Καθώς οι τιμές των τροφίμων συνεχίζουν την πτήση τους στη στρατόσφαιρα και η ανθρωπότητα βουλιάζει στην τρίτη επισιτιστική κρίση των τελευταίων 15 ετών οι κυβερνήσεις καλούνται να κάνουν επιτέλους κάτι για να σταματήσει ο εφιάλτης της πείνας και κυρίως η αχαλίνωτη κερδοσκοπία και η απληστία που την πυροδοτούν. Οι τιμές των τροφίμων -σύμφωνα με τον σχετικό δείκτη του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας (FAO) των Ηνωμένων Εθνών- ήταν τον προηγούμενο μήνα σχεδόν 30% υψηλότερες σε σχέση με πέρυσι.
Βρίσκονται πλέον στο υψηλότερο επίπεδό τους από το 1990, όταν ξεκίνησε η καταγραφή στοιχείων. Η εκρηκτική άνοδός τους τον τελευταίο χρόνο -που στο σιτάρι ξεπερνά το 50%- εντείνει τους φόβους για λιμό στις πιο φτωχές περιοχές του πλανήτη. Η Παγκόσμια Τράπεζα εκτιμά ότι κάθε αύξηση των τιμών των τροφίμων κατά 1% ωθεί στην ακραία φτώχεια περισσότερα από 10 εκατομμύρια ανθρώπους. Ηδη από τα τέλη του 2021 περισσότεροι από 200 εκατ. άνθρωποι -οι διπλάσιοι σε σχέση με το 2016- αντιμετώπιζαν το ενδεχόμενο οξείας επισιτιστικής ανασφάλειας, ενώ στην Ανατ. Αφρική πάνω από μισό εκατομμύριο άνθρωποι -4 φορές περισσότεροι απ’ ό,τι το 2020- ήταν στα πρόθυρα της ολικής ασιτίας και του θανάτου. Η φετινή άνοδος των τιμών προβλέπεται να χειροτερέψει ακόμη περισσότερο αυτήν την κατάσταση.
Κι όμως… τρόφιμα υπάρχουν. Και μάλιστα αρκετά για να τραφεί όλος ο πληθυσμός της Γης. Η παγκόσμια παραγωγή σιτηρών αυξήθηκε σταθερά την τελευταία 20ετία γεμίζοντας με περίσσευμα τις ανά τον κόσμο αποθήκες. Ο λόγος αποθεμάτων κατανάλωσης σιτηρών δεν άλλαξε δραματικά σε αυτήν περίοδο ώστε να δικαιολογεί την αύξηση των τιμών, τόσο τη σημερινή όσο και αυτήν που καταγράφηκε στην επισιτιστική κρίση του 2008.
Παρά την κλιματική αλλαγή και τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες, παρά τις συγκρούσεις και την πολιτική αστάθεια, τα παγκόσμια αποθέματα σιτηρών είναι σήμερα 35% υψηλότερα από τις ποσότητες που απαιτούνται για τη σίτιση όλων των κατοίκων του πλανήτη. Στις τελευταίες του εκτιμήσεις, μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, ο FAO προβλέπει οριακή μείωση του λόγου αποθεμάτων κατανάλωσης στην τρέχουσα περίοδο 2021-22. Στην πραγματικότητα, η παγκόσμια παραγωγή σιτηρών αναμένεται υψηλότερη, από τους 2,78 δισ. τόνους στην περίοδο 2020-21 στους 2,8 δισ. τόνους το 2021-2022.
Είναι προφανές ότι το αφήγημα της έλλειψης τροφίμων, πάνω στο οποίο βασίζονται οι περισσότερες ερμηνείες για την τρέχουσα εκτόξευση των τιμών, δεν φτάνει για να εξηγήσει το κύμα ακρίβειας.
