Συνεντεύξεις

Στράτος Φαναράς: «Περάσαμε ξανά στην αντίθεση Αριστερά Δεξιά»

Ποια είναι η δημοσκοπική εικόνα της κυβέρνησης; Καταγράφει ξανά μια μικρή άνοδο, ενώ φαίνεται να φρενάρει η φθορά της.

Η κυβέρνηση ξεκίνησε στην αρχή της πανδημίας από απίστευτα υψηλά ποσοστά τα οποία σταδιακά άρχισαν να μειώνονται. Ωστόσο, ακόμα και στα επίπεδα που βρίσκεται σήμερα, αν τη συγκρίνεις με αντίστοιχες κυβερνήσεις, τα ποσοστά της εξακολουθούν να είναι υψηλά, όπως και η ικανοποίηση που καταγράφει. Μια δεύτερη παρατήρηση είναι ότι ενώ η γενική τάση είναι αναμφίβολα πτωτική, εντούτοις έχει διακυμάνσεις. Για παράδειγμα, εξαιτίας του ταξιδιού του πρωθυπουργού στις ΗΠΑ, κατάγραψε μια αξιοσημείωτη άνοδο τον περασμένο μήνα. Γενικά θα λέγαμε ότι όποτε η συγκυρία είναι «συσπείρωσης γύρω από τη σημαία», είτε αυτή προέρχεται από την πανδημία, είτε από τις περιφερειακές συγκρούσεις, είτε από τα ελληνοτουρκικά, η κυβέρνηση δείχνει να ευνοείται. Όταν η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από την ακρίβεια και την οικονομία και τα εσωτερικά θέματα, η κυβέρνηση δυσκολεύεται.

 

Η επικαιρότητα είναι πολύ πυκνή: πανδημία, ακρίβεια, φωτιές, πόλεμος κ.λπ. Ποια είναι τα ζητήματα εκείνα που μπορεί να εντείνουν την ανησυχία και την αβεβαιότητα του κόσμου;

Αν υπάρξει η αίσθηση ότι τα πράγματα ξεφεύγουν από τον έλεγχο της κυβέρνησης, τότε αναμφισβήτητα θα υπάρξει και μη ελεγχόμενο κόστος. Εξάλλου η πτωτική πορεία της είναι συνάρτηση στιγμών και συγκυριών που φάνηκε να χάνει τον έλεγχο η κυβέρνηση. Η πολιτική, πάντως, δεν είναι ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος. Αν μειώνεται η ικανοποίηση από την κυβέρνηση, δεν σημαίνει ότι με κάποια διαδικασία συγκοινωνούντων δοχείων αυξάνεται η ικανοποίηση για την αντιπολίτευση.

 

Ο ΣΥΡΙΖΑ, από την άλλη, καταγράφει μια μικρή άνοδο, αλλά δεν φαίνεται να έχει ορμή. Γιατί;

Το τελευταίο εξάμηνο, από τα πολύ χαμηλά ποσοστά που σημείωνε, εμφανίζει μια αργόσυρτη άνοδο, η οποία είναι διακριτή, αλλά όχι με τέτοιους ρυθμούς ώστε να εκτιμήσει κανείς ότι στο άμεσο μέλλον θα γίνει μια ισχυρή και ικανή δύναμη, να αλλάξει το πολιτικό σκηνικό στη χώρα. Κερδίζει σε επιρροή ωστόσο, κάτι που του επιτρέπει να φιλοδοξεί ότι θα είναι η βασική δύναμη του αντιπολιτευτικού χώρου και μετά τις εκλογές. Ειδικότερα μετά το συνέδριο και τις εσωκομματικές του διαδικασίες είδαμε για πρώτη φορά μέσα σε ένα μήνα, μια σημαντική αύξηση τεσσάρων μονάδων στην ικανοποίηση από την αντιπολίτευση, από το 15% στο 19%. Μένει να δούμε αν αυτή η τάση του Μαΐου θα συνεχιστεί, για να έχουμε μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα για την επίπτωση των πολιτικών πρωτοβουλιών που πάρθηκαν.

 

Οι προτάσεις που καταθέτει ο ΣΥΡΙΖΑ για την αντιμετώπιση της πανδημίας, π.χ., ή της ακρίβειας, περνάνε στους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ και στο υπόλοιπο εκλογικό σώμα;

Δεν μπορώ να μιλήσω θεματικά, αλλά βλέποντας τη συνολική ικανοποίηση που έχει ο ΣΥΡΙΖΑ, μπορώ να πω ότι δεν έχει διαμορφώσει ένα θετικό προγραμματικό ρεύμα υποστήριξης. Οπότε είναι προφανές ότι κάτι άλλο χρειάζεται να κάνει. Κατά τη γνώμη μου, το ζήτημα δεν είναι οι προτάσεις αυτές καθαυτές, αλλά ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αναδείχθηκε ως ηγεμονική δύναμη στον αντιμνημονιακό χώρο και τώρα καλείται να αναδείξει την Αριστερά σε ηγεμονική δύναμη στην νέα εποχή. Περάσαμε, δηλαδή, από την αντίθεση μνημόνιο-αντιμνημόνιο ξανά στην αντίθεση αριστερά-δεξιά, και βλέπουμε ότι αυτή η νέα αντίθεση έχει ως ηγεμονική δύναμη σήμερα την Κεντροδεξιά που εκφράζει ο Κ. Μητσοτάκης.

