Συνεντεύξεις

Τα καθίκια ακόμα και την τελευταία ώρα σκοτώνανε αδιάκριτα

“Τα τεθωρακισμένα έφευγαν βιαστικά ρίχνοντας ριπές στα παράθυρα των σπιτιών. Τα καθίκια ακόμα και την τελευταία ώρα σκοτώνανε αδιάκριτα. Στον διάολο να πάνε οι κερατάδες οι Γερμαναράδες. Μια σφαίρα πέρασε μέσα από τα παντζούρια μας, που είχανε ν’ ανοίξουν πάνω από δύο χρόνια, έξυσε το κεφάλι της μάνας μου και καρφώθηκε στον τοίχο πίσω της”

H Μαίντη Σολομών, το γένος Ιωσήφ Κοέν, έζησε την περιπέτεια της Κατοχής, “με την ψυχή στα δόντια”. Γλίτωσε από τα τρένα για το Άουσβιτς περνώντας στην παρανομία, αρχικά στον Όλυμπο με τους αντάρτες, στη συνέχεια στην Αθήνα με πλαστή ταυτότητα. Τη 12η Οκτωβρίου 1944 ήταν 16 χρόνων κοριτσάκι. Στα 90 της χρόνια σήμερα θυμάται την ημέρα της απελευθέρωσης. Την καταγράφουμε όπως την αφηγήθηκε στον γιο της Ιλάν Σολομών.

«Από το πρωί εκείνης της μέρας, ήταν 12 Οκτώβρη του 1944, από στόμα σε στόμα κυκλοφορούσε η φήμη πως πάει, τέλειωσε, αυτοί θα φεύγανε. Στα τσακίδια. Είχαμε περάσει σχεδόν δυο χρόνια κλεισμένοι σ’ εκείνη την τρύπα στον παράδρομο της Αρτάκη, από τη μέρα που φτάσαμε κρυφά στη Νέα Σμύρνη από τη Θεσσαλονίκη με τη γιαγιά σου και τη θεία σου τη Σέλλη, με τη βοήθεια των ανταρτών του Ολύμπου που ήξεραν και μας οδήγησαν από τα καλά βουνίσια περάσματα. Και με μπόλικη τύχη, πού να στα λέω τώρα.


Ταγματασφαλίτες δίπλα σε γερμανικό άρμα

Ακόμα και οι τοίχοι είχαν αυτιά. Ο πατέρας μου είχε βγει βόλτα ένα πρωί με λιακάδα στην πλατεία, άγνωστος ανάμεσα σε άγνωστους καθώς ήταν. Πέφτει πάνω σε έναν χωροφύλακα από τη Θεσσαλονίκη που τον αναγνώρισε, καθώς το μαγαζί του στην Εγνατία που έφτιαχνε παπούτσια ήταν γνωστό. Του βάζει τις φωνές: «Τι κάνετε έξω, κύριε Κοέν, γρήγορα μέσα. Θα σας πιάσουν!».

Εγώ κοριτσάκι ήμουνα, ήμουν η μόνη που τολμούσε κι έβγαινε αριά και πού για λίγες προμήθειες από το μπακάλικο τις γειτονιάς. Όσο άντεχε το μικρό μας κομπόδεμα, που κάθε φορά στράγγιζε απελπιστικά, και όσο ο Σαλονικιός κύριος Σκαζίκης μας έδινε με κίνδυνο της ζωής του λίγα τρόφιμα και κουπόνια του Ερυθρού Σταυρού. Να ‘ναι καλά όπου και να ‘ναι τώρα.

Η πλαστή ταυτότητα που μου είχε δώσει η αστυνομία της Νέας Σμύρνης έγραφε ‘Μαρία Κατσουλίδου του Γεωργίου και της Ελένης, γεννηθείσα εν Διδυμοτείχω το 1929′ κι ας είχα γεννηθεί τον Γενάρη του 1928 στη Σαλονίκη, κι ας με λέγανε Μαίντη Κοέν του Ιωσήφ και της Λουίζας.

Τα τεθωρακισμένα έφευγαν βιαστικά ρίχνοντας ριπές στα παράθυρα των σπιτιών. Τα καθίκια ακόμα και την τελευταία ώρα σκοτώνανε αδιάκριτα. Στον διάολο να πάνε οι κερατάδες οι Γερμαναράδες. Μια σφαίρα πέρασε μέσα από τα παντζούρια μας, που είχανε ν’ ανοίξουν πάνω από δύο χρόνια, έξυσε το κεφάλι της μάνας μου και καρφώθηκε στον τοίχο πίσω της. Θα έχανε τη ζωή της την τελευταία μέρα του πολέμου, μετά από τόσα που είχαμε τραβήξει. Είχε δώδεκα αδέλφια. Ζήσανε τα τέσσερα. Τα υπόλοιπα γίνανε σαπούνια στα κρεματόρια του Άουσβιτς και του Νταχάου. Ποτέ δεν έλεγε τα ονόματά τους. Ήθελε να ξεχάσει.


Ο τελευταίος Γερμανός με τη σβάστικα στον ώμο

Λίγη ώρα μετά, ούτε που θυμάμαι πώς έγινε αυτό, γινόταν ένας πανζουρλισμός στους δρόμους της Αθήνας. Αφήνω το σχολείο μου στην Πλάκα και βρίσκομαι σαν τρελή πάνω στο καπό ενός γκαζοζέν εκεί στην αρχή της Συγγρού, στην πύλη του Αδριανού, με μια σημαία στα χέρια τραγουδώντας τον εθνικό ύμνο. Είχαμε σωθεί.

Μαζί μου ήταν και η φίλη μου η Τιτίτσα. Δέσποινα Λάππα είναι τ’ όνομά της, ζει ακόμα, τα λέμε συχνά. Ο αδελφός της ο Αλέκος ήταν αντάρτης στο βουνό με το ΕΑΜ. Λίγα βράδια πριν είχαμε φτιάξει κι εμείς τη δική μας ‘βόμβα’ από προσανάμματα και το μπαρούτι από τα σπίρτα. Το άλλο πρωί μας έψαχναν.

Την επόμενη μέρα ο πατέρας μου έφυγε για τη Θεσσαλονίκη, να δει μπας και είχε μείνει τίποτα όρθιο εκεί. Βρήκε το μαγαζί λεηλατημένο, το βιεννέζικο παρκέ του ανασκαμμένο. Τα είχαν πάρει όλα. Δέρματα, λίρες, λεφτά. Πέθανε λίγα χρόνια μετά χτυπημένος από βαριά κατάθλιψη και σοβαρή αμνησία. Σαν να ‘θελε να ξεχάσει όσους και όσα χάθηκαν. Πόσα χρόνια είπες πως πέρασαν;».

Πηγή: Η Αυγή