Οι κερδοσκόποι της πείνας
Πέρα την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, πέρα από τα προβλήματα των εφοδιαστικών αλυσίδων, πέρα από τις αιτιάσεις για χαμηλότερη προσφορά και υψηλότερη ζήτηση, υπεύθυνη για την άνοδο των τιμών φαίνεται ότι είναι και η εκτεταμένη κερδοσκοπία. Εκδηλώνεται στην παρούσα φάση τόσο στο επίπεδο διαμόρφωσης των διεθνών τιμών όσο και των τιμών λιανικής. Και βασικοί κινητήρες της είναι τόσο ο χρηματοπιστωτικός τομέας που αναζητά βέλτιστες αποδόσεις στις αγορές προθεσμιακών συμβολαίων όσο και τα ολιγοπώλια των μεγάλων εταιρειών τροφίμων που δρουν σαν οι νέοι μαυραγορίτες του 21ου αιώνα.
Ακριβέστερο δείκτη τού τι ακριβώς συμβαίνει σήμερα με τις διεθνείς τιμές των τροφίμων συνιστά ίσως το χρηματιστήριο Euronext του Παρισιού, που αποτελεί τη μεγαλύτερη αγορά προθεσμιακών συμβολαίων σιτηρών της Ευρώπης. Οι τιμές των συμβολαίων εκεί αποτελούν σημείο αναφοράς για τις τιμές που θα πληρώσουν οι καταναλωτές. Οπως αποκάλυψε πρόσφατη έρευνα της διεθνούς κοινοπραξίας ερευνητικής δημοσιογραφίας Lighthouse Reports, επενδυτικά κεφάλαια, hedge funds, συνταξιοδοτικά ταμεία, επενδυτικές τράπεζες και άλλα ιδρύματα του χρηματοπιστωτικού τομέα μπούκαραν μαζικά την τελευταία διετία στη συγκεκριμένη αγορά τετραπλασιάζοντας τις θέσεις τους στα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης σιταριού αλευροποιίας και άλλων τροφίμων με σκοπό να κερδοσκοπήσουν από την άνοδο των τιμών.
Επτά στους δέκα αγοραστές προθεσμιακών συμβολαίων σιταριού αλευροποιίας στην αγορά του Παρισιού είναι πλέον κερδοσκόποι. Σε αντίθεση με τους αγρότες και έμπορους που αγοράζουν προθεσμιακά συμβόλαια προκειμένου να διασφαλιστούν έναντι των κινδύνων που απειλούν τη σοδειά και το εισόδημά τους, οι εν λόγω επενδυτές βλέπουν το σιτάρι, το καλαμπόκι, το ρύζι και τα άλλα τρόφιμα μόνο ως επενδυτικές αξίες. «Στοιχηματίζουν», όπως χαρακτηριστικά τόνισε πριν από λίγο καιρό αξιωματούχος του ΟΗΕ, «στην πείνα. Και την επιδεινώνουν».
Εχοντας στη διάθεσή τους τεράστιες ποσότητες κεφαλαίων, οι επενδυτές του χρηματοπιστωτικού τομέα έχουν καταφέρει να ελέγξουν μεγάλα τμήματα των αγορών εμπορευμάτων. Μπορούν έτσι να κατευθύνουν τις τιμές των συμβολαίων εκεί που θέλουν. Οι τιμές έχουν έτσι αποκοπεί πλήρως από τα θεμελιώδη μεγέθη της αγοράς ενός αγαθού και διαμορφώνονται ανάλογα με τα στοιχήματα των κερδοσκόπων. Ο έλεγχος της αγοράς του Παρισιού από τα κεφάλαια του χρηματοπιστωτικού τομέα ήταν σύμφωνα με αρκετούς ειδικούς μια από τις βασικές αιτίες της εκτόξευσης της τιμής του σιταριού κατά 38% σε διάστημα μόλις δύο εβδομάδων μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Η ίδια ιστορία επαναλήφθηκε και στο Χρηματιστήριο Εμπορευμάτων του Σικάγο, όπου οι δυνάμεις του χρηματοπιστωτικού τομέα εκτόξευσαν τις long θέσεις (αγορές) τους στα προθεσμιακά συμβόλαια σίτου στο υψηλότερο επίπεδο από το 2014 συμβάλλοντας στην άνοδο της τιμής του κατά 75%, ενώ ανάλογος τζόγος παίχτηκε και σε άλλα χρηματιστήρια εμπορευμάτων του κόσμου.
