Macro

Συνέδριο Ν.Δ.: Κραυγές, σιωπές και μαϊντανοί

Η φράση του Κ. Μητσοτάκη “να τελειώνουμε με τον ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο γι’ αυτά που κάνει αλλά και γι’ αυτά που πιστεύει” ήταν ό,τι έμεινε από το συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας. Μια φράση – προσκλητήριο σε όσους θέλουν ακόμα να ελπίζουν ότι η διακυβέρνηση της Αριστεράς είναι μια παρένθεση, που κάποια στιγμή θα κλείσει οριστικά και τελεσίδικα, για να επανέλθει η χώρα στους “νόμιμους ιδιοκτήτες” της. Και παράλληλα μια φράση φορτισμένη με άφθονο μετεμφυλιακό ιδεολογικό πάθος, που δείχνει την αδυναμία της Ν.Δ. να αντιπαρατεθεί με την Αριστερά σε προγραμματικό επίπεδο.

Σε αντίθεση με τον Κ. Μητσοτάκη, που δεν φαίνεται να έχει συναίσθηση του βάρους αυτών που κατά καιρούς εκστομίζει, ούτε μια καθαρή αντίληψη του ποια ρητορική υπηρετεί τη δημοκρατία, ο ακροδεξιός λόγος του Αντώνη Σαμαρά είναι απόλυτα συνειδητός και συγκροτημένος. Μόνο που ο πρώην πρωθυπουργός, στη ρεβανσιστική και ορμπανικού προσανατολισμού ομιλία του, κατάφερε να γελοιοποιηθεί αποδίδοντας στον Θεοδωράκη στίχους από ένα τραγούδι των… Κατσαρού – Πυθαγόρα.

Ο εύκολος πατριωτισμός του στρατηγού Κωσταράκου…

Υπάρχουν όμως άλλες στιγμές του συνεδρίου που δεν φωτίστηκαν και δεν αναλύθηκαν όσο θα έπρεπε. Μία από αυτές ήταν η τοποθέτηση του στρατηγού εν αποστρατεία Μ. Κωσταράκου, ο οποίος επιχείρησε να εμφανιστεί ως μελλοντικός υπουργός Εθνικής Άμυνας.

Ο Μ. Κωσταράκος ήταν αρχηγός του ΓΕΕΘΑ μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2015, όταν και αποστρατεύτηκε για να τοποθετηθεί, στη συνέχεια, επικεφαλής της Στρατιωτικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπό την Ύπατη Εκπρόσωπο για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας Φ. Μογκερίνι. Και είναι αυτή η ιδιότητά του που δημιουργεί απορίες για το ντελίριο πατριδοκαπηλίας στο οποίο επιδόθηκε στο συνέδριο της Ν.Δ.

Καταλογίζοντας στην κυβέρνηση ότι αντικαθιστά τον πατριωτισμό με “διεθνιστικές αντιλήψεις και ιδεοληψίες”, ο Μ. Κωσταράκος εξέφρασε την οργή και την απογοήτευσή του για τη συμφωνία των Πρεσπών, την οποία χαρακτήρισε “μια αναίτια ήττα που δεχθήκαμε χωρίς να πολεμήσουμε σε μια μάχη που δεν είχαμε τίποτε να κερδίσουμε”. “Είμαστε ιδανικοί αυτόχειρες” είπε ο Κ. Κωσταράκος, “παρουσιάσαμε μια άνευ όρων παράδοση σαν περήφανη διαπραγμάτευση. Τα αποτελέσματα τα βλέπουμε καθημερινά μέσω των δηλώσεων του πρωθυπουργού της… Οι εκάστοτε κυβερνώντες πρέπει να εμφορούνται και να πιστεύουν στον πατριωτισμό και αυτό στην Ελλάδα των τελευταίων χρόνων δεν είναι πάντα σίγουρο».

Δεν είναι λοιπόν σίγουρος ο Μ. Κωσταράκος για τον πατριωτισμό του πρωθυπουργού υπό τις εντολές του οποίου έχει διοικήσει τις Ένοπλες Δυνάμεις της χώρας. Αυτό βεβαίως δεν τον εμπόδισε να παραμείνει στη θέση του μέχρι οι τακτικές κρίσεις – και όχι βεβαίως η συνείδησή του – να τον αποστρατεύσουν. Εκτός αν την αντικατάσταση του πατριωτισμού με τις διεθνιστικές ιδεοληψίες τη συνειδητοποίησε μετά την αποστράτευσή του.

Και περίμενε να συγκληθεί το συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας για να καταγγείλει δημόσια το έλλειμμα πατριωτισμού της πολιτικής ηγεσίας. Πολύ ανέξοδος είναι αυτούς του είδους ο πατριωτισμός, ο οποίος παρακάμπτει μάλιστα και τη γραμμή του 2008 που η Ν.Δ. είχε διαμορφώσει και πάνω στην ορθότητα της οποίας ο Μ. Κωσταράκος απέφυγε επιμελώς να τοποθετηθεί.

