Οι περισσότεροι παρατηρητές της σύγχρονης γερμανικής σκηνής επισημαίνουν ότι μετά την ενοποίηση της Δυτικής και Ανατολικής Γερμανίας άλλαξε ο τόνος της πολιτικής κουλτούρας της χώρας. Άρχισαν να εμφανίζονται εκ νέου προβληματισμοί και θέματα που είχαν ξεχαστεί μετά τις πολιτικές εξελίξεις που ακολούθησαν την ήττα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Κυρίως επανήλθαν στο προσκήνιο οι συζητήσεις που είχαν αναπτυχθεί την περίοδο της δεκαετίας του 1920, το κύριο περιεχόμενο των οποίων ήταν προσανατολισμένο στις γερμανικές εθνικοεπαναστατικές παραδόσεις.
Η γοητεία που ασκούν ξανά οι γερμανικές εθνικοεπαναστατικές παραδόσεις από τη δεκαετία του 1920 είναι σύμπτωμα ενός ευρύτερου πολιτιστικού αναπροσανατολισμού. Συνδέεται, κατά πρώτο και κύριο λόγο, με τη γερμανική ταυτότητα. Την επαύριον της ενοποίησης, το κυρίαρχο ερώτημα ήταν «Τι σημαίνει γερμανικός;», ερώτημα που αποτελούσε ταμπού κατά το μεγαλύτερο μέρος της μεταπολεμικής περιόδου αν εξαιρέσουμε κάποια περιθωριακά στοιχεία της Ακροδεξιάς.
Βεβαίως, σήμερα τουλάχιστον, το γερμανικό ζήτημα φαίνεται να μη συνδέεται τόσο με τα παραδοσιακά θέματα της machtpolitik και της realpolitik, τα οποία έχουν βρει μια λύση(;) με την ένταξη της Γερμανίας στο ΝΑΤΟ και στο πολιτικοοικονομικό πλαίσιο της Ενωμένης Ευρώπης. Συνδέεται κατά πρώτο και κύριο με τη γερμανική ταυτότητα. Προκρίνεται η συζήτηση σε πολιτιστικό επίπεδο.
Όμως, πριν αναφερθούμε σε αυτά τα ζητήματα, θεωρούμε σκόπιμο να πούμε δυο λόγια για τον τρόπο που οι Γερμανοί, ιστορικά, αντιλαμβάνονται τη realpolitik. Η αναφορά δεν είναι τυχαία, όπως θεωρούμε ότι θα δειχθεί στη συνέχεια.
Στη ρίζα της realpolitik βρισκόταν ένα μεγάλο μέρος της γερμανικής εθνικής ιδεολογίας, που μπορεί να συνοψιστεί στα εξής: «Ό,τι κι αν λένε οι άλλοι, η μόνη ρεαλιστική θέση είναι ότι η πολιτική βασίζεται στην αχαλίνωτη χρήση βίας. Συγκεκριμένα, η διεθνής πολιτική δεν είναι τίποτε άλλο, παρά η συνέχιση του πολέμου με άλλα μέσα. Διότι, παρά τις ωραίες λέξεις που μπορεί να μεταχειρίζονται οι ξένοι πολιτικοί ηγέτες, την κρίσιμη ώρα βασίζονται κι αυτοί στην ισχύ τους για να πραγματοποιήσουν τους πολιτικούς τους σκοπούς. Και τη χρησιμοποιούν δίχως αναστολές, όπως και οι Γερμανοί. Η μόνη διαφορά είναι ότι οι Γερμανοί είναι πιο ειλικρινείς» (Νόρμπερτ Ελίας, “Ναζισμός και γερμανικός χαρακτήρας”, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης).
Η παραπάνω άποψη βρίσκεται πολύ κοντά στην ιστορική πραγματικότητα. Εκεί, όμως, που χρειάζεται να σταθούμε είναι η λέξη «ειλικρινείς». Ενώ η εθνική πίστη των Γερμανών στη realpolitik συνδεόταν με την πίστη τους στον πόλεμο και στη χρήση της ένοπλης ισχύος ως έσχατο μέσο για την επίλυση συγκρούσεων μεταξύ των εθνών και έδειχναν ιδιαίτερη ευαισθησία στον ρόλο που έπαιζε η φυσική βία, δεν έδειχναν ανάλογη ευαισθησία για τους περιορισμούς στην άσκηση της υπέρτερης ισχύος, την οποία συνεχώς υπερτιμούσαν ως προς τη μακροχρόνια αποτελεσματικότητά της, πιστεύοντας ότι πάντοτε θα λειτουργούσε υπέρ τους. Αυτή τη μονομέρεια των αντιλήψεών τους την ονόμαζαν ειλικρίνεια.
