Macro

Τα μούτρα που τρώγονται

Από παιδιά μια λέξη στα αυτιά, μια λέξη στο μυαλό, μια προειδοποίηση, μια προσταγή: «Πρόσεχε». Πρόσεχε. Θα χτυπήσεις. Θα πονέσεις. Μην τρέχεις. Μείνε εκεί που είσαι. Μείνε στο ίδιο ακριβώς σημείο. Μην κουνιέσαι. Καθηλώσου. Έτσι θα είσαι ασφαλής. Έτσι κανείς δεν θα πονέσει. Ούτε εσύ ούτε εκείνοι που έχουν την ευθύνη σου. Έτσι κανείς δεν θα φταίξει. Έτσι όλα θα πάνε καλά. Υπακούς. Προσέχεις. Δεν τρέχεις. Δεν σκαρφαλώνεις. Δεν χάνεις την ισορροπία σου. Δεν πέφτεις κάτω. Δεν νιώθεις πόνο. Δεν τρως τα μούτρα σου. Τα μούτρα σου παραμένουν αφάγωτα. Κουβαλάς ακόμη τα πρώτα – πρώτα μούτρα που είχες. Οι δεκαετίες περνάνε με μούτρα παιδιού πάνω σε σώμα εφήβου, νέου, λιγότερο νέου, μεσήλικα, ηλικιωμένου, υπερήλικα. Μέσα στο φέρετρο δίνουν τον τελευταίο ασπασμό στο παράταιρο παιδικό πρόσωπο σου, που βρίσκεται κολλημένο στο κουστουμαρισμένο πεθαμένο σου κορμί. Ο θάνατος ήρθε και πήρε τη θέση όχι της ζωής, αλλά της αζωίας. Μικρότερο το κακό άρα. Δεν κέρδισε τίποτα που δεν είχε ήδη κερδηθεί, δεν χάθηκε τίποτα που δεν είχε ήδη χαθεί. Όλα πήγαν όντως καλά. Κάθε ενδεχόμενο πόνου είναι πλέον αδύνατο, κανείς φόβος δεν μπορεί πλέον να πραγματοποιηθεί. Τα μούτρα σου θα φαγωθούν τώρα πρώτη και τελευταία φορά απ’ τα σκουλήκια.

Όταν δεν τρως εν ζωή τα μούτρα σου, όταν δεν βάζεις ολόκληρο το πρόσωπό σου στο πιάτο και δεν το κόβεις στα εξ ων συνετέθη, μάτια, μύτη, αυτιά, να τα δοκιμάσεις ένα – ένα για να δεις από τι ήταν φτιαγμένα τα όργανα με τα οποία αντιλαμβανόσουν ως τώρα τον κόσμο και τι γεύση έχει η αντίληψή τους, όταν δεν κοιτάξεις κατάματα τη διάταξη του προς βρώση προσώπου σου πριν το κόψεις ώστε να καταλάβεις αν είναι σχηματισμένο έτσι ή αλλιώς, ώστε να δεις τη μορφή του και να καταλάβεις πώς είναι δυνατόν να σε λένε όμορφο και τι ακριβώς βλέπουν, τότε εσύ θα συνεχίσεις μια ζωή να ξέρεις ότι δεν είσαι, θα συνεχίσεις βασικά μια ζωή να ξέρεις ότι δεν πολυέχεις πρόσωπο, ότι το πρόσωπό σου δεν έχει σημασία, ότι το έξω σου δεν έχει σημασία, ότι τίποτα το εξωτερικό δεν έχει σημασία, αφού τελικά όλα μα όλα κι ό,τι μα ό,τι ζούμε βρίσκεται στο μυαλό μας, εκεί διαδραματίζονται όλα, εκεί είναι το αληθινό μας σπίτι, εκεί ο μόνος αληθινός κόσμος.

Kαι κάπως έτσι είσαι και δεν είσαι εδώ. Είσαι εδώ και βρίσκεσαι κάπου στο απομακρυσμένο σου μυαλό. Έχεις απομακρυνθεί πάρα πολύ από ό,τι μπορεί να σε χτυπήσει, από ό,τι μπορεί να σε πονέσει, η ασφάλεια που νιώθεις είναι ακριβώς η απόσταση ασφαλείας που έχεις πάρει από σένα, η απόσταση ασφαλείας από τον εαυτό σου, έχεις βρεθεί σε μια θέση τόσο μακρινή που, ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι θα το ήθελες, δεν είσαι σε θέση να πέσεις. Ο αποτελεσματικότερος τρόπος αποφυγής του πόνου είναι να μην είμαστε αληθινά παρόντες. Να διεκπεραιώνουμε τα του εδώ με το μικρότερο δυνατό κομμάτι του μυαλού μας. Με το άλλο να ταξιδεύει.

