Ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν μια σκληρή σύγκρουση με πολλές πλευρές που εκτυλίχθηκαν μακριά από τους προβολείς της δημοσιότητας· πλευρές σκοτεινές, που χρειάστηκαν χρόνια μέχρι να τις φέρει στο φως η δημοσιογραφική έρευνα, η ιστορική μελέτη ή απλώς κάποια σύμπτωση.
Ένα βασικό τέτοιο πεδίο ήταν ο πολιτισμός και οι ιδέες, πεδίο για το οποίο έγινε οργανωμένη προσπάθεια να αξιοποιηθεί στη σύγκρουση ΗΠΑ και ΕΣΣΔ. Αυτό το θέμα πραγματεύεται το πρόσφατο βιβλίο του Στρατή Μπουρνάζου «Η ιστορία μιας ματαίωσης. Το Congress for Cultural Freedom (CCF) και ο Πολιτισμικός Ψυχρός Πόλεμος στην Ελλάδα (1950-1967)» (εκδόσεις Αντίποδες, 2024). Ένα έργο που, πέρα από τον πλούτο των πληροφοριών και την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ανάλυσή του, αποδεικνύει επιπλέον ότι μια μελέτη ιστορίας μπορεί συνάμα να είναι και ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα που απευθύνεται στο ευρύτερο δυνατόν κοινό. Το βιβλίο αυτό αποτέλεσε και την αφορμή για τη συζήτησή μας.
Ας μιλήσουμε πρώτα λίγο για το CCF: πώς, γιατί και από ποιους δημιουργήθηκε, σε ποιους απευθυνόταν, πόσο επεκτάθηκε στη φάση της ακμής του;
Το CCF (Συνέδριο για την Πολιτισμική Ελευθερία) ιδρύθηκε το 1950 και εμφανίστηκε ως ανεξάρτητος οργανισμός. Σήμερα όμως γνωρίζουμε ότι σχεδιάστηκε και χρηματοδοτήθηκε κρυφά από τη CIA. Παρότι ονομάζεται Συνέδριο, πολύ γρήγορα πήρε χαρακτήρα μόνιμου οργανισμού. Απέκτησε τμήματα σε 48 χώρες (αρχικά ευρωπαϊκές, αλλά σταδιακά σε όλες τις ηπείρους) και οργάνωσε πάμπολλα συνέδρια, εκθέσεις ζωγραφικής, εκδόσεις. Στελεχώθηκε από εξέχουσες προσωπικότητες, συγγραφείς, καλλιτέχνες και διανοούμενους μεγάλου κύρους – ανάμεσά τους ο Άρθουρ Καίσλερ, ο Ινιάτσιο Σιλόνε, ο Μάικλ Πολάνυι, ο Έντουαρντ Σιλς, ο Ραιυμόν Αρόν, ο Ντάνιελ Μπελ. Ακόμα εξέδωσε σπουδαία περιοδικά ιδεών, όπως το Encounter (Αγγλία), το Der Monat (Δυτική Γερμανία) ή οι Preuves (Γαλλία).
Κάπως έτσι θα ξεκινούσε ένα λήμμα εγκυκλοπαίδειας. Είναι τα απαραίτητα που πρέπει να ξέρουμε, αλλά δεν αρκούν. Η σύλληψη και η λειτουργία του CCF συνιστά ένα ρηξικέλευθο και εξαιρετικά επιτυχημένο μοντέλο, στους τομείς της προπαγάνδας και της άσκησης επιρροής. Τρία είναι τα κομβικά στοιχεία: Πρώτον, ενώ η στόχευσή του είναι ευθέως πολιτική (να αντιπαρατεθεί στην ΕΣΣΔ και να υπερασπιστεί τις δυτικές αξίες), επικεντρώνεται στις ιδέες και τον πολιτισμό. Δεύτερον, τίποτα από όσα παράγει δεν θυμίζει προπαγάνδα. Έτσι, το μεγάλο φεστιβάλ στο Παρίσι, το 1952, περιλαμβάνει συναυλίες με έργα του Στραβίνσκι και του Ντεμπυσύ, τη Συμφωνική της Βοστώνης, εκθέσεις ζωγραφικής με έργα Ματίς, Σαγκάλ και Καντίνσκι, συζητήσεις με τον Μαλρώ και τον Φώκνερ. Τρίτον, οι μετέχοντες κάθε άλλο παρά «μαριονέτες» του αμερικανικού κράτους είναι. Αντιθέτως, απολαμβάνουν μεγάλο βαθμό αυτονομίας, ενώ το CCF επιδιώκει να εγγράφεται στον χώρο της Αριστεράς.
