Γεννημένοι από το 1987 και μετά, δεν έχουν ζήσει ποτέ εκτός μιας κάποιας κρίσης. Πρώτα η παγκόσμια οικονομική κρίση και μόλις τα απόνερά της φάνηκε πως κάπως μαζεύονται, αντιμετωπίζουν μια νέα – κι αυτή τη φορά πολλαπλή κρίση: υγειονομική και οικονομική και τόσο ευρείες αλλαγές στην κοινωνία, που ίσως σε λίγο καιρό να μιλάμε για αλλαγή υποδείγματος. Παγκόσμιοι οργανισμοί όπως η UNICEF, επιστήμονες από διαφορετικά πεδία, αλλά και ΜΜΕ, από τους New York Times μέχρι την Deutsche Welle, φέρνουν στο προσκήνιο την «GEN C», τη γενιά της πανδημίας.
Είτε μιλάμε για νήπια, είτε για παιδιά του Δημοτικού, είτε για εφήβους και μετεφήβους, οι νέοι άνθρωποι πληρώνουν βαρύ τίμημα λόγω της πανδημίας και των τεράστιων ανατροπών που έχει φέρει στις ζωές τους. Εκτός εκπαιδευτικής διαδικασίας εδώ και έναν χρόνο, εκατομμύρια νέοι άνθρωποι χάνουν όλο το δίκτυο κοινωνικοποίησης και υποστήριξης που διαθέτουν. Ερευνες όπως της UNICEF (15% η κατάθλιψη σε αυτές τις ηλικίες) και του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας (τα δύο τρίτα των νέων 18-29 αντιμετωπίζουν αγχώδεις διαταραχές και κατάθλιψη) αποτυπώνουν μια συνθήκη ζοφερή και παγκόσμια.
Μόλις πριν από έναν μήνα η Deutsche Welle στη Γερμανία παρουσίασε δημοσιογραφική έρευνα για την πίεση που αισθάνονται οι έφηβοι και οι νέοι στη χώρα, αναφέροντας μελέτες σύμφωνα με τις οποίες η ψυχολογική πίεση έχει ενταθεί σημαντικά σε σχέση με την περασμένη άνοιξη, ενώ ένα στα τρία παιδιά στις ηλικίες 7-17 ετών εμφανίζουν μικρές ή μεγάλες διαταραχές της ψυχικής τους υγείας και ένας στους δύο νέους 15-30 δηλώνουν ότι φοβούνται για το μέλλον τους. Στη Μεγάλη Βρετανία τον Φεβρουάριο ορίστηκε ειδικός σύμβουλος της κυβέρνησης για την ψυχική υγεία των παιδιών, ενώ η αρμόδια επίτροπος για τα παιδιά, Ανν Λόνγκφιλντ, που χαρακτηρίζει την πανδημία «σεισμικό γεγονός» για τους νέους, πιέζει να παρέχεται σε κάθε σχολείο ένας σύμβουλος που να χρηματοδοτείται από το NHS, αφού θεωρεί πολύ πιθανό ότι το επίπεδο των υποκείμενων προβλημάτων ψυχικής υγείας θα παραμείνει σημαντικά υψηλότερο, ως αποτέλεσμα της πανδημίας.
Από την Κίνα μέχρι τη Σουηδία κι από τις ΗΠΑ μέχρι τη Γαλλία, οι επιστήμονες στρέφουν όλο και περισσότερο το ενδιαφέρον τους στα παιδιά και τους εφήβους, για τους οποίους στο πρώτο κύμα της πανδημίας -καθώς νοσούσαν λιγότερο- ίσως δημιουργήθηκε η εντύπωση πως υποφέρουν λιγότερο από τις επιπτώσεις της.
«Εναν χρόνο μέσα στην πανδημία COVID-19, όλοι οι δείκτες για την ευημερία των παιδιών πέφτουν», δήλωσε πριν από λίγες μέρες η Henrietta Fore, εκτελεστική διευθύντρια της UNICEF. «Ο αριθμός των παιδιών που είναι πεινασμένα, απομονωμένα, κακοποιημένα, ανήσυχα, ζουν σε συνθήκες φτώχειας και αναγκάζονται να παντρευτούν αυξάνεται συνεχώς. Ταυτόχρονα, η πρόσβασή τους στην εκπαίδευση, στην κοινωνικοποίηση και στις βασικές υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένης της υγείας, της διατροφής και της προστασίας, έχει μειωθεί. Οι ενδείξεις ότι τα παιδιά θα φέρουν τα σημάδια της πανδημίας για τα επόμενα χρόνια είναι αναμφισβήτητες. Τα παιδιά πρέπει να βρίσκονται στο επίκεντρο των προσπαθειών ανάκαμψης κι αυτό σημαίνει να δοθεί προτεραιότητα στο άνοιγμα των σχολείων, σε υπηρεσίες για τα πιο ευάλωτα παιδιά. Μόνο τότε μπορούμε να προστατεύσουμε αυτήν τη γενιά από το να γίνει χαμένη γενιά».