Η κρίση στην Ουκρανία εκλήφθηκε ως μοναδική ευκαιρία για την εξαγωγή χρηματιστηριακών κερδών από τα τρόφιμα. Ως τις αρχές του περασμένου Απριλίου δύο μόνο από τα 5 κορυφαία διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια (ETF) αγροτικών προϊόντων του κόσμου κατάφεραν να προσελκύσουν κεφάλαια ύψους 1,3 δισ. δολαρίων, όταν στο σύνολο του 2021 οι αντίστοιχες επενδύσεις ήταν μόλις στα 197 εκατ. δολάρια.
Πιο χαρακτηριστική η περίπτωση του επενδυτικού κεφαλαίου σίτου της Teucrium, που ιδρύθηκε το 2011. Τον περασμένο Μάρτιο είδε καθαρές εισροές 377 εκατ. δολ. Το προηγούμενο μηνιαίο ρεκόρ εισροών στο κεφάλαιο ήταν μόλις 17 εκατ. δολάρια, το 2016. Στην έβδομη ημέρα του Μαρτίου το κεφάλαιο της Teucrium είχε καθαρές εισροές 170 εκατομμυρίων δολαρίων και διόλου τυχαία την ίδια ημέρα η τιμή του σιταριού στο Χρηματιστήριο Εμπορευμάτων του Σικάγο άγγιξε στο υψηλότερο επίπεδο όλων των εποχών. Η ζήτηση για το κεφάλαιο σιταριού της Teucrium έφτασε κάποια στιγμή στο… αμήν. Οπως ανέφεραν χαρακτηριστικά οι New York Times, λόγω των μαζικών εισροών, το αμοιβαίο της Teucrium ξέμεινε στο τέλος από μερίδια προς πώληση.
Οι μαυραγορίτες του 21ου αιώνα
Ο κερδοσκοπικός οργασμός δεν περιορίζεται στα χρηματιστήρια εμπορευμάτων. Με το… άθλημα ασχολήθηκαν και οι «καθ’ ύλην αρμόδιοι», οι μεγάλες εταιρείες παραγωγής και εμπορίας τροφίμων. Εχοντας υπερσυγκεντρώσει μεγάλα μερίδια αγοράς συγκεκριμένων αγαθών στα χέρια τους και λειτουργώντας ολιγοπωλιακά στην τιμολόγηση, όχι μόνο πέρασαν τα υψηλότερα κόστη αυτούσια στους καταναλωτές, αλλά βρήκαν και την ευκαιρία να βγάλουν και επιπλέον κέρδος.
Η πανδημία, ο πόλεμος, τα σημεία συμφόρησης της εφοδιαστικής αλυσίδας ήταν απλά προπέτασμα καπνού για να αυξήσουν τις τιμές και να εκτοξεύσουν τα περιθώρια κέρδους εμφανίζοντας εαυτούς ως θύματα… Ο ίδιος ο πληθωρισμός, όπως παραδέχτηκε πληθώρα στελεχών αυτών των εταιρειών στους μετόχους, αποτελεί ευκαιρία για αβγάτισμα των κερδών.
Διόλου τυχαία το 2021 ήταν η πιο κερδοφόρα χρονιά για τις μεγάλες επιχειρήσεις στις ΗΠΑ από το 1950. Τα προ φόρων κέρδη τους αυξήθηκαν κατά 35% ενώ χάρη στις υψηλότερες τιμές. Τα κέρδη των εταιρειών τροφίμων υπερέβησαν κατά πολύ την αύξηση των μισθών των εργαζομένων τους, με πρώτες και καλύτερες την αλυσίδα παντοπωλείων Albertsons (671%), την Amazon (333%), τη βιομηχανία ποτών/σνακ Keurig Dr Pepper (83%). Χάρη στις υψηλότερες τιμές που χρέωσαν, η άνοδος των κερδών ξεπέρασε κατά πολύ την αύξηση των εσόδων τους από τη βασική δραστηριότητα, μεταξύ άλλων κατά 17 φορές στην Albertsons, 4,5 φορές στην Kroger και 3,5 φορές στην Target.