Όταν πρωτοδιάβασα για το θέμα, τα πάντα μου φαίνονταν αλλόκοτα. Για παράδειγμα ότι η CIA και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ προωθούσαν την τζαζ και τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό. Ακόμα μεγαλύτερη εντύπωση όμως μου έκανε ότι το CCF την αυτονομία του δεν την είχε κατακτήσει συγκρουόμενο με τη CIA ή έστω με την απρόθυμη συναίνεσή της. Αντιθέτως, η CIA εξαρχής επιθυμούσε σφόδρα ο οργανισμός όχι μόνο να εμφανίζεται αλλά και να είναι αυτόνομος.
Πώς εξηγείται αυτή η πολιτική της CIA για σχετική ανεξαρτησία του CCF;
Πρέπει να δούμε τι ήταν η CIA το 1950. Τα διευθυντικά της στελέχη δεν έχουν σχέση με τη στερεοτυπική σκοτεινή φιγούρα του πράκτορα. Είναι απόφοιτοι των πανεπιστημίων της Ivy League, προοδευτικοί φιλελεύθεροι και σκληροί αντικομμουνιστές, Cold Wariors και New Dealers ταυτόχρονα. Έτσι, ο Τόμας Μπρέιντεν, άνθρωπος-κλειδί για το CCF, πριν ενταχθεί στη CIA δίδαξε αγγλική λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο του Ντάρτμουθ και υπήρξε εκτελεστικός διευθυντής του περίφημου Mουσείου Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης (MoMA). Όσον αφορά τον διάδοχό του, Κορντ Μάυερ, αρκεί να ανοίξουμε την αυτοβιογραφία του. Στον πρόλογο διαβάζουμε ευχαριστίες προς το Νew Statesman (για ένα ποίημα που είχε δημοσιεύσει εκεί «a la maniere de Walt Whitman») ή στον εκδότη του μοντερνιστή ποιητή e.e. cummings (για κάποιους στίχους, με τους οποίους ο Μάυερ αποχαιρετά τον δίδυμο αδελφό του). Σκεφτείτε, αντίστοιχα, τον πρώτο διοικητή της ΚΥΠ, τον Αλέξανδρο Νάτσινα: είναι μέλος του ΙΔΕΑ, φίλος του Γεωργίου Παπαδόπουλου, συγγραφέας του έργου Συμπεράσματα καὶ παρατηρήσεις ἐπὶ τοῦ διεξαχθέντος ἐν Ἑλλάδι ἀγῶνος κατὰ τὼν κομμουνιστοσυμμοριτῶν… Ή τον Μιχαήλ Ρουφογάλη. Η διαφορά είναι κολοσσιαία.