Αρνούνταν κατηγορηματικά να «ντύσουν» την ωμή βία με τη λεγόμενη «μαλακή ισχύ» ώστε να παραχθεί η ισχύς με τη σύγχρονη έννοια, κάτι που, κυρίως οι Αγγλοσάξονες, αλλά και τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά εθνικά κράτη, το έχουν αναγάγει σε υπέρτατη τέχνη. Η απουσία «μαλακής ισχύος», σε συνδυασμό με την άτεγκτη προτεσταντική ηθική τους στην ουσία μετέτρεπαν τη γερμανική realpolitik σε ένα επικίνδυνο μείγμα κυνικού ρομαντισμού και άτεγκτης πορείας προς το πεπρωμένο.
Ας επανέλθουμε τώρα στα ζητήματα που ανέκυψαν μετά την ενοποίηση και αφορούν την εκ νέου αναζήτηση της γερμανικής ταυτότητας. Συζήτηση που αποτελούσε ταμπού κατά το μεγαλύτερο μέρος της μεταπολεμικής περιόδου.
Η συζήτηση γίνεται στη βάση της ιστορικής ιδιαιτερότητας της γερμανικής κοινωνίας και επιδιώκεται να δειχθεί ότι αυτή η ιδιαιτερότητα ισχύει μέχρι και σήμερα. Η πολιτιστική στροφή που έχει επισυμβεί στη Γερμανία προκαλεί αναπόφευκτη διάζευξη με τη, μέχρι την ενοποίηση, πολιτική πρακτική, προαναγγέλλοντας μια διαφορετική πολιτική αντίληψη στις γερμανικές ελίτ. Οι συζητήσεις για τη γερμανική ταυτότητα μοιραία λαμβάνουν χώρα σε ένα πλαίσιο στο οποίο τον πρώτο ρόλο έχουν παλιές ιδέες, που αποπνέουν συντηρητισμό και αντιδραστικό εθνικισμό. Ιδέες που, παρακάμπτοντας εντέχνως την περίοδο του ναζισμού, θέλουν να ξαναγυρίσουν στις ιερές παραδόσεις της δεύτερης αυτοκρατορίας (τις οποίες κατέστρεψαν οι ναζί ως μικροαστοί). Η συντηρητική αυτή αντίληψη έχει απλώσει την επιρροή της σ’ ένα ευρύ φάσμα πολιτικών και διαμορφωτών της κοινής γνώμης.
Παράλληλα, ο γερμανικός εθνικιστικός ιδεαλισμός στηρίζει την αποτελεσματικότητα της οικονομίας, αλλά και στηρίζεται από αυτή. Στηρίζει την υπέρμετρη «ωμή βία» με την οποία επιβάλλουν, εκεί που μπορούν, την οικονομική τους λογική, η οποία συνάδει με μερκαντιλιστκά πρότυπα (το εθνικό οικονομικό συμφέρον είναι πρώτιστο) και με τη σειρά της στηρίζεται στη δύναμη που παρέχει η οικονομική ισχύς.
Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε αποτελεί την επιτομή αυτών των αντιλήψεων. Ενώ η προηγούμενη γενιά πολιτικών ηγετών καθόρισε απόλυτα την εξωτερική πολιτική της με βάση τον στόχο τής πλήρους ενσωμάτωσης της Γερμανίας στην Ευρώπη και στο ΝΑΤΟ, μια νέα γενιά, αντιπροσωπευτικό δείγμα της οποίας είναι ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, δεν κάνει καμία προσπάθεια να κρύψει τη θεμελιώδη και απόλυτη πίστη της στις αξίες του γερμανικού εθνικισμού.