Η Τyson, ένας 4 μεγαλύτερους ομίλους παραγωγής κρέατος και πουλερικών των ΗΠΑ, που μπήκε στο στόχαστρο της κυβέρνησης Μπάιντεν για αισχροκέρδεια, κατέγραψε στο α΄ τρίμηνο του 2022 κέρδη μεγαλύτερα του 1 δισ. δολαρίων, 48% υψηλότερα σε σχέση με πέρσι, επωφελούμενη από την άνοδο των τιμών του μοσχαρίσιου κρέατος πάνω από 23%. Η Cargill, που βρίσκεται στο επίκεντρο του κερδοσκοπικού παιχνιδιού στο παγκόσμιο εμπόριο εμπορευμάτων είχε κέρδη άνω των 5 δισ. δολαρίων, ενώ η Amazon αύξησε τα καθαρά της έσοδα κατά 12 δισ. δολάρια, διαθέτοντας τα 10 δισ. για επαναγορές μετοχών και αμείβοντας τον διευθύνοντα σύμβουλό της με περισσότερα από 212 εκατ. δολάρια. Στον κλάδο των σουπερμάρκετ, παρότι οι πωλήσεις ήταν μικρότερες σε όγκο, τα έσοδα αυξήθηκαν λόγω υψηλότερων τιμών.
Ανάλυση του Economic Policy Institute επιβεβαίωσε τις παραπάνω τάσεις, αποκαλύπτοντας ότι πάνω από το 53% της ανόδου των τιμών στην τελευταία διετία ήταν απόρροια της μεγάλης ανόδου των περιθωρίων κέρδους. Αντίθετα οι αυξήσεις των μισθών -που οι κεντρικοί τραπεζίτες καυτηριάζουν ως βασική αιτία δημιουργίας του πληθωριστικού σπιράλ- ήταν υπεύθυνες μόλις για το 8% της ανόδου των τιμών. Πρόκειται για πλήρη αντιστροφή της τάσης που ίσχυε εδώ και 4 δεκαετίες, στη διάρκεια των οποίων η αμοιβή της εργασίας θεωρούνταν υπεύθυνη για περισσότερο από το 61% ανόδου των τιμών και τα επιχειρηματικά κέρδη μόλις για το 11%. Κάποια στιγμή και οι μεγαλύτεροι μύθοι καταρρέουν… Και οι κεντρικοί τραπεζίτες όσο και οι κυβερνήσεις οφείλουν να λογοδοτήσουν για τις πολιτικές που επιλέγουν σήμερα κατά της ακρίβειας.
Ο πολιτικός και νομικός θρίαμβος της «Διεθνούς» της κερδοσκοπίας
Η αφρόκρεμα του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος- επενδυτικές τράπεζες, επενδυτικοί βραχίονες εμπορικών τραπεζών, κερδοσκοπικά κεφάλαια- έχουν τη «Διεθνή» τους, αφοσιωμένη στην υπεράσπιση της «ελευθερίας των αγορών». Δηλαδή της ελευθερίας τους να χρηματιστικοποιούν και να αντλούν υπεραξίες από κάθε αγαθό: από τις μετοχές, τα ομόλογα και τα τιτλοποιημένα ενυπόθηκα δάνεια μέχρι τα προθεσμιακά συμβόλαια πετρελαίου, σταριού, γάλακτος, πατάτας ή ακόμη και πρόβλεψης καιρού! Κάθε δευτερόλεπτο που περνά, τα μέλη της «Διεθνούς» αγοράζουν και πουλάνε παράγωγα δισεκατομμυρίων στα χρηματιστήρια αξιών και εμπορευμάτων του κόσμου, στις παράλληλες αγορές τους ή και εκτός αυτών, σε έναν ετήσιο όγκο συναλλαγών που φτάνει τα 400 τρισ. δολάρια τον χρόνο!