 

Γιατί δεν καταφέρνει να ηγεμονεύσει;

Δεν είναι εύκολο, παρά τα όσα λέγονται, να αναδειχθεί στη χώρα η Αριστερά ως ηγεμονική δύναμη διακυβέρνησης. Πρέπει τώρα να προσαρμόσει τον πολιτικό λόγο και τα ιστορικά, πολιτικά και ιδεολογικά δεδομένα της στη νέα αντίθεση, η οποία διαπερνά όλη την Ευρώπη και δεν είναι ίδια με αυτή που έκανε τον ΣΥΡΙΖΑ να κυριαρχήσει και να γίνει κυβέρνηση με τις αντιμνημονιακές συμμαχικές δυνάμεις των ΑΝΕΛ. Αυτό είναι μία δύσκολη άσκηση, και δεν ξέρω αν έχει συνειδητοποιηθεί ότι θα πρέπει ο ΣΥΡΙΖΑ να περάσει από τη μία ιστορική συγκυρία στην άλλη, με έναν τρόπο που θα συνεχίσει να είναι ικανός και ελκυστικός, ώστε να αποτελέσει μια νέα, φρέσκια δύναμη στο χώρο των πιεζόμενων κοινωνικών τάξεων, των αριστερών και προοδευτικών δυνάμεων. Δεν είναι καθόλου αυτονόητο αυτό.

 

Οι νέοι δεν αναγνωρίζουν το δίπολο αριστερά-δεξιά και είναι νέοι ψηφοφόροι αυτοί που συχνά καθορίζουν το εκλογικό αποτέλεσμα.

Οι νέοι ψηφοφόροι έχουν εμπειρίες τελείως διαφορετικές με αυτές των προηγούμενων γενιών. Για παράδειγμα, οι Millenials και η generation Z μεγάλωσαν μετά την κατάρρευση του διπολισμού, στην εποχή της τεχνολογικής επανάστασης. Ο κόσμος αλλάζει γρήγορα και θέτει νέες διαστάσεις στη συζήτηση. Φανταστείτε ότι σε ερώτηση για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας μέσω πυρηνικής ενέργειας, ήταν υψηλό το ποσοστό αποδοχής στη νέα γενιά από ό,τι στις μεγαλύτερες. Θέλω να πω ότι στο προσκήνιο έχουν έρθει και άλλες διαιρετικές γραμμές, που έχουν να κάνουν με το περιβάλλον, τις νέες μορφές απασχόλησης, κ.ο.κ. και οι νέοι έχουν άλλες προσλαμβάνουσες. Η Αριστερά ακόμα βγαίνει στο δρόμο με σημαία το οχτάωρο, την ίδια ώρα που οι νέοι ενδιαφέρονται για την τηλεργασία, το ευέλικτο ωράριο, το τετραήμερο. Έχουμε, δηλαδή, μία άλλη ατζέντα, την οποία δυσκολεύεται να υιοθετήσει η παραδοσιακή Αριστερά και να μετατρέψει σε πολιτική πρωτοβουλία και άξονα παρέμβασης.

 

Η αδιευκρίνιστη ψήφος και η αποχή είναι σε υψηλά επίπεδα. Είναι δεξαμενές που θα ευνοήσουν την αριστερή ή τη δεξιά ψήφο, αν κινητοποιηθούν;

Η γκρίζα περιοχή της ψήφου είναι μια στάση αναμονής και επομένως κάθε κόμμα έχει στραμμένο το βλέμμα προς τα εκεί. Για τους αναποφάσιστους τώρα, τη στιγμή που η κυβέρνηση κυριαρχεί, μπορούμε να υποθέσουμε ότι είναι κοντά στα κόμματα της αντιπολίτευσης, όχι όμως απαραίτητα στον ΣΥΡΙΖΑ. Αντίθετα, πολλοί από αυτούς που είναι στην γκρίζα ζώνη είναι ψηφοφόροι των λεγόμενων μικρών κομμάτων, είτε προέρχονται από το χώρο της δεξιάς, είτε από το χώρο της αριστεράς. Επιπλέον σε αυτό το χώρο περιλαμβάνεται η ψήφος διαμαρτυρίας, η αντισυστημική ψήφος, που κινείται συνήθως σε εξωκοινοβουλευτικά σχήματα ή και μη συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία. Δεν μπορεί κανείς λοιπόν να πει ότι αυτές οι δυνάμεις με κάποιο τρόπο θα πριμοδοτήσουν μονομερώς τον έναν ή τον άλλον από τους δύο βασικούς παίκτες.

