Macro

Στο Καζακστάν πλέον μιλούν τα όπλα

Επανάληψη του ουκρανικού σεναρίου ή απόηχος της αφγανικής περιπέτειας; Η εξεύρεση ιστορικών αναλογιών για τρέχουσες εξελίξεις οφείλει πάντοτε να γίνεται με μεγάλη προσοχή, όμως η αλήθεια είναι ότι η κρίση που ξέσπασε με το νέο έτος στο Καζακστάν αποτελεί μείζονα διεθνή εξέλιξη και πρόκληση πρώτου μεγέθους για τη Μόσχα και το Πεκίνο.
Οι ταραχές που ξέσπασαν στην πετρελαιοπαραγωγό περιοχή του Μάνγκιστάου και στην πρώην πρωτεύουσα Αλμάτι, λόγω του διπλασιασμού της τιμής του υγροποιημένου πετρελαϊκού αερίου, στο οποίο στηρίζεται η αυτοκίνηση, γνώρισαν μια απότομη κλιμάκωση χθες Τετάρτη, παρά την απόφαση του Καζάκου προέδρου Κασίμ-Τζομάρτ Τοκάγιεφ να αποπέμψει την κυβέρνηση και να επιβάλλει πλαφόν στις τιμές των καυσίμων και άλλων βασικών ειδών για 180 ημέρες, την ίδια ώρα που η πρόσβαση στο Διαδίκτυο διακοπτόταν προς στιγμήν και στις δύο εστίες της αναταραχής θεσπίζονταν περιορισμοί κυκλοφορίας.
Η κλιμάκωση συνίσταται στο ότι από πλευράς των εξεγερμένων εμφανίσθηκαν όπλα και πολλαπλασιάστηκαν οι έφοδοι σε δημαρχεία, άλλα δημόσια κτήρια, αεροδρόμια και τηλεοπτικούς σταθμούς, με απολογισμό οκτώ νεκρούς από πλευράς των δυνάμεων ασφαλείας.
Η ανταπάντηση του Τοκάγιεφ ήταν να διαμηνύσει ότι δεν πρόκειται να εγκαταλείψει την πρωτεύουσα Νουρσουλτάν, να κηρύξει στρατιωτικό νόμο σε όλη την επικράτεια, να υποσχεθεί ότι θα εισηγηθεί νέες πολιτικές μεταρρυθμίσεις και να αναλάβει προσωπικά επικεφαλής του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας (εκτοπίζοντας έτσι από τον τελευταίο επίσημο ρόλο του τον αντιδημοφιλή Νουρσουλτάν Ναζαρμπάγιεφ, πρόεδρο της χώρας από το 1990 έως το 2019 και αναγορευθέντα “πατέρα του έθνους”, αφότου “παρέδωσε το δαχτυλίδι” στον διάδοχό του).
Κυρίως, όμως, ο Καζάκος πρόεδρος περιέγραψε όσους βρίσκονται στους δρόμους ως “χούλιγκαν”, οι οποίοι δρουν “με υψηλό βαθμό οργάνωσης” και με “οικονομικά κίνητρα”, βάσει “σχεδίου” έξωθεν εκπονημένου.
Με αυτήν τη λογική και παρά την προηγούμενη εκτίμηση του εκπροσώπου του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ ότι οι αρχές του Καζακστάν είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν την κατάσταση, ο Τοκάγιεφ υπέβαλε αίτημα συνδρομής στον Οργανισμό Συλλογικής Ασφάλειας (CSTO), που συνασπίζει υπό τη ρωσική ηγεσία έναν αριθμό μετασοβιετικών κρατών, δηλώνοντας ότι η χώρα του δέχεται διεθνή τρομοκρατική επίθεση.
Ο (θεωρούμενος και ως φιλοδυτικός) πρωθυπουργός της Αρμενίας και προεδρεύων για το 2022 του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού, Νικόλ Πασινιάν, ανακοίνωσε ότι το αίτημα έγινε δεκτό, λαμβάνοντας υπόψη την “απειλή για την εθνική ασφάλεια και κυριαρχία του Καζακστάν, που προκύπτει ειδικότερα από ανάμειξη από το εξωτερικό”. Συνεπώς βάση του άρθρου 4 της ιδρυτικής του συνθήκης ο Οργανισμός Συλλογικής Ασφάλειας αποστέλλει ειρηνευτικές δυνάμεις στο Καζακστάν για περιορισμένο χρονικό διάστημα, με αποστολή τη σταθεροποίηση της χώρας.
Είναι προφανές ότι η Μόσχα και οι σύμμαχοί της διαβάζουν τις εξελίξεις αποκλειστικά υπό το πρίσμα ενός σεναρίου “έγχρωμης επανάστασης”, η οποία προορίζεται να βραχυκυκλώσει τις προγραμματισμένες για την ερχόμενη εβδομάδα κρίσιμες διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ επί των γραπτών εγγυήσεων ασφαλείας που διεκδικεί η Ρωσία.