Η ISDA -International Swaps and Derivatives Association-, όπως είναι το όνομα της «Διεθνούς» των παραγώγων, έχει στις τάξεις της πάνω από 900 μέλη σε 75 χώρες. Στην ηγεσία της αναγνωρίζουμε κορυφαίους πρωταγωνιστές της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, της επισιτιστικής που την ακολούθησε και της κρίσης χρέους στην ευρωζώνη τη δεκαετία 2010-2019: Société Générale, Black Rock, J.P. Morgan, Credit Suisse, Crédit Agricole, Goldman Sachs, Citigroup, AXA, Deutsche Bank, Bank of America, HSBC, Nomura, UBS, PIMCO, Morgan Stanley, BNP, Barclays…
Πρακτικά, δεν υπάρχει σημαντικό χρηματοπιστωτικό ίδρυμα ή επενδυτικό κεφάλαιο που να μη συμμετέχει στην ISDA, που είναι υπεράνω συνόρων, κουλτούρας και θρησκείας. Ακόμη και με τη «Διεθνή Ισλαμική Χρηματοοικονομική Αγορά» έχει συμφωνία για να παρακάμπτουν κομψά την απαγόρευση της τοκογλυφίας από το Κοράνι. Και όσοι δεν έχουν μνήμη χρυσόψαρου, ίσως θυμούνται ότι ήταν η ISDA που το 2012, μετά το «κούρεμα» των ελληνικών ομολόγων με το PSI, κήρυξε «πιστωτικό γεγονός» (ας πούμε τεχνική χρεοκοπία) στην Ελλάδα, γιατί θα χρειαζόταν να πληρώσει σε μέλη της που στοιχημάτιζαν από το 2009 σ’ αυτή τη χρεοκοπία περίπου 3 δισ. για τα διαβόητα CDS, τα συμβόλαια κινδύνου αθέτησης χρέους, αυτά που ακόμη και ο άπληστος Γουόρεν Μπάφετ έχει αποκαλέσει «όπλο μαζικής καταστροφής».
Η ακόρεστη πείνα της ISDA για υπεραξίες δεν θα μπορούσε να αφήσει στο απυρόβλητο την ίδια την ανθρώπινη πείνα. Τα μέλη της παίζουν τεράστια ποσά στα προθεσμιακά συμβόλαια εμπορευμάτων από τα οποία εξαρτάται η επιβίωσή μας. Οταν από το 2008 και μετά αποκαλύφθηκε ο ρόλος των παραγώγων στην κρίση, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ε.Ε. έγινε απόπειρα να μπουν όρια στη δράση τους.
Στις ΗΠΑ ο εμβληματικός νόμος Dodd-Frank (από τα ονόματα των δύο Δημοκρατικών βουλευτών που τον συνέταξαν) επιχείρησε μιαν ευρεία μεταρρύθμιση στις αγορές εμπορευμάτων, με στόχο τον περιορισμό της ασύδοτης κερδοσκοπίας που ανεβοκατέβαζε τις τιμές των αγαθών, εισάγοντας πλαφόν στα προθεσμιακά συμβόλαια που μπορούσαν να αποκτήσουν μεμονωμένοι παίκτες ή επενδυτικά κεφάλαια. Η ISDA, που έχει την έδρα της στη Νέα Υόρκη, ξεκίνησε από το 2010 ένα λυσσαλέο λόμπινγκ κατά των περιορισμών αυτών. Κι όταν η Επιτροπή Συναλλαγών Συμβολαίων Εμπορευμάτων (CFTC), που ορίζεται από τον Αμερικανό πρόεδρο με τη συναίνεση της Γερουσίας, άρχισε να εκδίδει τις σχετικές αποφάσεις, η «Διεθνής» ξεκίνησε καμπάνια για τη ματαίωσή τους.
Η φιλοσοφία του νόμου ήταν απλή: έθετε ανώτατο όριο στον αριθμό συμβολαίων που μπορούσε να αγοράσει κάθε επενδυτικό κεφάλαιο ανά προϊόν (σιτάρι, σόγια, βαμβάκι κ.ά.) και ανά χρηματιστήριο εμπορευμάτων (Σικάγο, Μινεάπολη, Κάνσας, ICE). Αντίστοιχοι περιορισμοί μπήκαν και σε μεταλλεύματα, καύσιμα κ.λπ. Στη διαβούλευση του επίμαχου κανονισμού, η ISDA, σε αγαστή συμμαχία με τη SIFMA (αμερικανική ένωση χρηματοοικονομικών εταιρειών) και τη FIA (την αντίστοιχη ένωση των παραγώγων) υποστήριξαν ότι τα όρια είναι έξω από τον σκοπό του νόμου Dodd-Frank, «δεν υποστηρίζονται από δεδομένα» και ότι δουλειά της Επιτροπής CFTC δεν είναι να «προφητεύει» για τους κινδύνους στην αγορά.