Για τη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας (ILO), πρόκειται για τη «γενιά του λοκντάουν». Η πρόσφατη έρευνα της ILO που διενεργήθηκε στο πρώτο κύμα της πανδημίας, το 2020, σε ένα δείγμα 12.000 ανθρώπων 18-29 χρόνων από 112 χώρες, ανιχνεύει τους κινδύνους που ελλοχεύουν για τους νέους σε όλο το φάσμα της ζωής τους: στην αγορά εργασίας, την εκπαίδευση, την ψυχική ευεξία, τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Τα αποτελέσματα της έρευνας είναι τόσο ηχηρά όσο και απογοητευτικά. Ενας στους δύο νέους παγκοσμίως πιθανότατα αντιμετωπίζει προβλήματα άγχους ή κατάθλιψης, ενώ δηλώνει πως αισθάνεται σπάνια έως καθόλου ηρεμία (35%), αισιοδοξία (31%) ή συντροφικότητα (29%). Οι επιπτώσεις στην εκπαίδευση, η αβεβαιότητα και η απώλεια της εργασίας, σε συνδυασμό με τους υγειονομικούς κινδύνους προκαλούν κραδασμούς στην ψυχική τους υγεία, ειδικά στις χώρες με χαμηλό εισόδημα, ενώ οι νεαρές γυναίκες, άμεσα πληττόμενες από την πανδημία, έχουν κατά 7% περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν κατάθλιψη ή στρες.
Σύμφωνα με τις έρευνες, πέραν του εγκλεισμού και της αναγκαστικής 24ωρης συμβίωσης με τους γονείς (με ό,τι αυτό σημαίνει μέχρι και για τη σεξουαλική ζωή τους), παντού στον κόσμο οι νέοι νιώθουν ότι η ζωή τους έχει μπει στον πάγο και φοβούνται ότι δεν θα πραγματοποιήσουν ποτέ τα όνειρά τους, ενώ το γεγονός ότι είναι οι τελευταίοι στην ουρά για το εμβόλιο μάλλον δεν λειτουργεί ενθαρρυντικά. Είναι ενδεικτική η έρευνα της ΔιαΝΕΟσις «Πώς ζουν οι Ελληνες στην πανδημία», όπου, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε πριν από έναν χρόνο, ένας στους δύο πιστεύει πια πως η χώρα δεν κινείται στη σωστή κατεύθυνση, με τους νέους 17-24 να είναι οι πλέον απαισιόδοξοι και όχι τυχαία, αφού σχεδόν 9 στους 10 δηλώνουν ότι οι ζωές τους «έχουν αλλάξει πάρα πολύ».
Σε πολύ πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς στις ίδιες ηλικίες (17-34), οι ερευνητές ζήτησαν από τους ερωτώμενους να περιγράψουν τα δύο κυρίαρχα συναισθήματά τους «αναλογιζόμενοι/-ες τη σημερινή οικονομική και πολιτική κατάσταση της χώρας». Τα συναισθήματα που κυριαρχούν είναι, με διαφορά, η απογοήτευση (49%), ο θυμός (41%), η αηδία (27%), η απελπισία (25%) και ο φόβος (19%). Μόλις ένα 17% δηλώνει ότι αισθάνεται αισιοδοξία ή ελπίδα και κανένας ενθουσιασμό! Επτά στους δέκα ερωτώμενους απάντησαν ότι η πανδημία τους/τις έπληξε περισσότερο στην ψυχολογία τους. Ακόμα και στη μικρότερη ηλικιακή υποκατηγορία (17-24 ετών), οι έφηβοι και οι μετέφηβοι μιλούν για την επίδραση της πανδημίας στα οικονομικά τους (16%).