Τώρα είναι γνωστό ότι στην Ιστορία της Γερμανίας οι συζητήσεις για τη γερμανική ταυτότητα καθορίστηκαν από τη διάχυτη και εγγενή αντίληψη της γερμανικής κοινωνίας περί της ιδιαιτερότητάς της σε σχέση με τη Δύση. Δεν πρόκειται, όπως λανθασμένα πολλές φορές αναφέρεται, περί απλού ιδεολογήματος, αλλά για συγκεκριμένο περιεχόμενο που πήρε το κυρίαρχο πολιτιστικό υπόδειγμα σε πλήρη αλληλεξάρτηση με τις ιδιαίτερες αναπτυξιακές διαδικασίες της γερμανικής κοινωνίας. Υπό αυτή την άποψη, η συγκεκριμένη αντίληψη, ως δομικό στοιχείο του συλλογικού φαντασιακού της γερμανικής κοινωνίας, αποτελεί μέρος της πραγματικότητάς της. Συνεπώς, χρειάζεται ως τέτοια να ληφθεί υπόψη και ως τέτοια να ενταχθεί σε μια συλλογιστική αντιμετώπισης.
Από ιστορική άποψη, λοιπόν, οι συζητήσεις αυτές παραπέμπουν στην εικόνα της Γερμανίας που ακολουθεί τον δικό της δρόμο. Έτσι, το ζήτημα με τη γερμανική πολιτική της ταυτότητας είναι ότι τα βασικά σημεία αναφοράς της, τόσο ιστορικά όσο και πολιτισμικά, διαπνέονται από το ήθος της γερμανικής εξαίρεσης. Αναπόφευκτα, λοιπόν, όταν τίθενται σήμερα εκ νέου ζητήματα που αφορούν την εξέλιξη της γερμανικής εθνικής ταυτότητας, είναι δύσκολο -αν όχι αδύνατο- να αποφευχθεί η χρήση της εθνοκεντρικής φρασεολογίας των παλιότερων συζητήσεων για τη γερμανική ταυτότητα.
Στο σημείο αυτό πρέπει να επιστήσουμε την προσοχή του αναγνώστη. Το πρόβλημα δεν είναι η γερμανική ιδιαιτερότητα. Άλλωστε, όλοι οι λαοί έχουν τις ιδιαιτερότητές τους, που ανιχνεύονται σε ολόκληρη την ιστορική διαδρομή τους, παρά τις ισοπεδωτικές επιδράσεις που έχει επιφέρει η νεωτερικότητα, κύρια συνιστώσα της οποίας αποτελεί το καπιταλιστικό σύστημα. Το ζήτημα είναι γιατί η γερμανική ιδιαιτερότητα διάκειται τόσο εχθρικά στις υπόλοιπες εθνικές ιδιαιτερότητες, που προσπαθεί ουσιαστικά να τις απαλλοτριώσει, να τις υποτάξει, να τις υποδουλώσει και εν τέλει να τις εξαφανίσει.
Ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των Γερμανών τα οποία έχουν θεωρηθεί επικίνδυνα (ισχυρή δόση επιθετικότητας και καταστρεπτικότητας) οφείλονται περισσότερο σε μια τάση που έχει ενσταλαχτεί στους Γερμανούς, όχι μόνο από την παράδοση συμπεριφορών τους, αλλά και από τη συνδυαστική επίδραση των επαναλαμβανόμενων ιστορικών βιωμάτων, της εκπαίδευσης και της προπαγάνδας στην τάση τους, σε κρίσιμες καταστάσεις, όταν γινόταν επίκληση του υπερμεγεθυμένου ιδεατού «εμείς» τους, να ενεργούν στο όνομα της Γερμανίας τόσο τυφλά όσο το απαιτούσε το υψηλό ιδανικό τους, δηλαδή αδιαφορώντας γι’ αυτό που οι άλλοι αποκαλούσαν «σκληρή πραγματικότητα», δίχως να λογαριάζουν τις συνέπειες για τους υπόλοιπους και για τους εαυτούς τους. Στον βωμό της ιδεατής Γερμανίας τα πάντα φαίνονταν δυνατά και επιτρεπτά.
