Στο σπίτι του Αντόνιο Λόμπο Αντούνες, στη Λισαβόνα, υπάρχει ένας τεράστιος τοίχος-βιβλιοθήκη και, δεξιά κι αριστερά από το τζάκι, δύο πανό από λευκό γυαλιστερό υλικό. Εκεί γράφει και σβήνει καθημερινά με μαρκαδόρο διάφορες ρήσεις σπουδαίων συγγραφέων στα πορτογαλικά ή στα γαλλικά. «Αυτό είναι το παιχνίδι μου, επειδή δεν ξέρω να ζωγραφίζω πούτσους!»
Ετσι, τόσο σταράτα, απενοχοποιημένα και ειρωνικά ο μεγαλύτερος εν ζωή Πορτογάλος συγγραφέας, ο διάδοχος του Κόνραντ και του Φόκνερ (σύμφωνα με τον Χ. Μπλουμ), έβαλε τους όρους της συζήτησής μας, όταν τον συναντήσαμε με τον Ανταίο Χρυσοστομίδη το 2012 για τις «Κεραίες της εποχής μας» στην ΕΤ1.
Εκείνη τη μέρα περίμενε τα αποτελέσματα των επαναληπτικών εξετάσεων για τον άσχημο καρκίνο που είχε περάσει το 2007. Τότε, όταν είχε συνέλθει, έγραψε μια… αυτοψυχογραφία του, που μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά με τίτλο Πάνω στα ποτάμια που κυλούν (εκδ. Πόλις, μτφρ. Μαρία Παπαδήμα).
Είναι ένα γενναίο αυτοβιογραφικό αφήγημα, σαν ημερολόγιο των δύο εβδομάδων που έζησε στον προθάλαμο του θανάτου, όπου κάνει έναν σπαρακτικό απολογισμό των προσώπων και των πραγμάτων που του άφησαν ουλές στη διάρκεια της ζωής του, εξερευνά τους φόβους του, σκαλίζει φαντασιώσεις, περιγράφει πολύσημα επεισόδια μιας χαμένης καθημερινότητας που παραπέμπει στην ένοχη καθημερινότητα των αστών στη χώρα του.
Ταυτόχρονα, αυτό το βιβλίο είναι και ένα στωικό memento mori, μια λογοτεχνική υπόμνηση της θνητότητας όλων μας, που ηχεί σήμερα σαν χαστούκι στην αλαζονεία των καιρών και των αυτοαποκαλούμενων σωτήρων μας.
Κοφτερός σαν νυστέρι, ο Αντούνες αιχμαλώτισε την προσοχή μας εκείνη τη μέρα -όπως κάνει με τους αναγνώστες του που τους θέλει ενεργητικούς. Τα μάτια του, γαλανά, στρογγυλά, μελαγχολικά, κοιτούσαν πρώτα μέσα του κι έπειτα μας μετρούσαν. Αυτά έδιναν το σύνθημα κι ο συγγραφέας έμπαινε στη συζήτηση από χίλιες μεριές, όπως το κάνει στα περίφημα μοντερνιστικά μυθιστορήματά του με τον βιτριολικό συνειρμικό λόγο του και τις συνεχείς παρεκβάσεις του.
Ο συμπατριώτης του, ο οικουμενικός Χοσέ Σαραμάγκου, τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1998. Ομως ο συγγραφέας που εκφράζει τη συνείδηση και το υποσυνείδητο της Πορτογαλίας, είναι ο κατά 20 χρόνια νεότερός του Αντόνιο Λόμπο Αντούνες, που εδώ και τέσσερις δεκαετίες ενοχλεί, ξεβολεύει και αφυπνίζει τους αναγνώστες του. Η αρχή έγινε με το πολυμεταφρασμένο Os cus de Judas (Στου διαόλου τη μάνα, εκδ. Καστανιώτη, μτφρ. Αθηνά Ψυλλιά) για την τραυματική, ακόμα και στην ερωτική ζωή, επανένταξη των βετεράνων του αποικιακού πολέμου (1961-1974).
Ο ίδιος ο Αντούνες, ως πτυχιούχος της Ιατρικής, έκανε εκεί τη θητεία του και έμεινε τεσσεράμισι χρόνια ώς το 1973 στην ξεσηκωμένη Αγκόλα που αγωνιζόταν για την ανεξαρτησία της, να κάνει ακρωτηριασμούς, να ράβει πληγές, και να ξεγεννά ημιθανείς μανάδες, «με επικεφαλής τον γενναίο Μέμο Αντούνες», κατοπινό ιδεολόγο της Επανάστασης των Γαρυφάλλων (1974). «Το καθεστώς έστειλε 1,6 εκατομμύρια νέους να πολεμήσουν για την αόριστη έννοια της “πατρίδας”.