Η CIA αποφασίζει να εφαρμόσει τη στρατηγική της πριμοδότησης της Mη Κομμουνιστικής Αριστεράς (όρος-ομπρέλα, που περιλαμβάνει από τους Γερμανούς σοσιαλδημοκράτες, τους Βρετανούς Εργατικούς μέχρι αντισταλινικούς αριστερούς) ως ανάχωμα στην κομμουνιστική επιρροή. Ταυτόχρονα, χρησιμοποιεί και πιο «κλασικές», μπρουτάλ μεθόδους: οργανώνει πραξικοπήματα στη Γουατεμάλα και το Ιράν, σαμποτάζ στην Αλβανία (με επιχειρησιακές βάσεις στην Ελλάδα) και πολλά ακόμα. (Παρεμπιπτόντως, η αγαπημένη μου επιχείρηση, που τελικά δεν υλοποιήθηκε, είναι η εισήγηση να ριχτούν, εξ αέρος, σε χώρες του «Παραπετάσματος», μαζί με τα προπαγανδιστικά φυλλάδια, προφυλακτικά made in USA μεγέθους XL [Εxtra Large]. Θα έγραφαν όμως M [Medium], ώστε να προβάλλουν τα ακαταμάχητα ανατομικά προσόντα των Αμερικανών ανδρών…). Μάλιστα, συχνά, τα ίδια στελέχη πρωταγωνιστούν στα εκλεπτυσμένα εγχειρήματα πολιτισμικής διείσδυσης και στα πραξικοπήματα.
Πώς έκλεισε η ιστορία του CCF, σε ποια συγκυρία επέρχεται το τέλος του;
Το CCF κατέρρευσε εν μια νυκτί, το 1967, όταν αποκαλύφθηκε η μυστική σχέση του με τη CIA. Πώς θα μπορούσε μετά από αυτό να αντέξει ένας οργανισμός που είχε σημαία την ελευθερία του πνεύματος, που ξιφουλκούσε εναντίον των ολοκληρωτικών καθεστώτων και της χειραγώγησης; Και μάλιστα όταν οι αποκαλύψεις γίνονται και από μέινστριμ μέσα, όπως οι Νew York Times ή το CBS;
Η απάντηση είναι σωστή αλλά όχι επαρκής. Πρέπει να δούμε τη συγκυρία. Από τη δεκαετία του 1950, οι σχέσεις του CCF με την κυβέρνηση των ΗΠΑ ή και τη CIA αποτελούν περίπου κοινό μυστικό, ωστόσο αυτό δεν απασχολεί τους δημοσιογράφους, τους διανοούμενους και την κοινή γνώμη της Δύσης – εκτός των κομμουνιστών. Τότε, στον υπέρτατο αγώνα ενάντια στην αυτοκρατορία του Κακού, τη Σοβιετική Ένωση, οι φιλελεύθεροι διανοούμενοι και τα media ευθυγραμμίζονται με τις ΗΠΑ. Το 1966-1967 όμως το consensus έχει διαρραγεί, και καταλυτικό ρόλο έχει παίξει ο πόλεμος του Βιετνάμ. Έτσι, η στήριξη της CIA στο CCF, που το 1950 έμοιαζε θεμιτή και αυτονόητη, τώρα φαντάζει σκανδαλώδης.
Το βιβλίο ασχολείται με το ελληνικό CCF. Ποια ήταν η δράση και η εμβέλειά του;
Για τη δράση του CCF στην Ελλάδα (αν εξαιρέσουμε τις αναφορές της Δέσποινας Παπαδημητρίου και τη δουλειά της Τζένης Λιαλιούτη) δεν ξέραμε τίποτα. Επικράτησε μια «συνωμοσία σιωπής». Κανένας από όσους συνεργάστηκαν με το CCF δεν μίλησε γι’ αυτό. Το πιο τρανταχτό παράδειγμα είναι ο δικηγόρος, «αντικομμουνιστής σοσιαλιστής», Μανώλης Κόρακας. Είναι ο επίσημος αντιπρόσωπος του CCF στη χώρα, ωστόσο η πληροφορία αυτή δεν υπάρχει σε κανένα βιογραφικό του – ούτε σε εκείνα που συντάσσει ο ίδιος και οι οικείοι του.