Ο πατριωτισμός – εθνικισμός των Γερμανών είναι κατά βάση ρομαντικός. Και γι’ αυτό επικίνδυνος
Τώρα, η μελέτη της Ιστορίας δείχνει ότι όλες οι προσπάθειες έχουν αποτύχει, προκαλώντας τεράστιες καταστροφές στην ίδια τη Γερμανία, αλλά και στις υπόλοιπες χώρες. Πάντοτε υπήρξε η περίοδος μεγάλης μεγέθυνσης της ισχύος της, υπερακοντίζοντας το εθνικό αίσθημα της ιδιαιτερότητάς της, για να ακολουθήσει η υπερτίμηση της ισχύος της και τελικά να επέλθει η καταστροφή. Η Ιστορία των Γερμανών είναι μια Ιστορία των άκρων. Έχει τα πάντα εκτός από τη μεσότητα. Εδώ και χίλια χρόνια οι Γερμανοί έχουν ζήσει τα πάντα εκτός από την κανονικότητα… Το μόνο κανονικό στοιχείο της γερμανικής Ιστορίας είναι οι βίαιες μεταβολές (A.J.Taylor, “The course of German History”, εκδ. Hamish Hamilton).
Δεν θα ήταν παράλογος ο παραλληλισμός ότι και σήμερα η Γερμανία ακολουθεί την ίδια λογική με το παρελθόν, αυτή τη φορά στο πεδίο της οικονομίας. Η ρήση του Walter Rathenau «Η οικονομία καθορίζει τη μοίρα μας» φαίνεται ότι αποτελεί το μότο των νέων πολιτικών και επιχειρηματικών γερμανικών αρχηγεσιών, τουλάχιστον από τα τέλη της δεκαετίας 1950.
Η τρομακτική ανάπτυξη της γερμανικής οικονομίας, σε συνδυασμό με την ενοποίηση της χώρας, παρά τις επίμονες, αλλά ατελέσφορες προσπάθειες της Γαλλίας να θέσουν πολιτικούς φραγμούς ελέγχου (Κώστας Μελάς, “Από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα και στην Ευρωπαϊκή Ένωση”) οδήγησαν στη Συνθήκη του Μάαστριχτ και εκεί τελείωσαν όλα. Η πρόταξη της οικονομικής ισχύος της Γερμανίας δικαιολογήθηκε με βάση την ιδιαιτερότητά της (το γνωστό: “Κάν’ το όπως η Γερμανία”), στην οποία, όμως, προσέδιδαν οικουμενικά, ή τουλάχιστον ευρωπαϊκά, χαρακτηριστικά και καλούσαν τις υπόλοιπες χώρες να μιμηθούν το συγκεκριμένο πρότυπο. Γνώριζαν(ουν) σαφέστατα ότι αυτό δεν μπορεί να συμβεί (κάθε χώρα έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες), αλλά το προέτασσαν για να αναδείξουν τη δικιά τους ισχύ και την αδυναμία των άλλων επιδιώκοντας να τους μειώσουν ηθικά, σύμφωνα με το προτεσταντικό δόγμα, αλλά επί της ουσίας να επιβάλλουν εντελώς λανθασμένα μέτρα τα οποία εξουθενώνουν τις οικονομίες των υπολοίπων χωρών, αλλά μακροπρόθεσμα υποσκάπτουν συστηματικά τη δική τους οικονομική ισχύ. Προσοχή, οι μηχανισμοί που υποσκάπτουν την οικονομική ισχύ της Γερμανίας δεν είναι μόνο οικονομικοί (όπως πολλές φορές έχει υποστηριχθεί), αλλά πρωτίστως είναι λόγοι πολιτικοί και ως γνωστόν η Γερμανία, ως πολιτικό υποκείμενο, ταλανίζεται από απίστευτο αριθμό λανθασμένων επιλογών και πρακτικών.
Τίποτα δεν δείχνει καλύτερα τον μη ρεαλιστικό χαρακτήρα της γερμανικής realpolitik από τους γερμανικούς πολεμικούς στόχους τον προηγούμενο αιώνα. Μολονότι οι ηγετικές ομάδες της Γερμανίας στους δύο παγκόσμιους πολέμους διέφεραν σημαντικά ως προς την κοινωνική τους καταγωγή, οι πολεμικοί τους στόχοι ήταν ουσιαστικά οι ίδιοι: αποσκοπούσαν στη δημιουργία μιας γερμανικής αυτοκρατορίας στην Ευρώπη, πιθανώς με κάποιες υπερπόντιες κτήσεις. Στην πράξη, δεν ήταν παρά μια γερμανική αποικιοκρατική αυτοκρατορία στην Ευρώπη και πέραν αυτής.