Μαρτυρίες για τον ψυχολογικό αντίκτυπο στις τρυφερές ηλικίες
«Η δική μου η γενιά, έχω καταλήξει, δεν έχει επηρεαστεί τόσο όσο τα παιδιά και οι έφηβοι», μας λέει η Χριστίνα. Μητέρα δύο παιδιών στην εφηβεία, βλέπει από πολύ κοντά τις επιπτώσεις που έχει η πανδημία στην καθημερινότητά τους, από την εκπαίδευσή τους μέχρι τον ψυχολογικό αντίκτυπο. Οι δύο έφηβες κόρες της περνούν όλο τους τον χρόνο μπροστά από έναν υπολογιστή ή διαβάζουν. «Δεν βγαίνουν, δεν αλλάζουν παραστάσεις, δεν αποφορτίζονται. Είναι πάρα πολύ κουρασμένες. Εγώ έχω πάρα πολλές αναμνήσεις από αυτά τα χρόνια, δεν θα ισχύει το ίδιο γι’ αυτά τα παιδιά».
Η κόρη της, η Πηνελόπη, είναι στο έσχατο σημείο της κούρσας που λέγεται Πανελλήνιες. Δύο μήνες πριν από την έναρξη των εξετάσεων, αναπολεί την ανεμελιά του περσινού λοκντάουν, όταν πήγαινε ακόμη στη Β’ Λυκείου. «Τότε μου άρεσε, ένιωθα ότι δεν χρειάζεται να κάνω τίποτα.
Τώρα κλείνω έντεκα ώρες μπροστά από τον υπολογιστή», μας λέει. Η διαρκής ενασχόλησή της με τα μαθήματα συνοδεύεται από την αίσθηση πως χάνεται ένα ουσιαστικό κομμάτι των εμπειριών της. «Είχα μια αλληλεπίδραση με τους φίλους μου, με την τάξη, τώρα κάνω συνέχεια το ίδιο πράγμα, τις ίδιες κινήσεις όλη τη μέρα, μπαίνω στον υπολογιστή. Τελειώνω φροντιστήριο στις 11 το βράδυ. Μου λείπει όλο το κομμάτι τού έξω, τα πάρτι, οι καφέδες, η πενταήμερη εκδρομή. Συμβιβαζόμαστε, αλλά τόσο εγώ όσο και οι φίλες μου δύσκολα το αντιμετωπίζουμε».
Το στρες των Πανελληνίων σε συνδυασμό με την επιβαρυμένη ψυχολογία τους εντείνεται όταν σε περίοδο πανδημίας επικρατεί η ανασφάλεια για το τι θα γίνει στο μέλλον. «Είμαι αγχωτικός άνθρωπος γενικά, σχεδόν πάντα, ακόμη και όταν γράφω ένα τεστ στο φροντιστήριο. Εχω πολλά νεύρα, μπορεί να κράζω τους δικούς μου χωρίς λόγο στο σπίτι. Θα προσπαθήσω να βγω μια φορά μέσα στο Σαββατοκύριακο, αλλά μου στοιχίζει η έλλειψη κοινωνικής επαφής. Δεν γίνεται να μη βγαίνεις. Θα πρέπει να ξελασκάρει λίγο το μυαλό σου».
Η Μαίρη είναι δασκάλα. Φέτος έχει αναλάβει την Πέμπτη Δημοτικού. Προσπαθεί να βρει τις ισορροπίες μεταξύ της εκπαίδευσης και της ψυχολογικής στήριξης των μαθητών της. Στο Δημοτικό, μας λέει, συνδυάζεται η καλή ψυχολογία με το γνωστικό κομμάτι της μάθησης. «Πατάμε πάνω στη σύνδεση που αναπτύσσουμε με τα παιδιά. Τα τελευταία χρόνια ειδικά, έχουμε παιδιά πρόσφυγες, παιδιά με ετερότητες, και ποντάρουμε στο να νιώθουν καλά και ασφαλή», μας λέει. «Σκέφτομαι τα προσφυγάκια και τα παιδιά Ρομά. Φέτος, τα τελευταία μάς ήρθαν τέλη Oκτώβρη γιατί ήταν σε λοκντάουν. Τα παιδιά μάλιστα που στο σπίτι δεν έχουν κάποιον γιατί οι γονείς δουλεύουν και δεν τα επιβλέπουν μένουν ευκολότερα εκτός της εκπαιδευτικής διαδικασίας».
Τα παιδιά, λέει η Μαίρη, έχουν τις κεραίες για να καταλάβουν τι συμβαίνει, δεν είναι ανάγκη να ακούσουν κάτι από τους γύρω τους ούτε να δουν ειδήσεις. «Είτε πρόκειται για περιπτώσεις πένθους ή διαζυγίου, πάντα τα παιδιά δέχονται τις αρνητικές επιπτώσεις. Αυτό είναι συνήθως κάτι παρεμφερές, αλλά σε αυτή τη θέση είναι η πανδημία. Καταλαβαίνεις από αυτά που λένε και συζητούν ότι δεν είναι δικές τους κουβέντες. Μου λένε “παλιά ο πατέρας μου δούλευε, τώρα όχι, και μας απασχολεί αυτό”. Τα συζητούν και βιώνουν την πανδημία ως τραυματική εμπειρία.
