από τις οργανώσεις του –δεν έχουν απλά εγγραφεί στην ηλεκτρονική πλατφόρμα του κόμματος– και συμβάλουν με την ενεργή παρουσία τόσο στους καθημερινούς αγώνες, στις εκλογικές μάχες καθώς και στη μεγάλη προσπάθεια για οργανωτική ανάπτυξη και διεύρυνση του ΣΥΡΙΖΑ. Επίσης, και αυτό έχει την ιδιαίτερη σημασία του, εκτιμούν τα παλιά μέλη και την ιστορία του κόμματος. Την ιστορία της αριστεράς. Αυτοί δεν αποκαλούν υποτιμητικά τα παλιά μέλη του κόμματος «ΣΥΡΙΖΑ του 3%».
Σε αντίθετη κατεύθυνση κινούνται τα «έμπειρα στελέχη» –ιδιαίτερα αυτά που προσχώρησαν τα τελευταία δυο χρόνια– τα οποία επιχειρώντας εναγώνια να πρωταγωνιστήσουν και πάλι μέσα στις νέες συνθήκες, δεν διστάζουν όχι μόνο να απαξιώνουν τα παλιά μέλη και στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και να αμφισβητούν την ίδια του την ύπαρξη ως αριστερό κόμμα. Δεν κρύβουν τον στόχο τους να μετατρέψουν τον ΣΥΡΙΖΑ σε μια πλατιά δημοκρατική παράταξη –μια νέα εκδοχή του ύστερου ΠΑΣΟΚ άμεσα συνδεδεμένου με τη διεθνή σοσιαλδημοκρατία.
Φαίνεται, μάλιστα, ότι στο άμεσο μέλλον θα γίνουν πιο επιθετικοί, στο βαθμό που το ΚΙΝΑΛ ανακάμπτει, έστω και δημοσκοπικά. Θεωρούν ότι το παιχνίδι δεν παίζεται πλέον μόνο σε ένα γήπεδο. Κάποιοι, λίγοι προς το παρόν, παίρνουν τον δρόμο της επιστροφής. Κάποιοι άλλοι εκτιμούν ότι οι διαδικασίες στο ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ, όπου πρώτα έγινε η εκλογή του πρόεδρου από τα μέλη, τα υποψήφια μέλη και τους φίλους του κόμματος –ένας ακραίος προεδροκεντρισμός ανάλογος των αστικών κομμάτων– και μετά θα ξεκινήσει η συζήτηση για το πρόγραμμα και την πολιτική του κόμματος –διαδικασίες οι οποίες προφανώς δεν έχουν καμιά σχέση με όποιο τύπου αριστερού κόμματος και αν έχει κανείς υπόψη του– αποτελούν πρότυπο διαδικασιών τις οποίες πρέπει να αντιγράψει, ως «υποδειγματικές», και ο ΣΥΡΙΖΑ.