Έχει σημασία να αναφέρουμε (ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά στα σημερινά σχέδια της Γερμανίας, όπως αυτά εκφράζονται από τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε)ότι το σχέδιο στην περίπτωση του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, εκτός από την άμεση προσάρτηση περιοχών, κυρίως στα ανατολικά, απέβλεπε στη σύσταση μιας κεντροευρωπαϊκής ένωσης αποτελούμενης από τη Γαλλία, το Βέλγιο, την Ολλανδία, τη Γερμανία, τη Δανία και την Αυστροουγγαρία, με την Ιταλία, τη Σουηδία και τη Νορβηγία ως συνδεδεμένα μέλη. Πολλά εδάφη στην Ανατολή, συμπεριλαμβανομένης της Πολωνίας και μεγάλων τμημάτων της Ρωσίας, προορίζονταν να αποτελέσουν απλώς και μόνο αποικίες. Οραματίζονταν, επίσης, την επέκταση της γερμανικής αποικιακής αυτοκρατορίας στην Αφρική, στον Ειρηνικό Ωκεανό, αλλά και στη Μέση Ανατολή. Η σημερινή πολιτική ηγεσία της Γερμανίας παρακάμπτει τη ναζιστική περίοδο για πολλαπλούς λόγους, αλλά επανέρχεται ποικιλοτρόπως στο αυτοκρατορικό παρελθόν της χώρας της.
Το μη ρεαλιστικό και των δύο Παγκοσμίων Πολέμων ήταν, ακόμα και σε περίπτωση νίκης της Γερμανίας στο πεδίο του πολέμου, η απόλυτη αδυναμία ενός λαού με πληθυσμό 60 – 70 εκατομμύρια να μπορέσει να επιβληθεί, πολιτικά και οικονομικά, σε ευρωπαϊκούς πληθυσμούς αναπτυγμένων εθνικών κρατών μεγέθους 450 – 500 εκατομμυρίων. Η αφέλεια των γερμανικών πολιτικών ηγεσιών εδραζόταν στο ότι φτάνει να κερδίσει τον πόλεμο και όλες οι χώρες θα ήταν έτοιμες να δεχτούν τη γερμανική κυριαρχία. Επί της ουσίας, τα σχέδια των πολιτικών ελίτ στερούνταν ρεαλισμού και αντίληψης της πραγματικότητας. Ο τρόπος που ονειρευόταν να επιβληθούν στους ευρωπαϊκούς λαούς δεν θα ήταν αποτελεσματικός ούτε για υπανάπτυκτες χώρες της Αφρικής.
Αν πράγματι έχουμε εισέλθει, κατά κάποιον τρόπο, στο μυαλό του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, κάτι που σημαίνει ότι έχουμε αντιληφθεί την ουσία του σχεδίου του, το πρόβλημα που ανακύπτει είναι ο τρόπος αντιμετώπισής του. Εδώ τα πράγματα δυσκολεύουν. Γίνονται περισσότερο περίπλοκα, αλλά και ενδιαφέροντα. Αποκτούν πρόσθετο ενδιαφέρον, διότι συνδέονται άμεσα με το υπάρχον μόρφωμα της Ε.Ε. και σαφέστατα με την προοπτική του.
Την προσήλωση της Γερμανίας στον στόχο των «Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης» διεκήρυξε ο καγκελάριος Χέλμουτ Κολ κατά την υπογραφή της Συνθήκης των Τεσσάρων συν Δύο (3.10.1990) για την επανένωση των δύο Γερμανιών. Η άποψη του Χέλμουτ Κολ ότι η γερμανική και η ευρωπαϊκή ενοποίηση αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος έχει τεθεί για καλά στις ελληνικές καλένδες.