Παράδειγμα δεύτερο, το περιοδικό Εποχές. Οι εμπνευστές του, Χρήστος Λαμπράκης και Λέων Καραπαναγιώτης, όταν τo σχεδιάζουν, έρχονται σε επαφή με τον εγκέφαλο του CCF Μάικλ Τζόσελσον, ζητάνε χρηματοδότηση, καθώς και το δικαίωμα να αναδημοσιεύουν άρθρα από τα περιοδικά του οργανισμού. Η χρηματοδότηση, που εν τέλει ήταν μικρή, δεν είναι το μείζον· το κρίσιμο είναι ότι θέλουν να ενταχθούν σε αυτό το σύμπαν. Και όμως, πουθενά σε όσα έχουν πει οι πρωταγωνιστές ή συνεργάτες των Εποχών, δεν υπάρχει μνεία της σχέσης. Γιατί;
Η απάντηση είναι απλή. Η σχέση CCF και CIA αποκαλύπτεται το 1967. Ποιος θα τολμούσε τότε ή το 1974, στο κλίμα του σφοδρού αντιαμερικανισμού, της οργής εναντίον της «αμερικανοκίνητης χούντας», να μιλήσει για τις επαφές του με έναν οργανισμό που σχεδίασε η CIA; Θα θεωρούνταν κατευθείαν πράκτορας. Δεν είναι εύκολο να τους μεμφθούμε, η σιωπή μοιάζει στοιχειώδης πράξη αυτοπροστασίας. Ας σκεφτούμε τον σάλο που ξέσπασε το 1972-1973, με τις υποτροφίες του Ιδρύματος Ford σε έλληνες καλλιτέχνες και συγγραφείς.
Η επιχείρηση αποσιώπησης υπήρξε αποδοτική: το ελληνικό CCF υπέστη ολική έκλειψη διαρκείας από το δημόσιο προσκήνιο. Σ’ αυτό συντέλεσε και η ελάχιστη δραστηριότητά του: δεν υπάρχει πρωτότυπη διανοητική παραγωγή ούτε αφήνει αποτύπωμα στο ιδεολογικό και πολιτικό τοπίο της χώρας μας. Αν τα ίχνη ήταν πιο έντονα, δεν θα μπορούσαν να εξαλειφθούν.
Για ποιους λόγους υπήρξε τόσο καχεκτική η παρουσία αυτή;
Ο βασικός λόγος είναι οι ριζικές διαφορές του πολιτικού και διανοητικού τοπίου της Ελλάδας σε σχέση με το δυτικοευρωπαϊκό. Το CCF συνιστά –ως συγκρότηση και ως απεύθυνση– μια συμμαχία των προοδευτικών φιλελεύθερων με τους αριστερούς της Μη Κομμουνιστικής Αριστεράς (ΜΚΑ), ενώ, σε δευτερότερους ρόλους, υπάρχουν και συντηρητικοί. Στην Ελλάδα αντιμετωπίζει δομικό πρόβλημα και με τις τρεις ομάδες.
Η ΜΚΑ στην Ελλάδα είναι καχεκτική. Και, ακόμα χειρότερα για το CCF, οι ομάδες της δεν είναι μόνο μικρές, αλλά φιλοκομμουνιστικές: συνεργάζονται με την ΕΔΑ στα συνδικάτα, στις δημοτικές και τις βουλευτικές εκλογές. Η ΜΚΑ είναι ΦΚΑ (φιλοκομμουνιστική). Οι λόγοι ανάγονται στην πολιτική και κοινωνική κοσμογονία που συντελέστηκε στα χρόνια της Αντίστασης.
Οι φιλελεύθεροι, μετά το τέλος του Εμφυλίου αποστασιοποιούνται από την εθνικόφρονα Δεξιά, ενώ αναπτύσσονται, τόσο πολιτικά όσο και διανοητικά, συγκλίσεις με τους αριστερούς – και «αριστεροί» στη μεταπολεμική Ελλάδα σημαίνει κομμουνιστές ή φιλοκομμουνιστές. Έτσι, ο ιδεοτυπικός φιλελεύθερος διανοούμενος, ο Γιώργος Θεοτοκάς, το 1965 αρθρογραφεί μαχητικά κατά του παλατιού και των αποστατών, ενώ εκδίδει τα σχετικά άρθρα στον οίκο της κομμουνιστικής Αριστεράς, το Θεμέλιο.