Οσα δεν κατάφερε στη διαβούλευση του επίμαχου κανονισμού, η «Διεθνής» της κερδοσκοπίας το πέτυχε στα δικαστήρια. Το 2012 έκανε αγωγή κατά του κανονισμού στο όνομα της «παραβίασης της ελευθερίας των αγορών», αλλά και της παραβίασης της δέσμευσης «του G20 για συνεπή εφαρμογή των παγκόσμιων προτύπων με τρόπο που διασφαλίζει ίσους όρους ανταγωνισμού και αποφεύγει τον κατακερματισμό των αγορών».
Στο δικόγραφό τους, μάλιστα, επικαλέστηκαν και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που προφανώς είχε ήδη υποστεί το σχετικό «μασάζ» και δήλωσε «εντελώς έκπληκτη από τους κανόνες της CFTC που φαίνονται ότι αντιβαίνουν στο γράμμα και στο πνεύμα της συμφωνίας». Η ISDA κέρδισε την αγωγή, ο κανονισμός αναθεωρήθηκε προς το χειρότερο και φυσικά οι αντίστοιχοι κανονισμοί της Ε.Ε. «εναρμονίστηκαν». Κι έπειτα άρχισε το τελειωτικό ξήλωμα. Η κυβέρνηση Τραμπ, όπως είχε από το 2017 υποσχεθεί, κατάργησε μία προς μία τις βασικές κανονιστικές αποφάσεις του νόμου Dodd-Frank, με την τελευταία να αναθεωρείται τον Μάρτιο του 2021. Η «Διεθνής» θριάμβευσε και τα αποτελέσματα του θριάμβου της τα βρίσκουμε μπροστά μας.
Ακριβοί στο αλεύρι
«Κανείς ποτέ δεν έχασε αγοράζοντας γη», έλεγε το παλιό, όχι απαραίτητα σωστό, ρητό. Σήμερα, όσο ανεβαίνει ο πληθωρισμός, τα διεθνή επενδυτικά κεφάλαια επιδιώκουν να ελαχιστοποιήσουν τις πιθανότητες «χασούρας» και να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους αγοράζοντας και πουλώντας τους καρπούς, τα γεννήματα και τα σπλάχνα της γης, σε μορφή προθεσμιακών συμβολαίων, στα διεθνή χρηματιστήρια πρώτων υλών – τα λεγόμενα commodities.
«Η είσοδος των επενδυτικών funds στα διεθνή χρηματιστήρια τροφίμων δεν έγινε εν μιά νυκτί, αλλά σταδιακά. Από τα μέσα της δεκαετίας του 2000, όταν οι αγορές αυτές άνοιξαν στο ευρύ κοινό, άρχισαν να μπαίνουν πολλοί επενδυτικοί παίκτες», λέει στην «Εφ.Συν.» γνώστης της αγοράς των σιτηρών, ο οποίος θέλει να διατηρήσει την ανωνυμία του. «Εδώ και τουλάχιστον τέσσερα χρόνια, πάνω από το 50% των συναλλαγών στα χρηματιστήρια σίτου δεν γίνεται από αγοραστές ή πωλητές του χώρου των δημητριακών, αλλά από funds», συμπληρώνει.
Τα στελέχη μεγάλων ομίλων της ελληνικής βιομηχανίας τροφίμων θεωρούν αυτονόητο ότι η είσοδος όλο και περισσότερων funds στα χρηματιστήρια δημιουργεί μεγαλύτερη ζήτηση και πιέζει τις τιμές προς τα πάνω. Ωστόσο ακόμα και οι πιο έμπειροι ομολογούν ότι αυτό που βιώνουμε σήμερα δεν έχει προηγούμενο. «Οταν υπάρχει πληθωρισμός, τα επενδυτικά κεφάλαια πάνε σε πιο ασφαλή περιουσιακά στοιχεία και τα commodities είναι κάποια από αυτά», συνεχίζει ο συνομιλητής μας. «Οταν ο πληθωρισμός τρέχει με 10%-12% -προσωπικά πιστεύω ότι είναι πολύ υψηλότερος- το να κρατάει ο επενδυτής τα χρήματά του στην τράπεζα δεν συμφέρει αφού κάθε χρόνο χάνουν 10% της αξίας τους. Η επόμενη λύση είναι οι μετοχές, όμως κι αυτές πέφτουν επειδή ανεβαίνουν τα επιτόκια. Οπότε στρέφεται στα commodities, που έχουν από πίσω μια πραγματική φύση. Αν μη τι άλλο, ο κόσμος θα θέλει να φάει».
