Macro

Στρατής Μπουρνάζος: Πόσο πολύ μας αφορούν –και πρέπει να μας αφορούν– οι υποκλοπές

Πόσους και πόσο απασχολούν οι υποκλοπές; Πόσους και πόσο πρέπει να αφορούν; Πολλούς και πολύ, πάρα πολλούς και πάρα πολύ είναι οι απαντήσεις μου. Εξηγώ αμέσως το γιατί.
 
Καταρχάς, πόσους και πόσες απασχολεί το ζήτημα; Μάλλον περισσότερους από όσους νομίζουμε. Σε πρόσφατη δημοσκόπηση της MRB, σχεδόν το 80% θεωρεί το θέμα «αρκετά ή πολύ σοβαρό», ενώ λίγο μικρότερο, αλλά πιο εντυπωσιακό είναι το ποσοστό μεταξύ των ψηφοφόρων της ΝΔ του 2019: 70%. Σε μια εποχή που βασιλεύουν οι δημοσκοπήσεις, με άφθονο μελάνι να χύνεται για την αδιαμφισβήτητη δημοσκοπική πρωτιά της ΝΔ, δεν μπορεί κανείς να το προσπεράσει εύκολα, ιδίως τα κυβερνητικά στελέχη που επαναλαμβάνουν ότι το θέμα έχει «κουράσει». Τώρα, όσοι και όσες δυσπιστούμε στις δημοσκοπήσεις, ας μην ξεχνάμε ότι, παρά τα προβλήματά τους, παραμένουν εργαλείο χρήσιμο και πιο εποπτικό από την υποκειμενική αίσθηση του καθενός μας από τις παρέες του. Κι ακόμα ότι, σε αντίθεση με τα ποσοστά των κομμάτων (επισφαλή λόγω της ρευστότητας, των μετατοπίσεων, του μεγάλου ποσοστού «αναποφάσιστων», ακόμα και χειρισμών), εδώ δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε τέτοιους παράγοντες που οδηγούν στην αμφισβήτηση, και δη στο φούσκωμα, του ποσοστού όσων θεωρούν τις υποκλοπές σημαντικές.
 
Πόσους και πόσες αφορά πραγματικά το ζήτημα; Μια διαδεδομένη άποψη είναι ότι ο «παροιμιώδης μέσος ανθρωπάκος» δεν έχει τίποτα να φοβηθεί, αφού τίποτα επιλήψιμο ή ενδιαφέρον δεν πράττει. Με λίγα λόγια, έναν πολιτικό, επιχειρηματία ή δημόσιο παράγοντα τον αφορούν οι παρακολουθήσεις, όχι όμως έναν απλό πολίτη, παρά μόνο γενικά, αφηρημένα και «ηθικά». Εδώ μπαίνουν δυο χοντρά ζητήματα. Πρώτον, πώς μας φαίνεται η δημόσια ζωή όταν τα προσωπικά δεδομένα βουλευτών, δημοσιογράφων και επιχειρηματιών είναι γνωστά στις μυστικές υπηρεσίες, στην καρδιά του επιτελικού κράτους ή σε μαφίες, και άρα αντικείμενο χειρισμού και εκβιασμών; Όπου το κράτος-παρακράτος του Μαξίμου ξέρει τα πάντα, και αναλόγως μπορεί να εκβιάζει, να απειλεί ή να εκμαυλίζει τους παρακολουθούμενους; Κι έπειτα, στο επίπεδο του πολίτη, του καθενός και της καθεμιάς: Πώς νιώθουμε αν αυτά τα κέντρα και παράκεντρα γνωρίζουν τις προσωπικές και σεξουαλικές μας σχέσεις, ένα ζήτημα υγείας δικό μας ή των παιδιών μας, ένα οικογενειακό ή οικονομικό πρόβλημα, ένα μυστικό, τα όσα λέμε; Η απειλή τέτοιες πληροφορίες να κρεμαστούν στα μανταλάκια, να τις μάθουν οι γνωστοί, οι συνάδελφοι, ο εργοδότης μας, μοιάζει τρομακτική. Και, πέρα από την απειλή, αυτό καθαυτό το γεγονός είναι τρομακτικό, καθώς διαλύει τον πυρήνα της προσωπικής ζωής και της προσωπικότητας.
 