Εξίσου σημαντικό όμως είναι το ερώτημα πώς ο συγκεκριμένος άνθρωπος παραμένει στη θέση του επικεφαλής της Στρατιωτικής Επιτροπής της Ε.Ε., θεωρώντας καταστροφική για τη χώρα του τη συμφωνία των Πρεσπών, την οποία η προϊσταμένη του Φ. Μογκερίνι έχε χαρακτηρίσει ιστορική, καρπό της πολιτικής γενναιότητας των πρωθυπουργών της Ελλάδας και της ΠΓΔΜ και έμπνευση για την Ευρώπη. Είναι σαφές ότι ο εξωστρεφέστατος πατριωτισμός του Μ. Κωσταράκου δεν φτάνει μέχρι του σημείου να θέσει τον ίδιο μπροστά σε ασυμβίβαστα που αφορούν την προσωπική του καριέρα.

…η σιωπή του Μαργαρίτη Σχοινά…

Ο Μαργαρίτης Σχοινάς, πρώην ευρωβουλευτής της Ν.Δ. και στην συνέχεια εκπρόσωπος του Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, έκανε επίσης την εμφάνισή του στο βήμα του συνεδρίου. Η παρουσία του εκεί συνδέεται με σενάρια που τον τοποθετούν στο υπουργείο Εξωτερικών – αν και εφόσον ο Κ. Μητσοτάκης κληθεί ποτέ να σχηματίσει κυβέρνηση. Είναι άξιο παρατήρησης το ότι η ομιλία του Μ. Σχοινά ήταν εντελώς έξω από το κλίμα του συνεδρίου, όπου κυριάρχησαν οι κραυγές για την “προδοσία των Πρεσπών”. Ο Μ. Σχοινάς δεν ευθυγραμμίστηκε με τοποθετήσεις σαν αυτή του Μ. Κωσταράκου, αλλά είναι μόνο η μία πλευρά της υπόθεσης. Η άλλη πλευρά είναι ότι απέφυγε να πει οτιδήποτε για το συγκεκριμένο ζήτημα, μένοντας σε γενικόλογες εκθέσεις ιδεών για τον “ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας”.

Τίθεται λοιπόν το ερώτημα αν ο Μ. Σχοινάς δεν έχει όντως άποψη για τη συμφωνία των Πρεσπών. Ή αν έχει και απέφυγε να τη διατυπώσει προκειμένου να μην έρθει σε σύγκρουση με το κλίμα του συνεδρίου (αλλά και να μην υπονομεύσει τον μελλοντικό του ρόλο).

Η πολυετής θητεία του δίπλα στον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ενισχύει τη δεύτερη εκδοχή. Και είναι κρίμα που ο Μ. Σχοινάς επέλεξε να κρατηθεί μακριά από αυτό το φλέγον ζήτημα, γιατί σίγουρα θα είχε κάτι ενδιαφέρον να πει για την καταγγελία του Κ. Μητσοτάκη ότι “ο Τσίπρας αντάλλαξε το μακεδονικό με τις συντάξεις”. Προερχόμενος από το κέντρο των ευρωπαϊκών θεσμών, θα είχε πολλά να εξηγήσει για το πώς και γιατί οι θεσμοί έκαναν πίσω στο ζήτημα των συντάξεων. Αλλά προτίμησε να μην ακουμπήσει καθόλου το θέμα. Κι αυτό δεν οδηγεί σε συμπεράσματα μόνο για την ευελιξία και την προσαρμοστικότητα του Μ. Σχοινά. Λέει πολλά και για το γεγονός ότι ο εθνοπατριωτικός λαϊκισμός έχει κυριαρχήσει στη Ν.Δ. κατά κράτος.

…και ο μαϊντανός Μάνφρεντ Βέμπερ

Στις ατραξιόν του συνεδρίου πρέπει να προστεθεί και ο Μάφρεντ Βέμπερ, αρχηγός της ευρωομάδας του ΕΛΚ και υποψήφιος της ευρωπαϊκής Δεξιάς για την διαδοχή του Γιούνκερ. Είναι αδιευκρίνιστο γιατί ο Κ. Μητσοτάκης περιφέρει ως ατού τον Βαυαρό πολιτικό που το 2015 έβριζε πατόκορφα την Ελλάδα, το 2016 ζητούσε την αποβολή της από τη συνθήκη Σέγκεν και του οποίου οι θέσεις για τη συμφωνία Ε.Ε. – Τουρκίας και το προσφυγικό είναι τουλάχιστον επιζήμιες για τα ελληνικά συμφέροντα. Προφανώς έχουν ανάγκη ο ένας τον άλλον.

Ο Βέμπερ χρειάζεται τον Μητσοτάκη γιατί, πέραν αυτού, η μόνη ανοιχτή πολιτική στήριξη που διαθέτει είναι αυτή του Όρμπαν και της ομάδας του, ενώ ο Μητσοτάκης χρειάζεται τον Βέμπερ για να διαθέτει κάποιες στοιχειώδεις ευρωπαϊκές πλάτες στον οπορτουνιστικό πόλεμο στον οποίο έχει συρθεί εναντίον της συμφωνίας των Πρεσπών.

Και κάτι ακόμα που όλοι είδαν, αλλά ελάχιστοι σχολίασαν: Όταν ο Κ. Μητσοτάκης εκφώνησε, από βήματος, την ανιστόρητη κορώνα “ο Τσίπρας είπε ναι εκεί που έξι πρωθυπουργοί είπαν όχι”, το συνέδριο σηκώθηκε φυσικά όρθιο και τον χειροκρότησε. Και έτσι φάνηκε ακόμα πιο έντονα στις πρώτες θέσεις η παγερή και πεισματική ακινησία του Κώστα Καραμανλή.

Άγγελος Τσέκερης

Πηγή: Η Αυγή