Macro

Τα μακρά και τα βραχέα

Στον βραχύ πολιτικό χρόνο, ο Εμανουέλ Μακρόν είναι ο νικητής των γαλλικών προεδρικών εκλογών. Τη νίκη του ωστόσο δεν τη χρωστάει στην αίγλη του προγράμματός του, σε ό,τι τέλος πάντων παρουσιάστηκε βιαστικά σαν πρόγραμμα στο ενδιάμεσο των δύο γύρων, όταν τα ποσοστά έκαμψαν τον αριστοκρατικό προεδρικό εγωισμό. Η ανάγκη του Μακρόν να αντλήσει νέες ψήφους από τη μεγάλη δεξαμενή της «Ανυπότακτης Γαλλίας» του Ζαν-Λικ Μελανσόν τον έπεισε να στραφεί κάπως απότομα στη ρητορική της προσήνειας και να επενδύσει σε δύο έννοιες που είναι της μόδας διεθνώς: στην ενσυναίσθηση και στη συμπερίληψη. Πρόσθεσε έτσι ορισμένα οικολογικά στοιχεία στο υποσχεσιολόγιό του και δεσμεύτηκε (όσο δεσμευτικές είναι οι προεκλογικές θηρευτικές δηλώσεις και οι πρώτες πρώτες της ευφορίας) ότι στη δεύτερη πενταετία του θα επιχειρήσει να αναιρέσει την κατάτμηση της χώρας του, εξαιτίας της πολιτικής του, σε κάμποσες Γαλλίες. Ή έστω να αμβλύνει τις βαριές συνέπειές της για τους ασθενέστερους.
 
Και στην τωρινή αναμέτρηση, ο Μακρόν υπήρξε η αναγκαστική επιλογή της δημοκρατικής συμπαράταξης. Το μέτωπο αυτό αντέδρασε αυθόρμητα στην ακροδεξιά απειλή, χωρίς να έχει ανάγκη τις συμβουλές των κομματικών αρχηγών. Αυτό συμβαίνει κάθε φορά, και όχι μόνο στη Γαλλία, που το κοινωνικό σώμα έρχεται αντιμέτωπο με το δίλημμα που του θέτει στην κορύφωσή της η προσωποποιημένη σύγκρουση: «λιγότερο κακό» εναντίον «κακού». Στις νικητήριες δηλώσεις του ο Μακρόν έδειξε να κατανοεί πού χρωστάει τη νίκη του. Ισως επειδή οι κοινοβουλευτικές εκλογές του Ιουνίου τού στερούν το δικαίωμα στις αυτοπροσωπολατρευτικές ψευδαισθήσεις και του υπαγορεύουν τη μετριοπάθεια και το συναινετικό στυλ.
 
Ούτε στον μακρό πολιτικό χρόνο υπάρχει το παραμικρό περιθώριο για ψευδαισθήσεις. Η Μαρίν Λεπέν ηττήθηκε, όμως το 41,46% που απέσπασε στον δεύτερο γύρο, περίπου είκοσι μονάδες πάνω από το 23,15% του πρώτου, προέκυψε επειδή προστέθηκαν στο ταμείο της πέντε εκατομμύρια ψήφοι. Παρά τα σκάνδαλα που τη βαραίνουν και παρά τον αντιευρωπαϊσμό, τον φιλοπουτινισμό και τον φιλοορμπανισμό της, το δήθεν πατροκτονικό προσωπείο της τής έδωσε ένα ποσοστό που την καθιστά ηγέτιδα της παγκόσμιας Ακροδεξιάς και απειλή διαρκείας. Αν η αποκατάσταση της κοινωνικής δικαιοσύνης «παγώσει» έως την προεκλογική περίοδο του 2027, ο λεπενισμός, στην τρίτη ρεβάνς πια, ίσως πετύχει ό,τι απεύχονται από το 2002 όλοι οι δημοκράτες.
 
Παντελής Μπουκάλας