Στην πραγματικότητα, οι φασίστες, η αστική τάξη, η Εκκλησία, είχαν μεγάλα συμφέροντα εκεί. Οσοι επέστρεψαν, αντιμετωπίστηκαν με περιφρόνηση, και 50.000 άνθρωποι κατέληξαν στα ψυχιατρεία. Η Αγκόλα ήταν το δικό μας Βιετνάμ».
Ο Αντούνες δεν έγραψε για τον συγκεκριμένο πόλεμο, «από σεβασμό στους νεκρούς». Ομως στα μυθιστορήματά του δεν έπαψε να στηλιτεύει: το ένοχο παρελθόν του τόπου του με την αιματηρή αποικιοκρατική παράδοση, την ηθική δειλία όσων ανέχθηκαν τις διώξεις και συνεργάστηκαν σιωπηρά με το φασιστικό καθεστώς Σαλαζάρ, τη μικρότητα της μπουρζουαζίας, την επανάσταση που «δεν κατάφερε να αλλάξει πολλά», τη στασιμότητα της κοινωνίας, τις άδικα χαμένες νεαρές ζωές, τη μηχανική του χρόνου, τις αυταπάτες των ανθρώπων, την υφέρπουσα τρέλα σε όλες τις μορφές της… Εγραφε, και ταυτόχρονα δούλευε ως κλινικός ψυχίατρος σε νοσοκομείο για παιδιά με καρκίνο. Από εκεί πηγάζει η μεταφυσική οργή που διατρέχει τα βιβλία του. «Διάλεξα ως ειδικότητα την Ψυχιατρική, όχι για να μάθω να θεραπεύω την ανθρώπινη ψυχή, αλλά για να μάθω να ζω».
Η επιστροφή ενός μεγάλου
«Ετσι σιαγμένος φαίνεσαι τελικά άντρας!». Η αφήγηση του Αντούνες είναι γεμάτη από εικόνες της εφηβείας του, που τις μεταπλάθει σε σχόλια για την πορτογαλική κοινωνία. Εδώ, στο κρεβάτι της ανάρρωσης, θυμάται τη γιαγιά του να του δένει μια γραβάτα, και τη μάνα του να του κάνει μια τέλεια χωρίστρα. Ο άρρωστος που κέρδισε λίγη ζωή ακόμα, αυτοσαρκάζεται και αναστοχάζεται τη συμβολική σημασία των λεπτομερειών που υπογραμμίζουν τις κοινωνικές ανισότητες.
Ο ίδιος έχει ρίζες βραζιλιάνικες και γερμανικές, ο πατέρας του – νευρολόγος, συνεργάτης του νομπελίστα «εφευρέτη» της λοβοτομής και η μάνα του – κόρη του κυβερνήτη της Μοζαμβίκης. Οταν γράφει τα… Ποτάμια, έχει αρχίσει η «φτωχοποίηση» της Πορτογαλίας και τις μέρες της συνάντησής μας προετοιμάζεται μια συγκέντρωση τύπου «Occupy». «Παρά τις όποιες διαψεύσεις», μας είπε, «αισθάνομαι άνθρωπος της Αριστεράς». Αλλά «δεν είναι πια οι ιδεολογίες που μας κυβερνούν, είναι το χρηματοπιστωτικό σύστημα…»
Στο βιβλίο του, ο Αντούνες, «κύμα κι αυτός ανάμεσα στα κύματα», γλιστράει πάνω στα ποτάμια της ατομικής και της συλλογικής μνήμης εξερευνώντας το ασυνείδητο της πορτογαλικής κοινωνίας, της οικογένειάς του, και το δικό του μέχρι τις πιο λεκιασμένες γωνιές του. Οι αποσπασματικές αναμνήσεις του αφηγητή, τα σχόλια των τρίτων που εισβάλλουν στην κάθε εικόνα, ο φυσικός πόνος μιας ένεσης κι ο ψυχικός πόνος από τη γυναίκα που τον άφησε ή από τον πατέρα που ποτέ δεν τον χάιδεψε αλλά «κανόνιζε» τη νεαρή υπηρέτρια… Το «πριν», το «τώρα» και το «μετά» πλέκονται αριστοτεχνικά στο ίδιο επεισόδιο, στην ίδια αίσθηση: «αυτό μου το δίδαξε η Αφρική όπου όλα είναι “παρόν”».
Ολα βρίσκονται εντέλει μέσα μας και μπροστά μας. Λεπτομέρειες που δεν είναι καθόλου αθώες. Τα φυλακισμένα αισθήματα, τα αναπάντητα ερωτήματα, οι υπαρκτοί κίνδυνοι, οι υπαρξιακές αγωνίες. Σημειώνει ο αφηγητής: «Το γεγονός ότι δεν ανήκε παρά μόνο στον εαυτό του τον τρόμαζε, ποιος θα τον προστάτευε από τον κόσμο;». Κι εμείς σκεφτόμαστε: Επιτέλους, μετά από έντεκα χρόνια, ο Αντούνες επιστρέφει στο ελληνικό εκδοτικό προσκήνιο!
Μικέλα Χαρτουλάρη
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών