Macro

Τα κόμματα αναζητούν στρατηγικές

Η υγειονομική κρίση, βαθμιαία, αποσύρεται, αλλά η οικονομική έχει ήδη εγκατασταθεί για τα καλά και δεν γνωρίζουμε ακόμη τις διαστάσεις της, βάθος, εύρος, και – ιδίως για την ελληνική περίπτωση – διάρκεια. Εν τω μεταξύ, στις Βρυξέλλες η συγκεκριμενοποίηση των μέτρων που θα προταθούν καθυστερεί λόγω των διαφωνιών που παραμένουν ακέραιες. Δύσκολα πράγματα …

Η κυβέρνηση ροκανίζει χρόνο

Η κυβέρνηση, γενικώς, ροκανίζει χρόνο όχι μόνο για να δει πώς πορεύεται η οικονομία αλλά και για να δει πώς διαμορφώνονται οι αποφάσεις στις Βρυξέλλες. Αλλά όσο προχωρά ο χρόνος, επιδεινώνονται τα οικονομικά μεγέθη και η ανεργία αυξάνει ραγδαία, αντιμετωπίζει το ερώτημα τι κόστος είχε η μη αποδοχή όσων πρότεινε ο ΣΥΡΙΖΑ με το «μένουμε όρθιοι».
Οι πολιτικές που πιέζεται να ακολουθήσει, όμως, είναι αντίπαλες. Για το μείγμα πολιτικής που πρέπει να υιοθετήσει υπάρχουν διαφορές και στο εσωτερικό της. Ήδη, γράφονται άρθρα εναντίον του υπουργού Οικονομικών στον φιλικό της Τύπο, διότι, θεωρούν, ότι είναι ενδοτικός, δέχεται αιτήματα διαφόρων κλάδων. Το μείγμα που θα επιλέξει συνδέεται και με τις εκλογές, κάτι καθόλου απλό. Εντονότατες διαφωνίες μέσα στη ΝΔ για τις εκλογές, με τον κ. Κ. Μητσοτάκη να μην έχει αποφασίσει.
Δημοσίως, πολλοί στη ΝΔ παραδέχονται ότι χειροτερεύουν οι συνθήκες και είναι τέτοιες που ευνοούν τον ΣΥΡΙΖΑ. Είναι ο δρόμος του προς την εξουσία λένε. Και τον δαιμονοποιούν προσπαθώντας να αναζωογονήσουν το αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο. Δαιμονοποίηση, όμως, που, στη συνείδηση της κοινωνίας, δεν γίνεται αποδεκτή εύκολα. Ο ΣΥΡΙΖΑ με τη στάση του στην υγειονομική κρίση και τις προτάσεις του για την εργασία και την οικονομία, την κινητοποίησή του για παιδεία, περιβάλλον, πολιτισμό έχει εμπεδώσει μια φυσιογνωμία αντιπολίτευσης που προκαλεί ρήγματα στο αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο. Αντίθετα, τα δείγματα αλαζονείας και νοοτροπίας του «δυο μέτρα και δυο σταθμά» πολλαπλασιάζονται στη ΝΔ. Τελευταίας σοδειάς είναι η δήλωση του κ. Σκέρτσου και τα εγκαίνια του κ. Μπακογιάννη στην Ομόνοια.
Εν τω μεταξύ, όλες οι δημοσκοπήσεις συμφωνούν ότι το ενδιαφέρον των πολιτών μετατοπίζεται. Έρευνα του Πανεπιστημίου του Αιγαίου καταγράφει ότι στο ερώτημα για τον «πιο σημαντικό κίνδυνο της πανδημίας», το 56% απαντούν «η ανεργία και η φτώχια» έναντι 26,7% που απαντούν «η προσβολή από τον κορωνοϊό». Επίσης, το 19% κρίνει τη σημερινή κατάσταση πολύ αρνητικά και το 35% αρνητικά, το 13% με επιφύλαξη και μόνο το 5,6% σαν μια ευκαιρία.