 

Με βάση τις τάσεις, η επιλογή πρόωρων εκλογών ποια κόμματα θα ευνοούσε;

Οι πρόωρες εκλογές δεν συμφέρουν κανέναν, ίσως μόνο το ΠΑΣΟΚ για να κρατήσει τα βελτιωμένα ποσοστά που καταγράφει στις δημοσκοπήσεις, μετά την αλλαγή της ηγεσίας του. Η ΝΔ, αν τις επιλέξει, θα αποδειχθεί πρώτον θεσμικά ασυνεπής και θα διαψευστούν οι μέχρι τώρα δεσμεύσεις της για ολοκλήρωση της θητείας. Δεύτερον, θα ενισχυθεί η ανησυχία για την επόμενη μέρα, δηλαδή ότι οι εκλογές γίνονται για να αποφευχθούν τα «χειρότερα». Τρίτον, έχω την αίσθηση ότι πλέον έχουμε ξεπεράσει την εποχή, που η προκήρυξη εκλογών γινόταν πατερναλιστικά και αιφνιδιαστικά από τον πρωθυπουργό. Νομίζω ότι αυτά αποτελούν πολιτικό παρελθόν.

 

Ο ΣΥΡΙΖΑ γιατί δεν ευνοείται από τις πρόωρες εκλογές;

Διότι, πρώτον, ακόμα δεν έχει καταφέρει να κάνει τη μετάβαση από το κυβερνητικό του παρελθόν στο νέο πολιτικό περιβάλλον και, δεύτερον, ακόμα δεν έχει φανεί η προσπάθειά του να ανοιχτεί στην κοινωνία. Νομίζω ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αν θέλει να διεκδικήσει τη διακυβέρνηση της χώρας χρειάζεται χρόνο. Δεν βλέπω ποια είναι εκείνα τα στοιχεία που του επιτρέπουν να θεωρεί ότι είναι έτοιμος με εκλογικούς όρους.

 

Το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ πήρε ώθηση από τις εσωκομματικές του διαδικασίες, αλλά δεν φαίνεται να μπορεί να διατηρήσει αυτή την προοπτική. Μπορεί να αποτελέσει κρίσιμο παίκτη στο πολιτικό παιχνίδι;

Το χαρακτηριστικό του έως τώρα είναι η αστάθεια στην πρόθεση ψήφου και όχι μια σταθερή τάση πτώσης. Βρίσκεται σε μια περίοδο διακυμάνσεων και για αυτό είπα ότι ίσως θα είναι το μόνο που θα ευνοηθεί από τις πρόωρες εκλογές. Για να μπορέσει να γίνει σημαντικός παίκτης στην πολιτική σκηνή θα πρέπει να αμφισβητήσει την επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ και μετά να κοιτάξει προς τη διακυβέρνηση. Αυτό είναι ένα μακρύ ταξίδι που δεν είναι καθόλου εύκολο και κυρίως καθόλου σύντομο, αν το καταφέρει. Ωστόσο, όλο και περισσότερο μοιάζει το κομματικό σύστημα να πηγαίνει προς ένα ιδιότυπο τρικομματισμό. Νομίζω ότι το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής έχει μπει στην εξίσωση ως ένας τρίτος, μικρότερος πόλος. Η λύση αυτής της εξίσωσης βρίσκεται στον τύπο διακυβέρνησης που θα προτιμήσει η κοινωνία. Προτιμά αυτοδύναμες μονοκομματικές κυβερνήσεις ή κυβερνήσεις συνεργασίας; Στο ερώτημα αυτό, από τότε που ανέβηκε η ΝΔ στην εξουσία, δεν υπάρχει πλειοψηφική απάντηση. Είναι μοιρασμένες στη μέση οι απόψεις.

 

Για να μπορεί να είναι μέρος της εξίσωσης, δεν προϋποθέτει ξεκάθαρες θέσεις; Το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ έχει αποφύγει, μέχρι στιγμής, να παίρνει θέση, ειδικά στο δίπολο αριστερά-δεξιά.

Έχω την εντύπωση πως η επιμονή του ΚΙΝΑΛ να μιλά για σοσιαλδημοκρατία αντικατοπτρίζει μια προσπάθεια επαναφοράς στο χώρο της αριστερής κοίτης, από την οποία είχε ξεφύγει.

 

Η άνοδος της ακροδεξιάς θα μας επαναφέρει στην περίοδο της αυξημένης παρουσίας της στην κοινωνία και το κοινοβούλιο; Ή ο κατακερματισμός της θα την αποδυναμώσει;

Σίγουρα έχει χάσει τη δυναμική που είχε την εποχή της Χρυσής Αυγής. Ωστόσο, αυτά τα νέα μορφώματα δείχνουν μια δυνατότητα και ιδιαίτερα το κόμμα του Κασιδιάρη να περάσει το κατώφλι εισόδου στη Βουλή. Αυτό δεν μπορούμε να το αποκλείσουμε, αλλά νομίζω ότι ακόμα αυτός ο χώρος δεν έχει βρει μια ισχυρή και αυθεντική έκφραση και ηγεσία. Είναι αρκετά κατακερματισμένος και κάτω από τις εκλογικές του δυνατότητες.

 

Ιωάννα Δρόσου, Παύλος Κλαυδιανός

Η ΕΠΟΧΗ