Είναι επίσης σαφές ότι το στοίχημα της σταθεροποίησης του Καζακστάν είναι πολύ μεγάλο τόσο για τη Μόσχα όσο και για το Πεκίνο, καθώς η αχανής πλην αραιοκατοικημένη κεντρασιατική χώρα συνιστά το οιονεί “μαλακό υπογάστριο” της Σιβηρίας, φιλοξενεί μεγάλη ρωσική κοινότητα στο βόρειο τμήμα της, αλλά και τον διαστημικό σταθμό του Μπαϊκονούρ, συνορεύει με την προβληματική κινεζική επαρχία του Σιντζιάνγκ, όπου και η μουσουλμανική μειονότητα των Ουιγούρων, ενώ διαθέτει σημαντικά κοιτάσματα υδρογονανθράκων και ουρανίου, αποτελώντας ταυτόχρονα, λόγω της γεωγραφικής της θέσης αναντικατάστατο τμήμα οποιουδήποτε σχεδίου ευρασιατικής ολοκλήρωσης, όπως ο “Νέος Δρόμος του Μεταξιού”.
Πάντως, η εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου Τζεν Ψάκι έσπευσε να εντάξει στη “ρωσική εκστρατεία παραπληροφόρησης” τις πλανώμενες αιτιάσεις για δυτικό δάκτυλο στην αποσταθεροποίηση του Καζακστάν.
Γεγονός, ωστόσο, παραμένει ότι ο βαθμός οργάνωσης και προετοιμασίας των ενόπλων δεν συνάδει με αυθόρμητη εξέγερση. Όπως άλλωστε και το γεγονός ότι απουσιάζει κάποια αρθρωμένη πολιτική φωνή από πλευράς των διαδηλωτών.
Μόνη δύναμη η οποία προβάλλει στο προσκήνιο με ανακοινώσεις της είναι το εδρεύον στο Κίεβο κόμμα της Δημοκρατικής Επιλογής Καζακστάν, του οποίου ηγείται ο 58χρονος επιχειρηματίας Μουχτάρ Αλιάζοφ, άλλοτε υπουργός Ενέργειας και Εμπορίου του Καζακστάν, ο οποίος φυλακίσθηκε για έναν χρόνο από τον Ναζαρμπάγεφ και εν τέλει το 2020 έλαβε πολιτικό άσυλο στη Γαλλία, μολονότι αντιμετώπιζε στη γαλλική και βρετανική δικαιοσύνη κατηγορίες κατάχρησης 6 δισ. δολαρίων από την BTA Bank που διοικούσε.
Η Δημοκρατική Επιλογή Καζακστάν είχε καλέσει σε διαδηλώσεις ήδη από τον Δεκέμβριο.
Σε κάθε περίπτωση, το Καζαχστάν αποτελεί άλλη μία περίπτωση, και μάλιστα όχι την πιο κραυγαλέα, κεντρασιατικής Δημοκρατίας που βρέθηκε απρόθυμα εκτός της “στέγης” της Σοβιετικής Ένωσης, για να βυθιστεί στον οικονομικό μαρασμό, τη διαφθορά και τον αυταρχισμό.
Είναι ανοικτό ερώτημα αν η Δύση θα επιλέξει την οδό της απονομιμοποίησης και των κυρώσεων έναντι του Τοκάγεφ και αν η δυναμική των πραγμάτων κινδυνεύει να οδηγήσει σε έρποντα εμφύλιο πόλεμο, με εμπλοκή και ξένων μαχητών, όπως στη Συρία. Η Κεντρική Ασία αποτελεί, ιδίως μετά την αμερικανική αποχώρηση από το Αφγανιστάν γόνιμο έδαφος για τη δραστηριοποίηση τζιχαντιστών. Ενδιαφέρον έχει να διερευνηθεί και η στάση της Τουρκίας, ως “συγγενούς έθνους” προς τους Καζάκους. Εάν προκύψει τυχόν υπόγεια εμπλοκή της στο Καζακστάν θα είναι η τρίτη φορά, μετά τη Συρία και το Ναγκόρνο Καραμπάχ, που ο Ερντογάν “πιάνει στον ύπνο” τους Ρώσους “εταίρους” του.
Εάν, από την άλλη πλευρά, η επέμβαση του Οργανισμού Συλλογικής Ασφάλειας (ενδεχομένως αύριο και με κινεζική στήριξη) ευοδωθεί, θα αποδειχθεί για τρίτη κατά σειρά φορά, μετά τις κρίσεις στην Ουκρανία και τη Λευκορωσία, ότι παραδόξως η αναταραχή κάθε άλλο παρά παρεμποδίζει τη Ρωσία στο να αποκομίζει κέρδη είτε εδαφικά (όπως στην περίπτωση της Κριμαίας) είτε από την άποψη της πρόσδεσης δύστροπων γειτόνων στενότερα στο άρμα της.

Κώστας Ράπτης

Πηγή: capital