Όσον αφορά τους συντηρητικούς, στον κυρίαρχο αντικομμουνιστικό λόγο κυριαρχούν τα «κονσερβοκούτια», οι Εαμο-σλαβο-βούλγαροι, η τερατοποίηση του αντιπάλου, με τον Στάλιν και τον Ζαχαριάδη σε ρόλο κακών δράκων. Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, στις θεωρητικές επεξεργασίες του, θεμελιώνει τον αντικομμουνισμό σε ένα είδος πολιτισμικού ρατσισμού. Τι σχέση μπορεί να έχουν όλα αυτά με το ζωτικό κέντρο του Σλέσινγκερ, τη θεωρία του ολοκληρωτισμού της Άρεντ, την ανοιχτή κοινωνία του Πόπερ ή το τέλος των ιδεολογιών του Ντάνιελ Μπελ, για να αναφέρω τέσσερις κεφαλαιώδεις θεωρητικές συλλήψεις από τις οποίες εμπνέεται το CCF; Και, ταυτόχρονα, πόση φερεγγυότητα μπορεί να έχει ένας οργανισμός που ομνύει στην ελευθερία του πνεύματος, αλλά στην Ελλάδα περιορίζεται να ξιφουλκεί κατά του σοβιετικού ολοκληρωτισμού και υπερασπίζεται τον Σολζενίτσιν, ενώ δεν λέει κουβέντα για τις πολιτικές διώξεις, το παρασύνταγμα ή τη λογοκρισία στα χρόνια της «καχεκτικής δημοκρατίας»;
Ωστόσο, οι Εποχές εκπροσωπούν ένα διαφορετικό μοντέλο…
Βεβαίως, κι αυτός είναι βασικός λόγος που αποτελούν τόσο σπουδαίο περιοδικό. Κινούνται σε άλλη πίστα από τη Νέα Εστία – μόνο η Επιθεώρηση Τέχνης τις συναγωνίζεται. Έχουν ποιοτικό περιεχόμενο, υψηλή αισθητική, πρώτης τάξης συνεργάτες, ωστόσο είναι κάτι περισσότερο από το άθροισμα όλων αυτών. Αυτό το «κάτι» είναι μια καινοτόμα ατζέντα, με στόχο την ηγεμονία στον χώρο των ιδεών. Εμπνευστής της, ο Χρήστος Λαμπράκης. Το γνωρίζουμε με ακρίβεια χάρη σε ένα υπόμνημά του, που στέλνει στο CCF και υπάρχει στο αρχείο του οργανισμού, στη Βιβλιοθήκη του Σικάγου. Βασικός στόχος της είναι η διαμόρφωση μιας νέας πολιτισμικής ελίτ με συστατικά στοιχεία την προνομιακή απεύθυνση στους νέους, τον ευρωπαϊκό χαρακτήρα και το διακριτό φιλελεύθερο στίγμα, που δεν αποκλείει τους αριστερούς. Έτσι, στο περιοδικό γράφουν άνθρωποι άμεσα συνδεδεμένοι με την κομμουνιστική Αριστερά (ο Αλέξανδρος Αργυρίου, η Έλλη Αλεξίου, ο Βασίλης Βασιλικός, ο Παν. Μουλάς και αρκετοί ακόμα), ενώ τα έργα τους προβάλλονται κανονικά. Αυτό συνιστά τομή. Μέχρι τότε, η στάση των εκτός Αριστεράς εγχειρημάτων ορίζεται από το τρίπτυχο: αποδοχή (ενεργητική ή σιωπηλή) της εθνικοφροσύνης, αντιπαράθεση με την Αριστερά, αποκλεισμός των αριστερών ιδεών. Οι Εποχές εγκαινιάζουν μια διπλή ρήξη. Αφενός επιλέγουν τη διαφοροποίηση από την εθνικοφροσύνη, αφετέρου προκρίνουν όχι τον αποκλεισμό των αριστερών (ιδεών και προσώπων) αλλά τη συνύπαρξη μαζί τους, τον διάλογο, την κριτική και την αντίκρουσή τους.