Υπάρχει κάτι ακόμα, πολύ σοβαρό: Πόσους απασχολούν άραγε οι συνθήκες ζωής των φυλακισμένων, τα βασανιστήρια ή τα pushbacks; Ελάχιστους και ελάχιστες, είναι η προφανής απάντηση. Το πιο κρίσιμο, εδώ, δεν είναι αν ισχύει, αλλά τα διά ταύτα στα οποία οδηγεί.
 
Καταρχάς, το πόσους αφορούν εξαρτάται καθοριστικά από την πληροφόρηση και τον τρόπο παρουσίασης. Σε ένα μιντιακό τοπίο όπου κυριαρχεί η «εργαλειοποίηση» των προσφύγων από τον Ερντογάν και οι σκοτεινές ΜΚΟ που αμαυρώνουν τη χώρα, όπου οι «δομές φιλοξενίας» παρουσιάζονται ως υπερσύγχρονες και οι συνθήκες ζωής στις φυλακές δεν υπάρχουν καν ως θέμα, πράγματι τα pushbacks και η ζωή σε δομές και φυλακές θα αφορούν ελάχιστους. Αντίθετα, αν τα μίντια δίνουν τον λόγο σε θύματα βασανισμού, αν στις οθόνες προβάλλουν εικόνες πνιγμένων παιδιών ή σκηνές όπως στα Κύθηρα με τον Μιχάλη Πρωτοψάλτη που με τον γερανό του έσωσε δεκάδες ανθρώπους, τα θέματα θα συγκλονίσουν. Και μπορεί να αφορούν τους πάντες, παρότι δεν θα επαναπροωθηθούμε οι ίδιοι, δεν θα βρεθούμε σε φυλακές, δεν θα πέσουμε θύμα βασανισμού. Μια Ελληνίδα, πολλώ δε μάλλον ένας Έλληνας, ουδέποτε θα υποστεί κλειτοριδεκτομή, και όμως μπορεί και οφείλει να εξεγείρεται ενάντιά της. Μπορεί να μην είμαστε ηθοποιοί, η μόνη μας σχέση με το θέατρο να είναι οι παραστάσεις που βλέπουμε, να μην έχουμε παιδιά, ωστόσο να μας συγκλονίζει η υπόθεση του παιδοβιαστή Λιγνάδη – και αυτό όχι στην μελλοντική προοπτική να αποκτήσουμε παιδιά ή να γίνουμε θεατράνθρωποι.
 
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, στη συζήτηση του προϋπολογισμού, είπε ότι οι πολίτες έχουν άλλες ανησυχίες και δεν ενδιαφέρονται για τις υποκλοπές. Η φράση δεν είναι διαπιστωτική, αλλά επιτελεστική: εννοεί οι πολίτες δεν πρέπει να ενδιαφέρονται, καθώς το θέμα είναι ασήμαντο. Ένας τέτοιος λόγος όμως, που υποτιμά τα ζητήματα των δικαιωμάτων, της δημοκρατίας και των ελευθεριών (ως ψευδή, κατασκευασμένα από εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς ή διογκωμένα), εστιάζοντας στην ευμάρεια και τα επιτεύγματα της κυβέρνησης προσιδιάζει σε αυταρχικά καθεστώτα. Αλήθεια, θα έλεγε ποτέ ο πρωθυπουργός, με βεβαιότητα και αλαζονεία, ότι τους πολίτες δεν τους ενδιαφέρουν τα βασανιστήρια, η κακοποίηση των ζώων, η καταστροφή του Αμαζονίου ή η σφαγή στη Σρεμπρένιτσα; Ή, ακόμα κι αν ισχύουν αυτά, θα όφειλε να δράσει για να αντιμετωπίσει, αναλόγως, τα ζητήματα ή την αδιαφορία; Η ρήση και η συνολική στάση του πρωθυπουργού στο ζήτημα είναι δείγμα πολιτικής εξαχρείωσης.

Στρατής Μπουρνάζος