Αναζητήσεις τακτικής και στον ΣΥΡΙΖΑ

Αποτελεσματική και ουσιαστική αντιπολίτευση αναζητάει και ο ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία. Το ότι στη ΝΔ εκφράζονται φόβοι ότι η επόμενη περίοδος, των οξυμένων κοινωνικών προβλημάτων, ευνοεί την αξιωματική αντιπολίτευση δεν σημαίνει ότι τα πράγματα γι’ αυτή λειτουργούν αυτόματα. Κάθε άλλο. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πολύ δρόμο, χρειάζεται πολλή δουλειά για να συγκροτήσει πρόγραμμα και τακτική που να εμπνεύσουν τις δυνάμεις του και να δίνουν ελπίδα στην πλειοψηφία της κοινωνίας. Η εμπειρία από την υποδοχή των προτάσεων «μένουμε όρθιοι», ιδίως οι διαβουλεύσεις κεντρικά και στις περιφέρειες, είναι θετική και πρέπει να συνεχίσουν. Η ανακοίνωση της νέας δέσμης προτάσεων τις επόμενες μέρες θα είναι ένα δεύτερο, πιο απαραίτητο, βήμα.
Τρία – τέσσερα σημεία από την πρόσφατη διαδρομή του θα μπορούσαν να είναι το έδαφος όπου θα εργαστεί. Η στάση του, πχ, κατά την υγειονομική κρίση, μαζί με την εργασία που είχε γίνει στο ΕΣΥ είναι σημαντικό πεδίο, διότι ως μέτωπο θα είναι ενεργό άμεσα. Η πρότασή του για την άμβλυνση των συνεπειών της ύφεσης με το «μένουμε όρθιοι», σε συνδυασμό με τη θωράκιση της χώρας λόγω «μαξιλαριού» και ρύθμισης χρέους – καρποί της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησής του – είναι ακόμη ένα πεδίο. Η δυνατότητα σύγκρισης των δυο πολιτικών για την οικονομία και ιδίως την ανεργία λόγω της ραγδαίας επιδείνωσης των μεγεθών, δεν είναι, επίσης, μικρής σημασίας.
Κανένα από τα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας δεν επιδέχεται εύκολες λύσεις. Η εμπειρία των φαύλων κύκλων της πολιτικής του δικομματισμού είναι ζώσα. Αφορά τα εσωτερικά θέματα, αφορά όμως και τα προβλήματα που συνδέονται με τις εξωτερικές σχέσεις της χώρας. Και εδώ χρειάζεται βαθιά γνώση, ισορροπία και σύνεση από πλευράς ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία. Δεν νομίζω πχ, ότι η τελευταία παρέμβασή μας που επικρίνει την αναβολή της άσκησης «Καταιγίδα» – και η τουρκική πλευρά ανέβαλε, επίσης, μια δική της – λόγω της υπόνοιας ότι αυτό δεν ήταν λόγω κορωνοϊού αλλά χειρονομία προς την Τουρκία εκφράζοντας μάλιστα και ανησυχία ήταν στη σωστή κατεύθυνση. Το αντίθετο. Εκτός και αν δεν ήταν επιλογή αντιπολίτευσης αλλά αντανάκλαση ενός άστοχου κλίματος. Οδηγός υπάρχει και αυτός προέκυψε από την πορεία προς τη συμφωνία των Πρεσπών.

 

ΟΙ ΔΥΟ ΟΠΤΙΚΕΣ ΣΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ
Ανεργία, απασχόληση, μισθοί