Στην αρχή το πήραν λίγο στον χαβαλέ, στην πορεία όμως κουράστηκαν, η κλεισούρα τούς επηρεάζει. Το “γεια σας” με το που κλείνουν την κάμερα είναι εντελώς διαφορετικό τον τελευταίο καιρό. Η βαρεμάρα, η αγωνία για την επόμενη μέρα αλλά και ενθουσιασμός όταν τους δώσεις κάτι πρωτότυπο, ένα έναυσμα, είναι τα κυρίαρχα συναισθήματα».
«Πώς το έλεγε η Γερτρούδη Στάιν; Χαμένη Γενιά; Ε, η ιστορία κάνει τον κύκλο της». Η Δώρα, φοιτήτρια σε σχολή της επαρχίας, επέστρεψε στην Αθήνα για να περάσει την καραντίνα στο πατρικό της. Δεν άργησε να βρει δουλειά σε μια εταιρεία τηλεπικοινωνιών για να βοηθήσει τους γονείς της που δουλεύουν στον πολύπαθο φέτος κλάδο του τουρισμού. Οσο τα πανεπιστήμια μένουν ξέπνοα από φοιτητική ζωή, η Δώρα χάνεται μεταξύ δουλειάς και πανεπιστημιακών πρότζεκτ στη δίνη του άγχους. «Τον Μάρτιο νομίζαμε πως μπορούμε να ανταποκριθούμε στην πρόκληση, αλλά κάθε μέρα μού φαίνεται όλο και δυσκολότερο να ανταποκριθώ. Κάνω μια μαλακία δουλειά, μέσα σε τέσσερις τοίχους, με τον υπολογιστή επί 8 ώρες μπροστά μου.
Οταν δεν δουλεύω, παρακολουθώ μαθήματα στη σχολή. Δεν είναι απλά μια πανδημία, για μένα είναι μια επιδημία ψυχολογικής κατάπτωσης. Δεν είχα ποτέ ψυχολογικά προβλήματα. Σταδιακά και όσο συνεχιζόταν ο εγκλεισμός, άρχισα να αγχώνομαι όλο και περισσότερο, πάθαινα κρίσεις πανικού και συνειδητοποίησα πως τα πρώτα μου φοιτητικά χρόνια τα περνάω μέσα στο σπίτι, δουλεύοντας, χωρίς καμία ελπίδα πως τα πράγματα θα αλλάξουν σύντομα. Ολοι κατά μία έννοια πενθούμε αυτό το διάστημα, το βλέπω και από τις φίλες μου όταν μιλάμε μέσω κάμερας, πάντα μέσω κάμερας. Προσπαθώ να συνεχίζω να δουλεύω, να γράφω, να εξελίσσομαι, να είμαι λειτουργική, αλλά ώρες ώρες νιώθω σαν ρομπότ».
Στα 24 και επί πτυχίω φοιτητής Γεωπονικής, ο Κώστας είναι από τους τυχερούς. Δεν χρειάζεται να ανησυχεί για λογαριασμούς που λήγουν ούτε για την επόμενη πληρωμή του ενοικίου. Κι όμως δείχνει κουρασμένος. Σε λίγους μήνες τελειώνει τις σπουδές του, αλλά βλέπει ένα μέλλον με μελανά χρώματα: «Αυτό το παραμυθάκι πως ένα καλό βιογραφικό θα σταθεί στην αγορά εργασίας έχει διαψευστεί χρόνια τώρα, ειδικά για μια γενιά που θεωρείται από πολλούς μορφωμένη και καταρτισμένη. Οι περισσότεροι θα είμαστε εργασιακά καταδικασμένοι, χωρίς να μπορούμε να υλοποιήσουμε τα όνειρά μας. Φαίνεται πως τίποτα δεν δουλεύει σωστά, δεν ξέρουμε τι θα μας ξημερώσει».