Οι «ανοιχτές» και «υποδειγματικές» διαδικασίες

Βέβαια, εκτός από αυτούς και αυτές που με χυδαιότητες περί «μπράβων» επιχειρούν να επιβάλουν τις απόψεις τους, υπάρχουν και σοβαροί εκπρόσωποι των υποστηρικτών του μετασχηματισμού του ΣΥΡΙΖΑ σε «ένα προοδευτικό πόλο Αριστεράς και Κεντροαριστεράς». Έλκονται μάλιστα από τις διαδικασίες εκλογής προέδρου του ΚΙΝΑΛ.
Ο καθηγητής Α. Λιάκος, μέλος της Επιτροπής Ανασυγκρότησης του ΣΥΡΙΖΑ, σε πρόσφατο άρθρο του στην Εφημερίδα των Συντακτών (9/12/21), υπό το τίτλο «Τι μπορεί να σημαίνει η εκλογή του νέου προέδρου στο ΚΙΝΑΛ;», υποστήριξε αυτές τις «ανοιχτές» διαδικασίες: «Εκείνο πάντως που πρέπει να αναγνωριστεί είναι ότι οι αλλαγές αυτές δεν έγιναν ερήμην των πολιτών αλλά με ανοιχτές διαδικασίες και από αυτήν την άποψη το ΚΙΝΑΛ σε διαδοχικές αναμετρήσεις υπήρξε υποδειγματικό».
Θεωρεί, μάλιστα, ότι οι εξελίξεις στο ΚΙΝΑΛ είναι άμεσα συνδυασμένες με την πορεία μετασχηματισμού του ΣΥΡΙΖΑ: «Το ερώτημα όλων» αναφέρει στο άρθρο του ο Α. Λιάκος «είναι αν η εκλογή Ανδρουλάκη θα σημάνει την (επανα)συγκρότηση ενός σοσιαλδημοκρατικού πόλου. Το ερώτημα αυτό δεν τίθεται χωρίς να τεθεί παράλληλα το ζήτημα γιατί δεν επιτεύχθηκε ο μετασχηματισμός του ΣΥΡΙΖΑ σε έναν προοδευτικό πόλο Αριστεράς και Κεντροαριστεράς στο προηγούμενο διάστημα. Η προσπάθεια είχε πενιχρά αποτελέσματα και λόγω ενός γηρασμένου και επομένως δυσκίνητου και φοβικού κομματικού μηχανισμού και λόγω του γεγονότος ότι το ακροατήριο των λαϊκών στρωμάτων είναι διαφορετικό και από αυτό των μεσαίων (κεντροαριστερών) στρωμάτων. Πρόκειται εν πολλοίς για διαφορετικά ακροατήρια που έχουν διαφορετικές προσδοκίες, ευαισθησίες και μιλάνε διαφορετικά ιδιόλεκτα. Η προσπάθεια συνδυασμού τους θα είχε ανάγκη καθαρών όρων και σαφούς γλώσσας, την οποία κανείς δεν ήταν διατεθειμένος να χρησιμοποιήσει. Στην ελληνική πολιτική κουλτούρα όλα σβήνονται σε μια αμφίσημη συνθηματολογία».
Θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον, και όχι μόνον για τον ΣΥΡΙΖΑ, να προσδιορίσει ο Α. Λιάκος ποιοι είναι ακριβώς αυτοί οι «καθαροί όροι» και ποια είναι η «σαφής γλώσσα» που θα συνδύαζαν τις διαφορετικές προσδοκίες των λαϊκών με αυτές των μεσαίων στρωμάτων. Και βεβαίως τι θα αντικαταστήσει την σημερινή επί του θέματος αμφίσημη συνθηματολογία.
Τελικά, καταλήγει στο άρθρο του ο Α. Λιάκος «Ο,τι και να γίνει, εκείνο που οφείλει να κάνει [ο ΣΥΡΙΖΑ] είναι μην μείνει πίσω από τις γενικότερες τάσεις που είναι, πρώτον, η ανανέωση του προσωπικού του, πράγμα που έχει τονιστεί από πολλούς αναλυτές, και δεύτερον το άνοιγμα των κομματικών διαδικασιών και η υιοθέτηση ανοιχτών εκλογών, δικτυώσεων και διαφοροποιήσεων».
Οι «ανοιχτές» και οι «υποδειγματικές» εκλογές του ΚΙΝΑΛ, όπως και στο παρελθόν οι εσωκομματικές εκλογές του ΠΑΣΟΚ –με τον τότε «θρίαμβο» του Γ. Παπανδρέου με τα γνωστά μετέπειτα θλιβερά αποτελέσματα– και οι αμφιλεγόμενες εκλογές που εξέλεξαν τον Κ. Μητσοτάκη πρόεδρο της ΝΔ, δεν «διασφαλίζουν περισσότερη δημοκρατία» όπως εκτιμά ο Α. Λιάκος. Το αντίθετο.
Αυτή η επίφαση δημοκρατικών διαδικασιών, όπου τον πρώτο και τελευταίο λόγο θα έχει μοιραία ο εκλεγμένος, με «ανοιχτές« εκλογές από τη «βάση», πρόεδρος, δεν είναι το υπόδειγμα της αριστεράς. Είναι η πλήρης άρνηση της.

Τάκης Μαστρογιαννόπουλος

Πηγή: Η Εποχή