Η στάση αυτή δεν οφείλεται σε καμιά συμπάθεια για την κομμουνιστική Αριστερά. Πρόκειται για την οργάνωση της αντιπαράθεσης σε άλλη βάση, στην επιδίωξη της ηγεμονίας. Την εποχή της πολιτισμικής άνοιξης του 1960, με την Αριστερά να επικρατεί, ένα φιλελεύθερο εγχείρημα με αξιώσεις κυριαρχίας δεν μπορεί να χρησιμοποιεί το απαρχαιωμένο οπλοστάσιο της Φιλοσοφικής του Αθήνησι ούτε να έχει όπλο τον αποκλεισμό, αλλά τη συμπερίληψη και τη δυναμική αντιπαράθεση.
Ποια είναι η ευθύνη όσων συμμετείχαν; Τι γνώριζαν, τι δεν γνώριζαν, τι δεν ήθελαν να γνωρίζουν;
Την ευθύνη και την ειλικρίνεια τις θεωρώ, όπως ξέρεις, θεμελιώδεις αξίες στην πολιτική. Είναι σπουδαίες ως μέριμνα των ίδιων των υποκειμένων, συχνά όμως ανακύπτει ένα πρόβλημα όταν τις αναζητάμε εμείς στον λόγο και την πράξη των άλλων: μπορεί, εύκολα, να μετατραπούν σε έγκληση, να μας ωθήσουν να (επι)κρίνουμε βιαστικά, προτού καταλάβουμε.
Γιατί όλοι αυτοί, από τον Καίσλερ έως Αρόν και τον Μπελ, δεν έβλεπαν τη σχέση με τη CIA; Επειδή δεν υπήρχαν στοιχεία; Επειδή ήταν αφελείς; Επειδή ήταν κυνικοί ψεύτες; Τίποτα απ’ αυτά. Δεν έβλεπαν επειδή δεν ήθελαν να δουν, δεν ήξεραν επειδή προτιμούσαν να μην ξέρουν. Πρόκειται για έναν ψυχολογικό-πολιτικό εσωτερικό μηχανισμό γνώριμο και στα δύο στρατόπεδα: οι στρατευμένοι, ακόμα κι αν τα στοιχεία βοούν, επιλέγουν να μην ξέρουν. Έτσι, λογοτέχνες και πανεπιστημιακοί που επισκέπτονται τη Μακρόνησο διαγκωνίζονται σε επαίνους για το «θαύμα» της «αναμόρφωσης» των κρατουμένων, ενώ για δεκάδες κομμουνιστές διανοούμενους τα γκουλάγκ δεν υπάρχουν.
Η στάση των φιλελεύθερων διανοουμένων που πρόθυμα εντάχθηκαν στο CCF και δεν ήθελαν να ξέρουν για τη CIA, δεν μας φανερώνει την «ανηθικότητα», αλλά τη στράτευσή τους. Δεν είναι ανεξάρτητοι, αλλά βαθιά στρατευμένοι. Βρίσκονται στο ίδιο στρατόπεδο με τη CIA και τις ΗΠΑ στα πρώτα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου· είναι συμμαχητές. Δεν τους απασχολεί η ευθυγράμμισή τους με τις ΗΠΑ, όπως ένας κομμουνιστής είναι υπερήφανος για την ταύτισή του με την ΕΣΣΔ.
Ποια πολιτική αξία μπορεί να έχει για το σήμερα μια τέτοια μελέτη;
Ας μη ψάξουμε άμεσες αναλογίες με τα Ιδρύματα στον πολιτισμό. Αν και δελεαστικό, είναι παραπλανητικό. Προτιμώ να αναζητήσουμε τις σχέσεις, τα μοντέλα, τις διαδρομές. Επιγραμματικά, τέσσερα σημεία:
Πρώτον, βλέπουμε ένα εκλεπτυσμένο μοντέλο άσκησης επιρροής: τα μέλη του CCF δεν ήταν μαριονέτες. Και όμως τη δεκαετία του 1950 προσφέρουν –με τη θέλησή τους– σπουδαία υπηρεσία στο δυτικό στρατόπεδο για την αποδόμηση της ΕΣΣΔ.