Κι όταν έχεις βρεθεί τόσο μακριά, δεν μπορείς να δεις το πρόσωπό σου μέσα από κανέναν καθρέφτη αυτογνωσίας. Όταν έχεις βρεθεί τόσο μακριά, δεν μπορείς καν να δεις το πρόσωπό σου μέσα από τα βλέμματα των άλλων. Όταν έχεις βρεθεί τόσο μακριά, το όχημα για να σε μετακινήσει να δεις το πρόσωπό σου μπορεί να είναι μόνο ένα άλλο πρόσωπο. Μόνο εκεί, στο πιο μυστηριώδες από όλα τα μυστήρια της ανθρώπινης συνείδησης, υπάρχει ο σπόρος και η δυνατότητα της επιστροφής σου σε σένα.

Προσέχεις ξανά. Μια άλλου τύπου προσοχή. Μια άλλου τύπου καθήλωση. Ο έρωτας για ένα άλλο πρόσωπο. Καθηλώνεσαι σε αυτό που εκπέμπει. Προσπαθείς να καταλάβεις τι το τόσο διαφορετικό έχει η δική του εκπομπή. Δεν θα καταλάβεις ποτέ. Υπάρχουν βέβαια εξηγήσεις, μπορείς να απομονώσεις στοιχεία, μπορείς να απαριθμήσεις λόγους. Οι εξηγήσεις θα φτάνουν μέχρι ένα σημείο. Από εκείνο το σημείο και πέρα ξεκινά ό,τι είναι κρίσιμο στον έρωτα. Από ό,τι δεν μπορεί να ερμηνευθεί, απ’ ό,τι δεν μπορεί να κατηγοριοποιηθεί. Γιατί ερωτευόμαστε τον άλλον; Επειδή είναι αλλιώς. Αλλιώς απ’ όλους τους άλλους. Αλλιώς ίσως κι από μια διαφορετική εκδοχή του ίδιου. Από μια διαφορετική χρονική εκδοχή: ίσως στην εκδοχή του πριν πέντε ή δεκαπέντε χρόνια να μην τον ερωτευόμαστε, ίσως σήμερα είναι που έχει διαμορφωθεί έτσι ο χαρακτήρας του ώστε αυτό που εκπέμπει να μας καταλύει. Ή από μια άλλη εξωτερική εκδοχή του: ίσως αν η χωροταξία του προσώπου του ήταν ελάχιστα κι αδιόρατα διαφορετική, η απόχρωση των ματιών του ελάχιστα κι αδιόρατα διαφορετική, το ηχόχρωμα της φωνής του ελάχιστα κι αδιόρατα διαφορετικό, αυτός να μην ήταν στα μάτια μας αλλιώς, αυτός να ήταν στα μάτια μας σαν όλους τους ανθρώπους.

Πρόσεξέ με. Τρέξε σε μένα. Σκαρφάλωσε στο πρόσωπό μου. Χάσε την ισορροπία σου. Πέσε. Φάε τα μούτρα σου. Τα παλιά σου μούτρα δεν έχουν πια θέση εδώ. Είτε το θες είτε όχι, εφεξής το πρόσωπό σου αλλάζει, είτε το θες είτε όχι, δεν είσαι πια το ίδιο πρόσωπο, είτε το θες είτε όχι, έχει αναδιαταχθεί όχι μόνο η εξωτερική σου μορφή αλλά και η θέση σου μέσα στον κόσμο, το βλέμμα σου πάνω στον κόσμο.

Ίσως για αυτό ο έρωτας ή είναι συνολικός υπαρξιακός κλονισμός ή δεν είναι αληθινός έρωτας. Γιατί ο αληθινός έρωτας δεν εξαντλεί τη δικαιοδοσία του ως προς το πως νιώθεις για τον άνθρωπο που ερωτεύεσαι, αλλά την επεκτείνει στο πως τοποθετείσαι απέναντι στο νόημα της ζωής. Σε κάνει δηλαδή να χωνέψεις ότι η θεμελιωδέστερη επιλογή είναι αν θα ζήσουμε τη ζωή μας νιώθοντας όσο περισσότερο γίνεται ή νιώθοντας όσο λιγότερο γίνεται, αν θα ζήσουμε τη ζωή μας ανοικτοί κι εκτεθειμένοι ή περίκλειστοι και κρυμμένοι, αν θα ζήσουμε με κριτήριο το φόβο μην συμβεί κάτι κακό ή με την σιγουριά πως το μεγάλο κακό είναι να φοβάσαι να ζήσεις, να νιώσεις, να πονέσεις, να ευτυχήσεις.

Old Boy

Πηγή: Η Αυγή