Αυτό που διαφαίνεται με σχετική ακρίβεια είναι ότι υπάρχουν χώρες σήμερα στην Ε.Ε. που δεν «χωρούν» στο σχέδιο Σόιμπλε για μια ένωση υπό την απόλυτη κυριαρχία της Γερμανίας. Το Ηνωμένο Βασίλειο είναι η πρώτη και ισχυρή χώρα που βρίσκεται σε αυτή την κατηγορία. Βεβαίως, η Βόρεια Ιρλανδία, ως κομμάτι του αγγλοσαξονικού κόσμου, και έπονται οι τρεις χώρες της Μεσογείου: Ισπανία, Πορτογαλία και Ελλάδα. Οι γνωστές προτάσεις του Σόιμπλε προς την Ελλάδα για «προσωρινή» αποχώρηση από το ευρώ αποτελούν αποχρώσες ενδείξεις της συγκεκριμένης άποψης.
Η μέχρι το πρόσφατο παρελθόν τακτική της Γαλλίας για πολιτικό έλεγχο της οικονομικής ισχύος της Γερμανίας μέσω δημιουργίας διαφόρων γραφειοκρατικών μηχανισμών και συγκεκριμένων θεσμών (από την ΚΑΠ μέχρι την ΕΚΤ) έχει αποτύχει με βάση τα σημερινά αποτελέσματα. Η γερμανική οικονομική ισχύς έχει μετατραπεί και σε πολιτική ισχύ έχοντας δημιουργήσει θεσμικό πλαίσιο που την εξυπηρετεί, συμμαχίες προθύμων χωρών που την ακολουθούν και αποδυνάμωση των ισχυρών χωρών της Ε.Ε. (Γαλλία, Ιταλία) που διστάζουν ή αδυνατούν να προβάλλουν αντιρρήσεις σοβαρού περιεχομένου στην πορεία της ένωσης. Ο λόγος είναι ένας και μοναδικός: ο φόβος για τη «νομιμοποιημένη» ανάδυση ενός ανεξέλεγκτου γερμανικού επιθετικού ιδεαλιστικού εθνικισμού μέσω της αποδυνάμωσης ή και τελικά της διάλυσης της Ευρωζώνης και της Ε.Ε., η αντιμετώπιση του οποίου σχεδόν θα είναι αδύνατη από κάθε χώρα ξεχωριστά.
Ο φόβος είναι υπαρκτός και δεδομένος. Δείχνει με σαφήνεια ότι η προβαλλόμενη αντίληψη αντιμετώπισης του γερμανικού ιδεαλιστικού εθνικισμού με άμεση αντιπαράθεση με οποιοδήποτε άλλο ευρωπαϊκό εθνικισμό είναι ατελέσφορη. Εδώ εντάσσεται και η ανιστόρητη αντίληψη της αποχώρησης της Ελλάδας από την Ε.Ε. ως στρατηγική επιλογή για την αντιμετώπιση της πληθώρας των υπαρκτών προβλημάτων μας κατά μόνας. Όλοι όσοι φαντασιώνονται ότι η αποχώρηση της χώρας από την Ε.Ε. θα σταματήσει με μαγικό τρόπο την εκδήλωση των υπαρχόντων εθνικισμών οι οποίοι λαμβάνουν διάφορες μορφές (από οικονομική μέχρι γεωπολιτική πλευρά) απατώνται. Εξάλλου, η Ελλάδα έχει πικρή πείρα από την εχθρότητα της Γερμανίας από την περίοδο του χαμένου πολέμου του 1897 και τη σαφή υποκίνηση της Τουρκίας προκειμένου να ικανοποιηθούν τα γερμανικά συμφέροντα (μεταξύ άλλων, και οι Γερμανοί ομολογιούχοι) με την επιβολή στη συνέχεια του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου.
Ο οικονομικός έλεγχος πολύ νωρίς συσχετίστηκε από τους μελετητές της εποχής με τα αίτια του πολέμου. Θεωρήθηκε δηλαδή ότι η Γερμανία, προεξοφλώντας την ελληνική ήττα, εξώθησε σε πόλεμο -την Ελλάδα έμμεσα με πράκτορες, την Τουρκία άμεσα- ώστε να εξαναγκαστεί η Ελλάδα να δεχτεί τον έλεγχο. «Ως εκρίθη η μάχη του Δομοκού, η Γερμανία ήρξατο να ομιλή περί ελέγχου» γράφει ο Α. Ανδρεάδης (“Ιστορία του Ελληνικού Έθνους”, Τόμος ΙΔ).
Κώστας Μελάς
Πηγή: Η Αυγή