Οι δυο οπτικές, οι δυο προτάσεις πολιτικής για την ανεργία, την απασχόληση, τους μισθούς αποκαλύφθηκαν τις προηγούμενες μέρες με όλες τους τις αποχρώσεις. Οι ανακοινώσεις ΙΝΕ/Γ.Σ.Ε.Ε. και ΣΕΒ, οι παρεμβάσεις πολιτικών στελεχών της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ φώτιζαν από την πολιτική πλευρά τις εξελίξεις. Από πουθενά, ωστόσο, δεν επιχειρήθηκε εξωραϊσμός και αυτό είναι το ακριβές μέτρο για το βάθος της ύφεσης και των συνεπειών της.
Το ΙΝΕ εκτιμά: «Τα αμέσως επόμενα τρίμηνα η ελληνική οικονομία θα βρεθεί σε μια νέα φάση ύφεσης. Και το ερώτημα είναι πόσο γρήγορα αυτή τη φορά –ύστερα από μια μακρά και τραυματική περιπέτεια κρίσης και ύφεσης– θα καταφέρει να μεταβεί σε κατάσταση σταθερότητας και μεγέθυνσης». Τα τρία σενάρια ύφεσης 10%, 7%, 4% οδηγούν σε αντίστοιχα νούμερα ανεργίας 21,6%, 20,3% και 19,02%. Διατυπώνει την άποψη ότι αυτό θα κριθεί από την αποτελεσματικότητα των πακέτων στήριξης της οικονομίας.
Είναι εύλογο να επικεντρώνει την προσοχή του στο πόσο στοχευμένη θα είναι η στήριξη των επενδύσεων και της κατανάλωσης κάτι που θα εξαρτηθεί από το μέγεθος της ενίσχυσης των νοικοκυριών, ειδικά των ευάλωτων και όσων έχουν πληγεί περισσότερο από την ύφεση και των επιχειρήσεων που κινδυνεύουν με λουκέτο. Επισημαίνει, επίσης, ότι «η οικονομία θα βρεθεί για μια ακόμη φορά αντιμέτωπη με τους χρόνιους αναπτυξιακούς, μακροοικονομικούς και δημοσιονομικούς περιορισμούς της» και ανάλογα με την αντίδραση της πολιτικής, κυρίως, στις εξελίξεις της εργασίας δεν παραλείπει να σημειώσει τον κίνδυνο για «παρατεταμένη περίοδο ύφεσης και στασιμότητας». Επισημαίνει, τέλος, ότι «η νέα οικονομική και κοινωνική πρόκληση απαιτεί την ταχύτερη δυνατή διαμόρφωση συνθηκών μετάβασης της οικονομίας σε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο δίκαιης και βιώσιμης ανάπτυξης».
Ο ΣΕΒ, αντίθετα, στο μηνιαίο δελτίο του έδωσε την έμφαση στην ανάγκη για αναδιάρθρωση, στη μετά τον κορωνοϊό εποχή, του παραγωγικού μοντέλου ώστε η οικονομία να μην εξαρτάται σε τόσο μεγάλο βαθμό από τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τον τουρισμό και να μην είναι ευάλωτη. Να προχωρήσουν οι μεταρρυθμίσεις και να μειωθεί το ενεργειακό και μη μισθολογικό κόστος. Είναι οι πάγιες θέσεις του ΣΕΒ.
Ο ΣΕΒ, όμως, προχωρά και προειδοποιεί: «Εάν τα πράγματα εξελιχθούν όπως προβλέπει η Επιτροπή (υπερδιπλάσια μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης) τότε πρέπει η κυβέρνηση να λάβει μέτρα συμβατά με μια πολύ μεγαλύτερη της προβλεπόμενης ύφεσης». Και επειδή γνωρίζει την αδυναμία του Δημοσίου να καλύψει το μέγεθος της ύφεσης σπεύδει και δίνει τη λύση: ευελιξία για να κρατηθεί η απασχόληση. «Στον βαθμό που η δημοσιονομική πολιτική αδυνατεί να σηκώσει το βάρος της αντιστάθμισης μιας τόσο βαριάς ύφεσης, η οικονομική πολιτική πρέπει να αποκτήσει μεγαλύτερη ευελιξία στην επιδίωξή της να προστατεύσει την απασχόληση, με όσο το δυνατό μικρότερες απώλειες εισοδήματος».
Ο κ. Πέτσας για άλλη μια φορά κατηγόρησε τον ΣΥΡΙΖΑ για τα εμπροσθοβαρή μέτρα, επικαλέστηκε την ανάγκη εφεδρειών για την επανεκκίνηση και αναφέρθηκε στην απώλεια εσόδων επικαλούμενος ακόμη και το πρωτοσέλιδο της «Αυγής» (Πέμπτη) που αποκάλυπτε μεγάλη τρύπα στα έσοδα του ΕΦΚΑ, 1,6 δισ. το 2020. Αντίθετα, η Έφη Αχτσιόγλου σημείωνε ότι «είναι αποκαλυπτικό των αλυσιδωτών αρνητικών επιπτώσεων που έχουν οι κυβερνητικές πολιτικές στα εργασιακά». «Η κυβέρνηση πρέπει να αλλάξει επειγόντως πολιτική στην αγορά εργασίας: να στηρίξει τις θέσεις και τις σχέσεις εργασίας, να καλύψει έως την πλήρη καταβολή τους μισθούς και να επαναφέρει τους ελέγχους στην αγορά».

Παύλος Δ. Κλαυδιανός

Πηγή: Η Εποχή