Δεύτερον, τη σημασία που έχουν τα χρήματα. Όχι ως εργαλείο εκμαυλισμού, αλλά ως κινητήριος μοχλός. Τα στελέχη του CCF είχαν εμπνευσμένες ιδέες και πίστη, και απέκτησαν τα μέσα να κάνουν ό,τι ήθελαν: καμπάνιες, συνέδρια, έντυπα. Έναν γιγάντιο τηλεβόα που διέδιδε σε όλο τον πλανήτη τη φωνή τους. Μπορείς να φανταστείς πόσο τεράστια ώθηση είναι αυτό, αντί να πρέπει να μαζεύεις κουπόνι κουπόνι, ψίχουλο ψίχουλο τα χρήματα, συχνά σε συνθήκες ένδειας, τρώγοντας, κατά τη φράση του Ουγκώ, «το ακατανόμαστο πράγμα που το λένε “λυσσασμένη αγελάδα”»; Μας φαίνεται βδελυρό καθώς το έκανε η CIA, θα λέγαμε όμως το ίδιο –ως αριστεροί– αν οι σοβιετικές υπηρεσίες χρηματοδοτούσαν ένα αριστερό περιοδικό;
Τρίτον, αν υπάρχουν άνθρωποι ορκισμένοι, που τους ενώνει το πάθος και η πίστη ότι ο αντίπαλος είναι το Κακό, δεν χρειάζεται να τους υπαγορεύσεις τι να πουν. Κάνω ένα υποθετικό σενάριο: την εποχή της λύσσας κατά του ΣΥΡΙΖΑ, από το 2012 και μετά, ένα ευφυές «αντισύριζα κέντρο», αν συγκέντρωνε ανθρώπους που παθιασμένα πίστευαν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ οδηγεί τη χώρα στον γκρεμό, δεν χρειαζόταν να τους υπαγορεύσει τίποτα. Αρκεί να τους έφερνε σε επαφή μεταξύ τους και να τους πρόσφερε τα μέσα. Ένα τέτοιο «κέντρο» δεν θα πόνταρε στους κλασικούς, βεριτάμπλ δεξιούς, αλλά στους πρώην αριστερούς. Και βασική του παρέμβαση θα ήταν, ίσως, να τους «μαζεύει» λίγο να μη βγάζουν αφρούς κατά της Αριστεράς, θα τους έλεγε να κάνουν και κάποια κριτική στη Δεξιά για να δείχνουν πιο πειστικοί (όπως προσπαθούσε ο Τζόσελσον με την αμερικανική επιτροπή του CCF).
Τέταρτον, η ετερογονία σκοπών και μέσων. Το Encounter, το βρετανικό περιοδικό του CCF, προβάλλει τον Λούκατς, γνωστό για τις αποκλίσεις του από την κομμουνιστική ορθοδοξία και τη δίωξή του από την κυβέρνηση Καντάρ, επιδιώκοντας να αναδείξει ένα ρεύμα διακριτό και κριτικό στον σοβιετικό μαρξισμό. Ωστόσο, πώς προσλαμβάνουν οι αναγνώστες των Εποχών τέτοια κείμενα; Άραγε, ένα παιδί «φανατικό για γράμματα» που φεύγει από το χωριό του και έρχεται στην Αθήνα να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο, αντιλαμβάνεται την ενδομαρξιστική κριτική του Λούκατς, ή αυτά είναι «ψιλά γράμματα» κι εκείνο που του εντυπώνεται και τον συνεπαίρνει, είναι ο λόγος του ως μαρξιστή, η φιγούρα και η δράση του ως επαναστάτη κομμουνιστή; Το πεδίο είναι ανοιχτό.
Κώστας Αθανασίου