Οσο η διαρκής αβεβαιότητα παρεισφρέει στις ζωές εκείνου και των συνομηλίκων του, ο Κώστας βρέθηκε δίπλα σε χιλιάδες άλλους διαδηλωτές που κατέκλυσαν τους δρόμους της Αθήνας αψηφώντας τα κυβερνητικά μέτρα και διεκδικώντας αξίες που για τους περισσότερους ήταν κατοχυρωμένες. «Είτε πρόκειται για τον Κουφοντίνα είτε για την πανεπιστημιακή αστυνομία, προσπαθούμε να επικαλεστούμε βασικές δυτικές αξίες, ένα κράτος δικαίου, για να διατηρήσουμε κάποια προσχήματα στον κόσμο που ζούμε.
Βλέπω συμφοιτητές μου που δεν ήταν σε καμία περίπτωση πολιτικοποιημένοι ή ευαισθητοποιημένοι κοινωνικά, που υπό “νορμάλ” συνθήκες πήγαιναν να κάνουν το μάθημά τους και έφευγαν, να συμμετέχουν στις φοιτητικές διαδηλώσεις. Δεν πρόκειται, λοιπόν, μόνο για δική μου ανησυχία, βλέπω ότι επικρατούν αμφισβήτηση και έλλειψη εμπιστοσύνης προς το σύστημα, ακόμα και από εκείνους που θεωρούσαν ότι το σύστημα είναι εκεί για να προστατεύει», επισημαίνει.
Δανάη Κολτσίδα: Η πανδημία και οι συνέπειές της εγγράφονται στη συνείδηση των νέων και επηρεάζουν την πολιτικοποίησή τους
Για κάθε γενιά, τα βιώματα που μοιράζεται σε νεαρή ηλικία, τότε που συγκροτούνται οι πολιτικές και άλλες ταυτότητες, είναι καθοριστικά. Πολύ περισσότερο σε κρίσεις όπως η σημερινή. Συνήθως βέβαια τα καθοριστικά γεγονότα δεν γίνονται άμεσα αντιληπτά ως τέτοια.
Ακόμα και όταν έχουν χαρακτήρα έκρηξης, όπως ο Μάης του ’68, η εξέγερση του Πολυτεχνείου ή ο δικός μας Δεκέμβρης του 2008. Ομως αφήνουν βαθιά αποτυπώματα. Και είναι εμφανές ότι η πανδημία και οι συνέπειές της εγγράφονται στη συνείδηση των νέων και επηρεάζουν την πολιτικοποίησή τους. Το καταγράφουμε στις έρευνες, αλλά το βλέπουμε και στον δημόσιο χώρο, με τη νέα γενιά να πρωτοστατεί στην κοινωνική διαμαρτυρία της περιόδου.
Η έρευνα του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς για τη νεολαία αναδεικνύει ότι πρόκειται για μια γενιά αντιφάσεων. Με συσσωρευμένες δυσκολίες, ως κληρονομιά της υπερδεκαετούς κρίσης, αλλά και με αξιοθαύμαστες αντιστάσεις. Μια γενιά πολιτικοποιημένη με τον δικό της τρόπο, ενεργή και ανήσυχη, που αναζητά διεξόδους όχι μόνο ατομικά, αλλά και μέσω της συλλογικότητας.
Συγκρίνοντας τη φετινή έρευνα με εκείνη του 2020, αναδεικνύεται ότι η πανδημία έχει επιδεινώσει και τους υλικούς και τους ψυχολογικούς όρους της ζωής των νέων, διαμορφώνοντας τη βάση για την κυριαρχία αρνητικών συναισθημάτων – κυρίως απογοήτευσης και θυμού. Ωστόσο, δεν έχει κάμψει το ενδιαφέρον των νέων για τις κοινωνικές εξελίξεις και την πολιτική, απέναντι στην οποία τοποθετούνται κριτικά, αλλά από σαφώς προοδευτικές και αριστερές θέσεις.
Στην έρευνά μας ρωτήσαμε τη γνώμη των νέων για τις πρόσφατες κυβερνητικές αποφάσεις γύρω από την εκπαίδευση, τα επαγγελματικά δικαιώματα, αλλά και την αύξηση της στρατιωτικής θητείας. Είναι εντυπωσιακή η οριζόντια απόρριψη –ακόμα και με πολύ υψηλά ποσοστά– του συνόλου των πρωτοβουλιών αυτών. Πρόκειται λοιπόν για μια πολιτική που χαράσσεται ερήμην τους και κόντρα στις διαμαρτυρίες τους. Δεν είναι τυχαίο ότι στην πρόσφατη διαδικτυακή μας εκδήλωση αναφέρθηκε ότι σε διάφορες έρευνες, αυτό που καταγράφεται ως κυρίαρχο αίσθημα στους νέους είναι ότι «δεν μας ακούνε».