Σύμφωνα με εκπροσώπους της αλευροβιομηχανίας το βασικό χαρακτηριστικό των τελευταίων μηνών είναι η τεράστια μεταβλητότητα στις τιμές, με αλλαγές ώς και 5% μέσα σε ένα 24ωρο, γεγονός που κάνει εξαιρετικά δύσκολο τον προγραμματισμό για τους προμηθευτές. Ο χρηματιστηριακός δείκτης του μαλακού σιταριού έχει αυξηθεί πάνω από 100% τους τελευταίους 18 μήνες, με το 50% της αύξησης να πραγματοποιείται μετά την έναρξη του πολέμου. Οι τιμές του χρηματιστηρίου επηρεάζουν και την εσωτερική αγορά. «Μπορεί να πάρουμε έναν αγρότη τηλέφωνο, να μας πει “Πουλάω με 100 ευρώ σήμερα” και την επόμενη μέρα, όταν του λέμε “Φέρε”, να απαντά “Οχι, σήμερα το πουλάω 120 ευρώ”, επειδή ανέβηκε η τιμή στο χρηματιστήριο».
Οι αγρότες πάλι υποστηρίζουν ότι και έτσι είναι χαμένοι, αφού οι ανατιμήσεις στις εκροές γεωργικών προϊόντων, δηλαδή πόσο πουλάνε στους χονδρέμπορους, δεν καλύπτουν τις ανατιμήσεις στις εισροές – τα κόστη των λιπασμάτων, ζωοτροφών, ενέργειας. Αντίστοιχα εκπρόσωποι της βιομηχανίας τροφίμων υποστηρίζουν ότι απορροφούν μέρος των αυξήσεων των πρώτων υλών, μειώνοντας το περιθώριο κέρδους, ώστε να διατηρήσουν τις πωλήσεις τους.
Η μείωση της κατανάλωσης, εξαιτίας της ανόδου των τιμών, το ενδεχόμενο μιας νέας ύφεσης, η οποία θα είναι πιο εμφανής το φθινόπωρο, όταν ξεφουσκώσει η ένεση αδρεναλίνης της τουριστικής σεζόν, προεξοφλούν έναν δύσκολο χειμώνα και ενισχύουν τα σενάρια πρόωρων εκλογών. «Δεν θα έχουμε επισιτιστική κρίση, όπως θα έχουν αναπτυσσόμενες χώρες, αλλά πιθανόν να ζήσουμε καταστάσεις που θα θυμίζουν το 2012 και 2015», προβλέπει άνθρωπος της αγοράς σίτου, με σημαντική θέση στον χώρο. Η πρόβλεψή του «κουμπώνει» με το τοπίο στην ομίχλη που ζουν οι Ελληνες αρτοποιοί.
«Οταν από 200 δολάρια ο τόνος το μαλακό σιτάρι έχει φτάσει στα 400 δεν φταίει μόνο ο πόλεμος και η ενεργειακή κρίση. Είναι και η κερδοσκοπία στη μέση», παραδέχεται ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Αρτοποιών Μιχάλης Μούσιος. «Από την τελευταία αύξηση του Μαρτίου, οι τιμές στο αλεύρι είναι σταθερές, όμως δεν ξέρουμε τι θα γίνει τον επόμενο μήνα. Είμαστε ο τελευταίος κρίκος της αλυσίδας, που δεχόμαστε όλες τις επιπτώσεις των αυξήσεων. Οι εταιρείες που διακινούν τα σιτηρά σε όλο τον κόσμο δεν είναι πάνω από 10-15. Αυτοί μπορούν και καθορίζουν και παίζουν και με τις τιμές, ξέχωρα τι κάνουν οι κυβερνήσεις κάθε χώρας. Καλώς ή κακώς έτσι λειτουργεί η αγορά», καταλήγει.
Μπάμπης Μιχάλης, Γιάννης Κιμπουρόπουλος, Αφροδίτη Τζιαντζή